Ὁ Πετράκης ἔπαιζε μοναχός του στὴν ἀκρογιαλιά. Εἶχε τὸ κουβαδάκι του καὶ τὸ φτυαράκι του κι ἔχτιζε ἕναν πύργο ἀπὸ ἄμμο. Καὶ τί ὄμορφος ποὺ ἦταν ὁ πύργος του! Ὁ ἥλιος δὲν ἔκαιγε καθὸλου καὶ τὸ δροσερὸ ἀεράκι ἔπαιζε μὲ τὰ ξανθὰ μαλλάκια τοῦ Πετράκη.

Τὰ κυματάκια, καθὼς ἔφταναν στὴν ἁπαλὴ ἀμμουδιά, μουρμούριζαν ἕνα σιγανὸ φλὺ φλὺ καὶ χάνονταν. Ὁ Πετράκης ἦταν εὐχαριστημένος. Μάζευε ἄμμο μὲ τὸ φτυαράκι του, γέμιζε τὸ κουβαδάκι, τόφερνε γεμάτο λίγο παραπάνω καὶ τὸ ἄδειαζε. Ἄν τὸν ρωτοῦσε κανεὶς γιατί ἦταν χαρούμενος, δὲ θάξερε κι αὐτὸς τί νὰ πῆ.

Λίγο πιὸ πέρα, ἐπάνω σ’ ἕνα βραχάκι, καθόταν ἡ θείτσα τοῦ Πετράκη καὶ κεντοῦσε. Κάποτε, ποὺ γύρισε ἡ θείτσα νὰ ἰδῆ τί κάνει ὁ Πετράκης, τὸν ρώτησε:

- Τί κάνεις αὐτοῦ, Πετράκη;

Ὁ Πετράκης, ποὺ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἦταν σκυμμένος, σηκώθηκε  σοβαρὸς καὶ κοίταξε τὴ Θείτσα. Ὕστερα στήριξε τὸ φτυάρι καὶ σταύρωσε τὰ παχουλά του χεράκια ἐπάνω στὸ χέρι τοῦ φτυαριοῦ. Ἔτσι εἶδε νὰ κάνη ὁ περιβολάρης στὸν κῆπο τους, ἅμα ἤθελε νὰ ξεκουραστῆ.

- ῎Εχω πάρα πολλὴ δουλειά, ἀποκρίθηκε στὴ θείτσα του ὁ Πετράκης. Χτίζω ἕνα κάστρο.

Ἡ θείτσα χαμογέλασε καὶ ξανάπιασε τὸ ἐργόχειρό της. Ὁ Πετράκης ἔσκυψε κι αὐτὸς καὶ ξανάρχισε τὴ δουλειά του.

Σε λίγο ἕνας μεγάλος σκύλος ἔτρεχε κι ἔπαιζε ἐπάνω στὴν ἀμμουδιά. Καθὼς ἔτρεχε, πήδησε ἐπάνω ἀπὸ τὸ ἀμμουδένιο κάστρο τοῦ Πετράκη καὶ τὸ γκρέμισε.

skilos ammoydia

Ὁ Πετράκης ἦταν λίγο παραπέρα, σκυμμένος, γιὰ νὰ γεμίση τὸ κουβαδάκι του μὲ ἄμμο. Ξαφνικὰ γύρισε καὶ εἶδε, πὼς ὁ σκύλος τοῦ χάλασε τὸ κάστρο του κι ἔβαλε τὰ κλάματα.

῎Ετρεξε τότε κοντὰ ὁ κύριος τοῦ σκύλου καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἡσυχάση τὸν Πετράκη. Κοίταξε νὰ τὸν φιλιώση μὲ τὸ σκύλο του, μὰ ὁ Πετράκης δὲν ἄκουε τίποτα. Ἦταν θυμωμένος.

- Δὲ σᾶς θέλω! Φύγετε! Δὲν παίζω μαζί σας! Φώναξε στὸν σκύλο καὶ στὸν κύριό του.

Θύμωσε ὁ Πετράκης κι ἔχασε τὴ χαρά του. Ἄφησε ἀτελείωτο τὸ κάστρο του καὶ πῆγε και κάθισε κοντὰ στὴ θείτσα του. Ἡ θείτσα τότε γιὰ νὰ τὸν παρηγορήση, ἔβγαλε ἕνα κουλούρι ἀπὸ τὴν τσάντα της καὶ τοῦ τόδωσε.

Ὁ Πετράκης, καθὼς ἔτρωγε τώρα τὸ γλυκὸ κουλουράκι του, ξέχασε τὸ κάστρο του. Μάλιστα   ξέχασε νὰ μαζέψη καὶ τὰ ἐργαλεῖα του. Ὅταν τελείωσε τὸ κουλουράκι του, ἦταν πάλι χαρούμενος καὶ μιλοῦσε μὲ τὴ θείτσα του. Τὴ ρωτοῦσε γιὰ τὸν Κοντορεβιθούλη καὶ γύρευε νὰ μάθη πόσο μεγάλος θά ἦταν τώρα, ἂν παντρεύτηκε κι ἂν ἔκαμε παιδάκια.

Ἔτσι, καθὼς μιλοῦσε ὁ Πετράκης γιὰ τὸν Κοντορεβιθούλη, πέρασε ἀρκετὴ ὥρα. Στὸ μεταξὺ ἡ θάλασσα φούσκωσε, τὰ κυματάκια ἔγιναν μεγάλα κύματα κι ἀνέβαιναν παραμέσα στὴν ἀμμουδιά. Τὸ πρόσεξε αὐτὸ ὁ Πετράκης καὶ θυμήθηκε τὰ ἐργαλεῖα του. Μὰ ἦταν ἀργά.

Τὸ φτυαράκι του κολυμποῦσε τώρα μέσα στὴ θάλασσα.

- Τὸ φτυάρι μου! Θέλω τὸ φτυάρι μου! Ξεφώνιζε μὲ κλάματα ὁ Πετράκης.

Τ’ ἄκουσε αὐτὸ ὁ κύριος, ποὺ εἶχε τὸ σκύλο και φώναξε:

- Ἴσα, Ἀράπη! Πιάσ’ το Ἀράπη καὶ φέρ’ το! Ὁ Ἀράπης - ἔτσι ἦταν τὸ ὄνομα τοῦ σκύλου - δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ τοῦ τὸ ποῦν δυὸ φορές. Ἔδωσε μιὰ βουτιὰ στὸ νερὸ, ἅρπαξε τὸ φτυαράκι μὲ τὸ στόμα του καὶ τὸ ἔβγαλε ἔξω. Μ’ ἕνα νόημα, ποὺ τοῦ ἔκαμε τότε ὁ κύριός του, τὸ ἄφησε ἐμπρὸς στὰ πὸδια τοῦ Πετράκη.

skilos ftyari

Ὁ Πετράκης, γεμάτος χαρὰ τώρα, ἀγκάλιασε τὸ βρεγμένο Ἀράπη ἀπὸ τὸ λαιμὸ καὶ τοῦ εἶπε:

- Τί καλὸς σκύλος ποὺ εἶσαι! Πόσο σ’ ἀγαπῶ! Σ’ εὐχαριστῶ, ποὺ μούφερες τὸ φτυάρι μου.

Ὁ Ἀράπης ἔβγαλε τὴ γλωσσάρα του κι ἔγλιψε τὸν Πετράκη στ’ αὐτί. Μὰ αὐτὸ γαργάλισε τόσο πολὺ τὸν Πετράκη, ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ κρατήση τὰ γέλια.

Ὁ Πετράκης κι ὁ Ἀράπης ἔγιναν φίλοι. Ἀπὸ τότε ὁ Πετράκης δὲν παίζει μοναχός του στὴν ἀμμουδιά.῎Εχει σύντροφο τὸν Ἀράπη. Δὲν ἔχει παρὰ νὰ τοῦ σφυρίξη μὲ τὴ σφυρίχτρα του. Ὁ Ἀράπης τρέχει ἀμέσως κι ἀρχίζουν μαζὶ τὰ τρελὰ παιγνίδια. Καμιὰ φορὰ μονάχα ὁ Πετράκης μαλώνει τὸν Ἀράπη, γιατὶ μὲ τοὺς πὴδους του τοῦ γκρεμίζει πρόωρα τὰ ἀμμουδένια κάστρα του.

Πηγή  : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1948