1. Ὁ θεῖος ὁ Κωστὴς ἦταν περίφημος φαγάς. Ὄχι πῶς ἔτρωγε πολὺ ὁ ἄνθρωπος. Ἀγαποῦσε ὅμως τὰ ὡραῖα καὶ ἐκλεκτὰ φαγώσιμα. Κι ἐπειδὴ ἦταν γιατρὸς στὸ πολεμικὸ ναυτικὸ καὶ ταξίδευε συχνά, ἔφερνε κάθε φορὰ ἀπὸ τὰ ταξίδια του ὅλα τὰ καλά. Στὸ σπίτι του ἔβρισκε κανείς ὅ,τι μποροῦσε νὰ ἐπιθυμήση.
Ὁ θεῖος δὲν εἶχε οἰκογένεια δική του. Ζοῦσε μὲ μιὰ γριὰ αδερφή του. Μὰ ἀπὸ τὸ σπίτι του δὲν ἔλειπαν ποτὲ οἱ καλεσμένοι. Δὲν μποροῦσε ποτὲ νὰ φάη μόνος του. Ἤθελε τὰ ἐκλεκτά του πράματα νὰ τὰ χαίρωνται καὶ ἄλλοι. Καὶ κάθε μεσημέρι καὶ κάθε βράδυ ἔφερνε πάντα δυὸ τρεῖς φίλους μαζὶ του.
-᾽Ελᾶτε νὰ φᾶμε μαζί, τοὺς ἔλεγε. Δὲν ἔχω καμιὰ προετοιμασία. Θὰ φᾶμε ὅ,τι βρίσκεται.
Μὰ οἱ φίλοι του ἤξεραν, πὼς τὸ «ὅ,τι βρίσκεται» τοῦ θείου Κωστῆ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ βρῆ κανεὶς οὔτε στὸ πλουσιώτερο προετοιμασμένο γεῦμα.
Συχνὰ τὶς Κυριακές, ποὺ δὲν εἴχαμε σχολεῖο, μᾶς ἔπαιρνε κι ἐμᾶς τὰ παιδιὰ στὸ σπίτι του καὶ μᾶς ἔκανε τραπέζι. Τί χαρὰ ποὺ εἴχαμε, νὰ πᾶμε στοῦ θείου! Γιατὶ δὲν εἶχε μόνο ὡραῖα φαγώσιμα καὶ γλυκά, ἀλλὰ μᾶς ἔλεγε καὶ ὡραῖες ἱστορίες ἀπὸ τὰ ταξίδια του.
2. Ὅταν καθώμαστε στὸ τραπέζι, εἴχαμε περιέργεια νὰ ἰδοῦμε τί θὰ μᾶς παρουσιάση ἐκείνη τὴ μέρα ὁ θεῖος. Κι ὁ θεῖος ἄρχιζε:
-Πρῶτα παιδιά μου, θὰ σᾶς βγάλω λίγο αὐγοτάραχο τοῦ Μεσολογγίου, λίγες ἐλιὲς τῶν Καλαμῶν καὶ λίγη κοπανιστὴ τῆς Μυκόνου· γιὰ ν’ ἀνοίξη ἡ ὄρεξή σας.
Κάθε πράμα μᾶς τόλεγε μὲ τὴν πατρίδα του. Καὶ μᾶς ἐξηγοῦσε, ὅτι κάθε τόπος στὴν πατρίδα μας βγάζει κι ἀπὸ ἕνα ἢ περισσότερα ἐκλεκτὰ πράματα. Ἀλλοῦ βγαίνουν βραστερὰ ὄσπρια, ἀλλοῦ ἐκλεκτὸ λάδι, ἀλλοῦ καλὸ κρασί, ἀλλοῦ ὡραῖα τυριὰ καὶ ἀλλοῦ πάλι ἄλλα.
Κι ἀφοῦ παίρναμε τὰ ὀρεκτικὰ μας, μᾶς ἔλεγε:
-Τώρα θὰ φᾶμε σούπα ἀπὸ τραχανὰ τῆς Ἀράχοβας, ποὺ μοῦ τὸν ἔστειλε ἕνας φίλος ἀπ’ ἐκεῖ. Εἶναι ὡραία καὶ θρεπτικὴ σούπα ἀπὸ σιτάρι κοπανισμένο καὶ βουτηγμένο στὸ γάλα, ποὺ τὸ ξεραίνουν ὕστερα στὸν ἥλιο. Θὰ ἰδῆτε!
Καὶ ἦταν νοστιμώτατος ἀλήθεια ὁ τραχανὰς τῆς Ἀράχοβας. ῎Επειτα, ἐπειδὴ ἤξερε, πὼς μᾶς ἀρέσουν τὰ γλυκὰ φαγητά, μᾶς εἶχε πάντα ἢ κρέας μὲ ξερὰ δαμάσκηνα ἢ κρέας μὲ κάστανα, κατὰ τὴν ἐποχή.
-Φᾶτε, μᾶς ἔλεγε. Τὰ δαμάσκηνα εἶναι τῆς Σκοπέλου ποὺ βγάζει καὶ τὰ ὡραῖα ἀχλάδια. Κι εἶναι καλύτερα ἀπὸ τὰ ξενικά, ποὺ μᾶς φέρνουν ἐδῶ. Τὰ κάστανα εἶναι τοῦ Βόλου. Βγάζει κι ἡ Κρήτη ὡραῖα κάστανα, ἀλλὰ ἐκεῖνα εἶναι, γιὰ νὰ τρώγωνται ψητὰ στὴ θράκα.
Κι ἔπειτα μᾶς ἔβγαζε τὸ τυρί. Πόσων εἰδῶν τυριὰ δὲν ἔχει ὁ θεῖος.
-Πάρτε ὅποιο σᾶς ἀρέσει, μᾶς ἔλεγε. Σᾶς ἔχω ἐδῶ κεφαλίσιο τῆς Κρήτης, τουλουμοτύρι καὶ φορμαγέλα τοῦ Παρνασσοῦ, τυρὶ τῶν Ἀγράφων, μυζήθρα τῆς Μυτιλήνης. Δοκιμάστε λίγο ἀπ’ ὅλα.
Κι ὕστερα τὸ φροῦτο. Πόσων λογιῶν φροῦτα! ᾽Εκτὸς ἀπὸ τὰ φροῦτα τῆς ἐποχῆς μᾶς παρουσίαζε ἀφράτα ἀμύγδαλα τῆς Χίου, καρύδια ἀπὸ τὰ Τρίκαλα τῆς Ζήρειας, ποὺ ἔσπαζαν μὲ τὰ δάχτυλα, σύκα τῆς Κύμης καὶ τῶν Καλαμῶν, σταφίδα σουλτανίνα τῆς Κορίνθου καὶ μαύρη τοῦ Αἰγίου. Εἴχαμε μάθει κι ἐμεῖς τὴν καταγωγή τους.
-Νὰ καὶ τὸ μέλι τοῦ ῾Υμηττοῦ, μᾶς ἔλεγε, ποὺ μυρίζει θυ- μάρι! Ἄν θέλετε, φᾶτε το, μὲ τὰ καρύδια σας. Λιγάκι ὅμως ἀπ’ ὅλα, νὰ μὴ στομαχιάσετε.
Μὰ δὲ στομαχιάζαμε ποτὲ. Γιατί ὁ θεῖος φρόντιζε νὰ παίρνωμε λίγο ἀπ’ ὅλα. ῎Επειτα ὅλα του τὰ φαγητὰ ἦταν μαγειρεμένα μὲ εκλεκτὰ ὑλικά.
-Φᾶτε ἄφοβα, μᾶς ἔλεγε. Τὸ βούτυρο εἶναι ἀνόθευτο ἀπὸ τὰ Γιάννενα καὶ μοῦ τὸ στέλνουν κατευθείαν ἀπὸ τὴ στάνη. Τὸ λάδι τῆς σαλάτας εἶναι ἀπὸ τὴν Κέρκυρα κι ἀπὸ τὰ καλύτερα. Πάρτε κι ἕνα δάχτυλο γλυκὸ κρασὶ τῆς Σαντορίνης νὰ πιῆτε στὴ ὑγειὰ μου. Δὲ σᾶς βλάπτει.
Καὶ μᾶς ἔβαζε ἀπ’ ὅλα μόνος του. ῾Ως καὶ τὸ λεμόνι ἀκόμα μᾶς ἔστυβε στὸ φαΐ μας.
-῾Ωραῖα τὰ λεμόνια τοῦ Πόρου, ἔλεγε. Ὅλο ζουμὶ καὶ ἄρωμα.
Καὶ ψωμὶ εἶχε πάντα μαῦρο, σιταρένιο. Σὰ γιατρός, ἔλεγε, πὼς εἶναι πιὸ καλὸ γιὰ τὴν ὑγεία ἀπὸ τὸ ἄσπρο. Τούστελνε ταχτικὰ μ’ ἕναν καμαρότο τῶν βαποριῶν μιὰ κουμπάρα του ἀπὸ τὴ Θεσσαλία.
3. Τὶ δὲν τρώγαμε τέλος πάντων στοῦ θείου Κωστῆ. Καὶ σὰ νὰ μὴν ἔφταναν ὅλ’ αὐτὰ τὰ καλά, ποὺ μᾶς ἔδινε, μᾶς ἔλεγε:
-Νάχαμε καὶ βιδελάκι τῆς Τήνου! Εἶναι νοστιμώτατο. Νάχαμε καὶ πετάλια παστὰ ἀπὸ τὴ λιμνοθάλασσα τοῦ Μεσολογγίου! Νάχαμε καὶ λίγο χέλι ἀπὸ τὴ λίμνη τῶν Ἰωαννίνων! Βαρὺ εἶναι, δὲ σᾶς λέω, ἀλλὰ εἶναι νοστιμώτατο στὴ σούβλα, ψημένο μὲ φύλλα δάφνης ἀνάμεσα. Νάχαμε καὶ κανένα πεπόνι τοῦ Ἄργους...
Ὅλο «νάχαμε» καὶ «νάχαμε» ὁ φαγὰς ὁ θεῖος.
Κι ὃταν ἀποτρώγαμε, ἐκεῖνος ἄναβε ἕνα τσιγαράκι ἀπὸ
μυρωδάτο καπνὸ τῆς Ξάνθης καὶ τῆς Καβάλλας -καπνὸ τοῦ Ἀγρινίου κάπνιζε τὶς ἄλλες ὧρες- καὶ μᾶς ἔλεγε ἱστορίες απὸ τὰ ταξίδια του.
-Μὰ ποῦ εἶναι ὅλα αὐτὰ τὰ μέρη, ποὺ μᾶς λές, θεῖε, καὶ ποὺ κάνουν τόσα ὡραῖα πράματα; τὸν ρωτούσαμε.
-Φέρτε τὸν χάρτη, μᾶς ἔλεγε, νὰ τὰ βροῦμε.
Φέρναμε τὸ χάρτη τῆς ῾Ελλάδας καὶ βρίσκαμε ὅλα τὰ μέρη. Καὶ κάθε φορὰ ποὺ μᾶς ἔκανε τραπέζι, βρίσκαμε ἄλλα.
Ὁ καημένος ὁ θεῖος Κωστής. Τώρα δὲν τρώει πιά. Πέθανε. Μὰ ἐμεῖς δὲν τὸν ξεχνοῦμε ποτέ. Δὲν καλοτρώγαμε μόνο στὸ σπίτι του. Μάθαμε τρώγοντας καὶ τὴ Γεωγραφία τῆς Ἑλλάδας.
Πηγή : Αναγνωστικό Δ' Δημοτικού 1946