- Ἐγὼ ἐπῆγα στὰ χωράφια τοῦ γαμβροῦ μου, εἶπεν ὁ Πάρις. Αὐτὰ εἶναι πολὺ μακριά. Εἶναι πέρα στὴν ἐξοχή. Ἐκεῖ μόνο χωράφια εἶναι.
- Καὶ τί εἶδες ἐκεῖ, ποὺ ἐπῆγες, Πάρι; ἐρώτησαν τὰ παιδιά.
-Εἶδα θεριστὰς νὰ θερίζουν σιτάρι καὶ νὰ δένουν δεμάτια, Εἶδα καὶ μεγάλες θημωνιές. Καὶ ξέρετε πόσο μεγάλες; Σὰν σπίτια.
- Πωπώ! ἐφώναξαν τὰ παιδιά! Μὰ εἶναι τόσο μεγάλες θημωνιές;
- Δίκιο ἔχει, παιδιά, ὁ Πάρις. ‘Υπάρχουν καὶ θημωνιὲς μεγάλες σὰν σπίτια, ἐβεβαίωσεν ὁ δάσκαλος.
- Μιὰ ἧμέρα εἶδα καὶ νὰ ἁλωνίζουν, συνέχισε ὁ Πάρις. Ἦταν πολὺ ζεστη ἡ ημέρα ἐκείνη. Ὁ ἱδρῶτας μᾶς ἔλουζε. Οἱ ἐργάτες ὑπέφεραν πολύ.
- Δὲν βαστάω ἄλλο ἀπὸ τὴ ζέστη, εἶπα στὸ γαμβρό μου. Κι ἐπῆγα κι ἐκάθισα κάτω ἀπὸ ἕνα μεγάλο πλατάνι.
- Καλά, ποὺ εὑρέθηκε, Πάρι, τὸ εὐλογημένο δένδρο. Ἄν δὲν ἦταν, τί θὰ ἔκανες;
- Κι ἐγὼ δὲν ξέρω, κύριε, τί θὰ ἔκανα. Τόση μεγάλη ζέστη δὲν εἶχα δοκιμάσει ποτέ. - Σκεφθῆτε παιδιά ἐσυνέχισεν ὁ δάσκαλος, τί δοκιμάζουν οἱ γεωργοὶ ἀπὸ τὴ ζέστη. Καὶ σκεφθῆτε καὶ τὰ παιδάκια τους. Πόσο τὰ καημένα θὰ ὑποφέρουν, ὅταν ἐργάζωνται μαζί τους! Ἄς εὐχαριστοῦμε τοὺς καλοὺς γεωργούς, ποὺ τόσο κοπιάζουν, γιὰ νὰ μᾶς δώσουν τὸ ψωμί μας.
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963