
Ὅταν ἀρχινᾷ ἡ ζέστη τοῦ καλοκαιριοῦ, τὰ παιδιὰ μαζεύονται στὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ, ποὺ περνᾷ ἕνα αὐλάκι. Ἐκεῖ παίζουν μὲ τὸ νεράκι. Λούζονται, ρίχνουν βαρκοῦλες, ψαρεύουν.
- Ἤσυχα νὰ παίζετε, τοὺς λέγουν οἱ μητέρες τους. Νὰ μὴ βρέχετε τὰ ροῦχά σας. Μπορεῖ νὰ κρυώσετε.
Ὁ Νῖκος φτειάνει καραβάκια ἀπὸ χαρτί. Τὰ ρίχνει στὸ νερὸ κι ἐκεῖνα χόπ! χόπ! ταξιδεύουν.
- Είμαι καπετάνιος, λέγει ὁ Νῖκος. Κάνω ταξίδια. Πηγαίνω σὲ ὅλον τὸν κόσμο. Οὔτε τὴ θάλασσα φοβοῦμαι οὔτε τὰ κύματα.
Ὁ Λουκᾶς ἔχει μανία μὲ τὸ ψάρεμμα. Παίρνει ἕνα καλάμι, δένει ἕνα ἀγκίστρι και ψαρεύει.
- Ὤ! πόσα ψάρια ἔπιασα σήμερα! Ἐγέμισα ὁλόκληρο πανέρι. Ποιός θὰ τὰ πάρῃ νὰ τὰ πωλήσῃ; λέγει στὴν συντροφιά του.
- Ἐγώ! πετιέται ὁ Παντελῆς. Ἐγὼ μπορῶ καὶ φωνάζω δυνατά: Ψάρια! Πάρτε φρέσκα ψάρια.
- Ναί, ἀλλὰ δὲν ξέρεις νὰ ζυγίζῃς καὶ νὰ κάνῃς λογαριασμό, τοῦ παρατηρεῖ ὁ Λουκᾶς. Θὰ προτιμήσω τὸν Θᾶνο γιὰ πωλητή.
Καὶ δίνει στὸν Θᾶνο τὸ γεμισμένο πανεράκι. Τί ἔχει αὐτὸ μέσα, μὴ ρωτᾶτε. Ἔχει πετρίτσες, ξυλαράκια, χορταράκια.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963