gaidouraki

- Ἐγώ, κύριε, εἶπεν ὁ Νῖκος, ἐπῆγα στὴν ἐξοχὴ μὲ τὴν θεία μου. Εἶναι πολὺ ὡραῖα ἐκεῖ. Εἶναι κρύα νερά, δένδρα μὲ παχὺ ἴσκιο. Εἶναι καὶ πολλὰ περιβόλια. Ἔχουν μπάμιες, μελιτζάνες, ντομάτες. Ἐκεῖ εἶδα μιὰ ἡμέρα καὶ τὸν Πάρι.

- Ναί, ἤμουν κι ἐγώ, ἐβεβαίωσεν ὁ Πάρις. Καὶ εἶδα τὸν Νῖκο καβάλλα σ’ ἕνα γαῖδουράκι. Ἐφοβόταν νὰ μὴν πέσῃ.

Ὁ Νῖκος διαμαρτυρήθηκε. Ἐπειράχθηκε μ’ αὐτό, ποὺ εἲπεν ὁ Πάρις.

- Αὐτὸ δὲν εἶναι σωστό, εἶπε. Τὴν πρώτη φορά, ποὺ ἐκαβάλλησα, τότε μονάχα εἶχα φοβηθῆ. Τότε εἶχα πιασθῆ ἀπὸ τὸ σαμάρι. Ὕστερα ὅμως ἐσυνήθισα. Τώρα δὲν φοβοῦμαι πιά, ὅταν καβαλλάω.

Κι ἐνῷ ἔλεγεν αὐτὰ ὁ Νῖκος, ἄνοιξε τὰ χέρια του. Μ’ αὐτὸ ἤθελε νὰ δείξῃ, πὼς δὲν φοβᾶται πιά. Οὔτε ἔχει ἀνάγκη νὰ πιασθῇ ἀπὸ τὸ σαμάρι.

Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963