Σὰν ἕνα πελώριο πουλί, μὲ ἀνοικτὲς τὶς γυαλιστερές του φτεροῦγες στὸν ἥλιο, ἐπετοῦσε ἕνα ἀεροπλάνο στὸν ἀέρα, ἕνα μεσημέρι ἐπάνω ἀπὸ τὸ Χωριό.

Ὁ κόσμος ἐβγῆκε στὶς θύρες καὶ στὰ παράθυρα καὶ μὲ μανδήλια τὸ ἐχαιρετοῦσε.

Ἀσφαλῶς κάποιο τολμηρὸ Ἑλληνόπουλο τὸ ὡδηγοῦσε μὲ χέρι σταθερό, ποὺ μποροῦσε καὶ νὰ τὸ χαμηλώνῃ ὥς στὴν κορφὴ τοῦ πιὸ ψηλοῦ καμπαναριοῦ κι ὕστερα νὰ τὸ ἀνεβάζῃ ψηλά. Τόσο ψηλά, ποὺ μόλις νὰ φαίνεται, σὰν ἕνα σημάδι στὸν οὐρανό.

— Τὸ ἀεροπλάνο ἔχει καταργήσει πιὰ τὴν ἀπόστασι, εἶπε ὁ κὺρ - Πέτρος στὸν πατέρα του, ποὺ ἦτο καθισμένος στὸν ἥλιο.

Ὁ κὺρ - Πέτρος εἶχε ταξιδεύσει πολλὲς φορὲς μὲ ἀεροπλάνο καὶ ἤξευρε τί ἔλεγε. Ἀπὸ ψηλὰ οἱ πεδιάδες καὶ οἱ κοιλάδες φαίνονται σὰν ἕνα πολύχρωμο χαλί, ποὺ τὸ στολίζουν ἀπ’ ἐδῶ τὰ δάση μὲ βαθυπράσινο χρῶμα καὶ ἀπ’ ἐκεῖ τὰ  ποτάμια μ’ ἀσημένια σειρήτια.

— Τὴν πιὸ μεγάλη πόλι, ἐξακολούθησε ὁ κὺρ - Πέτρος, τὴν περνᾷ τὸ ἀεροπλάνο γιὰ μιὰ στιγμή. Κι ἐνῷ γιὰ νὰ πᾷς ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ στὴν Κέρκυρα θέλεις εἴκοσι δυὸ ὦρες μὲ τὸ πλοῖο, μὲ τὸ ἀεροπλάνο πᾷς γιὰ μιάμιση ὥρα ἀπὸ τὴν  Ἀθήνα. Ἔτσι γρήγορα πᾷς καὶ στὰ Ἰωάννινα, στὴ Θεσσαλονίκη, στὴν Κρήτη, στὴ Ρόδο καὶ σ’ ἄλλες πόλεις τῆς  πατρίδος μας, Τὸ ἀεροπλάνο ἐξυπηρετεῖ σπουδαῖα τὶς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου.

— Ἀπὸ τὰ παλιὰ χρόνια εἶχε ὁ ἄνθρωπος τὴ φλογερὴ ἐπιθυμία νὰ πετάξῃ στὸν ἀέρα, εἶπε ὁ Κωστάκης.

Καὶ διηγήθηκε τότε στὸν παπποῦ τὸ μῦθο, ποὺ ἄκουσε κάποτε στὸ σχολεῖο, γιὰ τὸ Δαίδαλο καὶ τὸν Ἴκαρο.

Πηγή  : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955