Μιὰ καλοκαιριάτικη ἡμέρα ὁ κὺρ - Δημήτρης ἐξύπνησε τὸν Κωστάκη καὶ τὴν Ἑλενίτσα πολὺ πρωΐ καὶ οἱ τρεῖς τους  ἀνέβηκαν σιγὰ στὸ βουνό. Ἐκεῖ τοὺς εἶχε καλέσει στὴ στάνη του νὰ τοὺς φιλοξενήσῃ ὁ μπάρμπα - Χρῖστος, ὁ  ξακουσμένος πρωτοτσέλιγγας.

Πόσο εὐχάριστη ἦτο ἐκείνη ἡ διαδρομή! Ἐπερνοῦσαν ἀνάμεσα ἀπὸ πανύψηλα ἔλατα καὶ ἀπὸ καταπράσινες  λαγκαδιές. Ἀπὸ τὰ τρυφερὰ βλαστάρια τῶν θάμνων ἐστάλαζε ἡ πρωϊνὴ δροσιά. Τὰ κουδούνια τῶν προβάτων μαζὶ μὲ τὸ κελάδημα τῶν πουλιῶν ἐταίριαζαν μιὰ ὑπέροχη καὶ εὐχάριστη μουσική.

Ὁ τσέλιγγας, μαζὶ μὲ τὴ χαριτωμένη κόρη του, τὴ Διαμάντω, ἐπερίμεναν πιὸ πέρα ἀπὸ τὴ στάνη τοὺς καλεσμένους,  γιὰ νὰ τοὺς προφυλάξουν ἀπὸ τὰ τσοπανόσκυλλα.

― Καλῶς τους, εἶπε ὁ μπάρμπα - Χρῖστος, ὅταν εἶδε τὸν κὺρ - Δημήτρη καὶ τὰ παιδιὰ νὰ πλησιάζουν.

― Καλῶς σᾶς βρήκαμε, ἀπάντησε ὁ κὺρ - Δημήτρης.

― Μὲ δροσιὰ ἤρθατε. Φαίνεται ἐξύπνησαν γρήγορα τὰ παιδιά, συνέχισε ὁ μπάρμπα - Χρῖστος.

― Ἐξυπνήσαμε πολὺ πρωΐ, ἀπάντησαν μὲ μιὰ φωνὴ τὰ παιδιά.

Ὁ μπάρμπα - Χρῖστος ἐπῆρε στὴν ἀγκαλιά του τὸν Κωστάκη, ἡ Διαμάντω ἐπῆρε τὴν Ἑλενίτσα καὶ ὅλοι μαζὶ ἐβάδιζαν  γιὰ τὶς καλύβες.

― Μέεεε! μέεε! μέ! ἀκούοντο τὰ βελάσματα τῶν προβάτων, ποὺ ἔβοσκαν στὰ γῦρο λειβάδια.

Κάθε τσοπάνης, ἀκουμπισμένος στὴν ἀγκλίτσα του, ἐφύλαγε ἕνα κοπάδι πρόβατα. Τὸν ἐβοηθοῦσε καὶ ἕνας μεγάλος  σκύλλος.

― Χούμ! χούμ! χούμ! ἀντηχοῦσαν οἱ βραχνὲς φωνὲς τῶν σκύλλων ἀπὸ τὶς ραχοῦλες καὶ τὰ ψηλώματα.

Μακριὰ ἀκούεται ἡ γλυκειὰ φλογέρα κάποιου τσοπάνη, ποὺ τὴ συνώδευαν ταιριασμένα τὰ ἁρμονικὰ κουδούνια τῶν προβάτων.

Πλησιάζουν τώρα στὶς καλύβες. Σὲ μιὰ πεδιάδα εἶναι μερικὲς πέτρινες στροῦγκες. Ἐκεῖ οἱ τσοπάνηδες ἀρμέγουν τὰ πρόβατα καὶ γεμίζουν κάτι μεγάλους κάδους, ποὺ τὶς λέγουν καρδάρες, μὲ τὸ παχύτατο γάλα.

Ἀπὸ μιὰ μεγάλη καλύβα βγαίνει μιὰ καθαροντυμένη νοικοκυρά, πρόσχαρη καὶ γεμάτη καλωσύνη.

― Καλῶς ὡρίσατε..., εἶπε ντροπαλὰ καὶ ἐχαιρέτησε τὸν κὺρ - Δημήτρη, ἐφίλησε τὸν Κωστάκη καὶ τὴν Ἑλενίτσα καὶ ὅλοι μαζὶ ἐμπῆκαν σὲ μιὰ εὐρύχωρη καλύβα.

Ἦτο κατακάθαρη καὶ ἔλαμπε ἀπὸ νοικοκυροσύνη. Μαλακὲς μάλλινες κουβέρτες μὲ ὡραῖα χρώματα ἦσαν στρωμένες. Ἐκεῖ ἐξεκουράσθηκαν, ἔφαγαν καὶ ἐκοιμήθηκαν τὸ μεσημέρι.

Τὸ ἀπόγευμα ἐπεσκέφθηκαν τὸ «Τυροκομεῖο». Ἦτο ἕνα πολὺ μεγάλο ἰσόγειο σπίτι, ποὺ ἐχρησίμευε καὶ γιὰ ἀποθήκη  τῆς στάνης. Σὲ δυὸ μεγάλα καζάνια ἔβραζαν τὸ γάλα καὶ τὸ ἀνακάτευαν μὲ μεγάλες ξύλινες κουτάλες. Ἔπειτα τὸ  ἔπηζαν τυρί. Τὸ ἔβαζαν σὲ μεγάλα τυρόπανα καὶ τὸ ἐκρεμοῦσαν γιὰ νὰ στραγγίσῃ τὸ νερό. Τὸ νερὸ ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ τυρὶ τὸ ἔβραζαν καὶ ἔβγαζαν ἀπὸ αὐτὸ τὴ μυζήθρα.

Πιὸ πέρα, μέσα σ’ ἕνα κάδο στενὸ καὶ ψηλό, ἐκτυποῦσαν μ’ ἕνα ξύλο μακρὺ τὸ γάλα, ποὺ ἦτο μέσα, καὶ ἔβγαζαν τὸ  βούτυρο. Πιὸ πέρα ἔπηζαν τὸ γιαούρτι.

Τὰ παιδιὰ ἐχόρτασαν ἀπὸ φρέοκο τυρί, ἀπὸ φρέσκη μυζήθρα καὶ ἀπὸ βουνήσιο γιαούρτι.

— Εὐλογία Θεοῦ εἶναι, παιδιά, τὰ πρόβατα, εἶπε ὁ κὺρ - Δημήτρης. Μᾶς δίδουν τὸ γάλα, τὸ τυρί, τὸ βούτυρο, τὸ  μαλλί, τὸ κρέας, τὰ δέρματα, τὸ λίπασμα.

— Θησαυρὸς εἶναι, συμπλήρωσε ὁ τσέλιγγας. Τὰ ἔχει εὐλογήσει ὁ Θεός. Δοξασμένο νὰ εἶναι τὸ ὄνομά Του. Τὸ  βραδάκι ὁ κὺρ - Δημήτρης καὶ τὰ παιδιὰ ἀπεχαιρέτησαν τὸν φιλόξενον τσέλιγγα, τὴν καλὴ καὶ φιλόξενη γυναικούλα  του καὶ τὴ χαριτωμένη κορούλα του, τὴ Διαμάντω, καὶ ἐγύρισαν στὰ σπίτια τους.

Πηγή  : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955