1. ῾Ο ρωμαϊκὸς στρατὸς τὸ 87 π.Χ. εἶχε κυριέψει τὴν Ἀθήνα. ῾Η ὡραία πόλη καταστράφηκε κι οἱ Ἀθηναῖοι ἔγιναν δοῦλοι τῶν Ρωμαίων. Οἱ κατακτητὲς μοίρασαν ἀναμεταξύ τους τοὺς κατοίκους καὶ τὰ λάφυρα, ποὺ σωρεύτηκαν ἀπὸ τὴ διαρπαγή.
῾Ο Ρωμαῖος στρατηγός, ποὺ ἀνέλαβε νὰ μοιράση τὰ παιδιά, θέλησε νὰ δοκιμάση τὴν ἐξυπνάδα τους, μὲ τὸ σκοπὸ νὰ κρατήση τὰ πιὸ ἔξυπνα γιὰ τοὺς δικούς του ἀξιωματικούς.
Πρόσταξε λοιπὸν τὰ παιδιὰ νὰ γράψη τὸ καθένα ἐπάνω στὸ πινακίδιό του ὅ,τι ἤθελε.
῞Υστερα ὁ ἴδιος ὁ στρατηγός, ἐξετάζοντας ὅ,τι ἔγραψαν, διάβασε ἐπάνω στὸ πινακίδιο ἑνὸς μικροῦ Ἀθηναίου τοὺς παρακάτω στίχους τοῦ Ὁμήρου:
«Καλότυχος καὶ τρισκαλότυχος ἐκεῖνος, ποὺ ἔπεσε πολεμώντας κάτω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς Τροίας! Αὐτὸς δὲν εἶδε τὴν καταστροφὴ τῆς πατρίδας του» .
2. ῾Ο στρατηγὸς γεμάτος κατάπληξη, ἀλλὰ καὶ συγκινημένος, πρόσταξε νὰ φέρουν τὸ παιδὶ μπροστά του.
Τὸ παιδὶ παρουσιάστηκε ἀτάραχο. Στὸ πρόσωπό του ἦταν ζωγραφισμένη ἡ θλίψη, ἀλλὰ περισσότερο ἡ περηφάνια. Ἔδειχνε, πὼς ἦταν ἀποφασισμένο ν’ ἀντικρίση ἤρεμο τὴν τιμωρία, ποὺ τὸ περίμενε.
Ὁ στρατηγὸς ἀτένισε γιὰ μιὰ στιγμὴ σιωπηλὸς τὸ μικρὸ Ἀθηναῖο κι ὕστερα, πιάνοντάς του μὲ καλοσύνη τὸ χέρι, τοῦ λέει:
-Εσὺ ποὺ ξέρεις ν’ ἀγαπᾶς τὴν πατρίδα σου, ἀκόμα καὶ καταστραμμένη, εἶσαι ἄξιος, νὰ ζήσης ἐλεύθερος. Μεῖνε στὴν πατρίδα σου, παιδί μου.
Πηγή : Αναγνωστικό Δ' Δημοτικού 1946