Ἡ ὥρα εἶναι πέντε. Τὸ κουδούνι τοῦ σχολείου σήμανε ἔξοδο καὶ σὲ λίγο ὁ δρόμος γέμισε ἀπὸ παιδιά.
Τρία μεγάλα ἀγόρια γυρίζοντας στὸ σπίτι τους λοξοδρομοῦν ἐκεῖ κοντὰ σὲ κάποιο οἰκόπεδο κί ἀρχίζουν νὰ παίζουν βόλους. Τὸ ἕνα εἶναι ὄμορφο παιδὶ μὲ γαλανὰ μάτια κι ὁλόξανθα μαλλιά, εἶναι ζωηρὸ καὶ χαριτωμένο. Τὸν φωνάζουν Στέργιο.
Τὴν τσέπη του ὁ Στέργιος τὴν εἶχε πάντοτε γεμάτη βόλους· εἶχε ἀκόμη ἕνα παλιὸ ρολόγι χωρὶς δεῖχτες, ἕνα μαχαιράκι, σπάγγους κι ἄλλα πράματα.
Ὁ Στέργιος κατόρθωσε μιὰ μέρα νὰ γλιτώση ἕνα κοριτσάκι, ποὺ λίγο ἔλειψε νὰ τὸ παρασύρη ἓνα αὐτοκίνητο.
Δὲν ἦταν καθόλου ὑπερήφανος· ἦταν σεμνὸ καὶ φιλότιμο παιδί. ῏Ηταν τὸ πιὸ ἀγαπημένο παιδὶ τοῦ σχολείου καὶ στὰ διαλείμματα, δὲν ἄκουε κανείς, παρὰ Στέργιο ἀπὸ δῶ, Στέργιο ἀπὸ κεῖ. Ὅλα τὰ παιδιὰ τὸν ἀγαποῦσαν κι ἤθελαν νὰ τὸν ἔχουν φίλο.
Στὴν πιὸ καλὴ στιγμὴ τοῦ παιγνιδιοῦ ἀκούεται ἕνας μεγάλος θόρυβος καὶ τρίξιμο τροχῶν. Τὰ παιδιὰ βούλωσαν τ’ αὐτιά τους καὶ γύρισαν νὰ ἰδοῦν.
Εἶδαν ἕνα καροτσάκι γεμάτο παλιοσίδερα, ποὺ τὸ ἔσπρωχνε ἕνα φτωχὸ γεροντάκι. Τὰ σίδερα αὐτά, καθὼς ἀναταράζονταν, ἔκαναν δαιμονισμένο κρότο. Τὸ φόρτωμα ἦταν βαρὺ κι ὁ δρόμος ἀνηφορικός.
Ὁ καημένος ὁ γέρος, μόλις ἔφτασε κοντὰ στὰ παιδιά, σταμάτησε γιὰ μιὰ στιγμὴ ὁλοκόκκινος ἀπὸ τὸ δρόμο καὶ τὴν κούραση. Πῆρε βαθιὰ ἀναπνοή, σφούγγισε τὸν ἱδρώτα, ποὺ κατέβαινε αὐλάκι ἀπὸ τὸ ζαρωμένο του πρόσωπο κι ἦταν ἔτοιμος νὰ τραβήξη πάλι τὸ δρόμο του. ῾Ο Στέργιος εἶδε τὸ γέρο ἐξαντλημένο καὶ κάτι ξύπνησε μέσα του. Ἄφησε τὸ παιγνίδι, τὸν πλησίασε καὶ τοῦ εἶπε εὐγενικά:
-Μπάρμπα, εἶσαι πολὺ κουρασμένος. Θέλεις νὰ σὲ βοηθήσω;
-῾Ο Θεὸς νὰ σ’ ἔχη καλά, παιδί μου.
῾Ο Στέργιος ἔσπρωχνε τώρα τὸ καροτσάκι μὲ ὅλη του τὴ δύναμη καὶ διαβαίνοντας μπροστὰ στοὺς συντρόφους του,
φώναξε:
-Παιδιά, νὰ μὲ περιμένετε. Νίκο, νὰ μὴν πειράξουν τοὺς βόλους μου. αὶ προχώρησε σπρώχνοντας τὸ καροτσάκι. Μὰ εἶχε μεγάλο βάρος καὶ μὲ δυσκολία ἔβγαλε τὸν ἀνήφορο.
Ὅταν ἔφτασε στὸ ἴσιωμα, τὸ ἀφῆκε.
-῎Εχε γειὰ τώρα, μπάρμπα, εἶπε κι ἔφυγε, χωρὶς τὸ γεροντάκι νὰ προλάβη νὰ τὸν εὐχαριστήση.
Ὁ Στέργιος κατακόκκινος ἔτρεξε πάλι στοὺς φίλους του κι ἐξακολούθησε τὸ παιγνίδι του.
Δὲ μίλησε γιὰ τὴν πράξη του, μὰ οὔτε καὶ τ’ ἄλλα δυὸ ἀγόρια τοῦ εἶπαν τίποτε. Μονάχα τὸν κοιτάζουν καὶ τὸν θαυμάζουν. Ἄχ! πῶς θὰ ἤθελαν κι αὐτὰ νὰ βρίσκονταν στὴ θέση του!
Πῆραν ἕνα μάθημα:
Ὅταν καμιὰ φορὰ ἔβλεπαν ἄνθρωπο σὲ δύσκολη θέση, ἀκολουθοῦσαν τὸ παράδειγμα, ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Στέργιος.
Πηγή : Αναγνωστικό Δ' Δημοτικού 1946