Μετὰ ἕνα μῆνα ἐγέμισεν ὁ ἐλαιῶνας ἀπὸ κόσμο. Ὅλοι ἦλθαν νὰ μαζέψουν τὸ βιό τους. Τὰ παιδάκια μὲ κοφίνια στὸν ὦμο καὶ μὲ σακκοῦλες κατέβαιναν τραγουδῶντας νὰ βοηθήσουν. Ἠ Ξανθούλα ἦλθε μὲ τὸν ἀδελφό της τὸ Ρήγα. Ἡ γιαγιὰ μὲ τὸν πατέρα εἶχαν κατεβῆ πιὸ ἐνωρίς. Μαζί τους ἦταν καὶ δυὸ ἐργάτριες.
Ὁ πατέρας εἶχε μαζί του καὶ μιὰ σκάλα ψηλή. Μερικὰ δένδρα ἧταν δύσκολα στὸ ἀνέβασμα, γιὰ τοῦτο ἔφερε τὴ σκάλα. Ὁ Ρήγας ἐσκαρφάλωνε καὶ ἐγέμιζε τὸ σακκουλάκι ἀπὸ τὰ πιὸ ψηλὰ κλωνάρια. Ἡ γιαγιὰ ἐμάζευε ὅσες ἐλιὲς ἧσαν στὰ χαμηλὰ κλωνάρια καὶ τὶς ἔφθανε. Ἡ Ξανθούλα ἐμάζευε αὐτές, ποὺ ἦταν στὴ γῆ πεσμένες. Καὶ ἐνῷ ἐμάζευε, ἔλεγε:
- Τόσος καρπός, ἀδύνατο νὰ μαζευθῇ.
- Τὸ μάτι δειλό, μὰ τὸ χέρι τολμηρό, τῆς ἀποκρίθηκε ἡ γιαγιά. Καταλαβαίνεις τί θὰ ᾽πῇ αὐτό, Ξανθούλα;
Ἡ Ξανθούλα δὲν τὸ εἶχε καταλάβει καὶ ἡ γιαγιὰ τῆς τὸ ἐξήγησε.
- Τὸ μάτι μας βλέπει, κορίτσι μου, πολλὲς φορὲς μιὰ ἐργασία καὶ τὴ θεωρεῖ πολὺ δύσκολη.Φοβᾶται λοιπὸν καὶ δειλιάζει, πὼς ἡ ἐργασία δὲν θὰ τελειώσῃ ποτέ. Ὄταν ὅμως καταπιασθῇ τὸ χέρι, ποὺ εἶναι τολμηρό, ἡ ἐργασία λίγο - λίγο τελειώνει.
῾Η Ξανθούλα ἐκατάλαβε τότε καὶ εἶπε: - Αὐτὸ παθαίνω ἐγώ, γιαγιά, μὲ τὰ γραψίματα. Πολλὲς φορὲς μοῦ φαίνονται βουνό. Λέγω, πὼς δὲν θὰ τὰ τελειώσω ποτέ. Ὅταν ὅμως ἀρχίσω νὰ γράφω, σιγὰ - σιγὰ τὰ τελειώνω δίχως νὰ τὸ καταλάβω. Μοῦ ἄρεσε, γιαγιά, αὐτὸ ποὺ μοῦ εἶπες.
Καὶ ἡ Ξανθούλα τὸ ἐπανέλαβε:
- Τὸ μάτι δειλό, μὰ τὸ χέρι τολμηρο.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963