kopadi provata

Κάποια ἡμέρα ἐπῆγαν πάλι τὰ παιδιὰ στὴν ἐξοχὴ καὶ εἶδαν ἕνα κοπάδι πρόβατα. Ἔτρωγαν τρυφερὸ χορτάρι. Τρίγκ, τρίγκ, ἀκούονταν τὰ κουδούνια τους.

Ὁ βοσκὸς ἐστεκόταν καὶ τὰ ἐφύλαγε. Κοντά του ἐστέκονταν καὶ δυὸ σκυλιά.

- Τί μεγάλοι σκύλοι! εἶπαν μερικὰ παιδιά!

- Τέτοιοι χρειάζονται γιὰ τὸ κοπάδι, εἶπεν ἕνα ἄλλο παιδί. Ἐδῶ στὸ δάσος βγαίνουν καὶ λύκοι. Ἄν εἶναι μικρὰ τὰ σκυλιὰ,  δὲν τὰ φοβοῦνται.

Τὴν ὥρα ἐκείνη ἔλαβε τὸ λόγο ἕνα ξανθὸ παιδί, ὁ Τάσος.

- Τὸ κοπάδι αὐτό, εἶπε, εἶναι δικό μας. Αὐτός, ποὺ τὸ φυλάει, εἶναι ὁ πατέρας μου. Τὰ σκυλιά, ποὺ βλέπετε, εἶναι ἀπὸ  τὰ καλύτερα, ποὺ ἔχουν ἐδῶ οἱ τσοπάνηδες. Καὶ μοναχά τους ἂν μείνουν στὸ κοπάδι, πάλι εἶναι ἄξια νὰ τὸ  φυλάξουν. Ὁ πατέρας μου μὲ τίποτα δὲν ἀλλάζει αὐτὰ τὰ σκυλιά.

- Ἀφοῦ ἔχετε ἐδῶ κοπάδι, γιατί, Τάσο, μένεις στὸ χωριὸ καὶ δὲν μένεις κοντὰ στὸν πατέρα σου; ἐρώτησεν ἡ Φανούλα.

- Γιατὶ ἐδῶ δὲν ὑπάρχει σχολεῖο. Γι’ αὐτὸ ὁ πατέρας μου ἀναγκάσθηκε νὰ μᾶς κατεβάσῃ
μὲ τὴν ἀδελφή μου στὸ χωριό, γιὰ νὰ μάθωμε γράμματα. Μιὰ ποὺ δὲν ξέρει ἐκεῖνος, θέλει νὰ μάθωμε ἐμεῖς.

- Τότε ἐσύ, Τάσο, θὰ ξέρῃς νὰ μᾶς εἰπῇς, ἂν εἶναι λύκοι ἐδῶ, ἐζήτησε νὰ μάθῃ ἕνας μαθητής.

- Εἶναι καὶ παρὰ εἷναι, εἶπεν ὁ Τάσος. Τὸ δάσος τῆς Παναγίτσας εἶναι πυκνὸ καὶ εἶναι εὔκολο νὰ κρυφθοῦν λύκοι. Κάθε τόσο κάνουν ζημιὲς στὰ γίδια καὶ στὰ πρόβατα.

- Στὸ δικό σας κοπάδι κάνουν; ἐρώτησεν ὁ Σταῦρος.

- Στὸ δικό μας δὲν πλησιάζουν. Τὸν ἕνα μας τὸν σκύλο, τὸν Καψάλη, τὸν φοβοῦνται πολύ.

Ἔχει πολλὲς φορὲς παλέψει μὲ λύκους καὶ τοὺς ἐνίκησε. Τὰ στήθια του εἶναι γεμᾶτα ἀπὸ δαγκωματιὲς τῶν λύκων. 

Ἔπειτα, ὁ πατέρας μου ποτὲ δὲν ἀφήνει τὸ κοπάδι μονᾳχό. Πρὶν φωτίσῃ, τὸ βγάζει μόνος του στὴ βοσκή. Ἅμα γέρνῃ ὁ ἥλιος, τὸ φέρνει πάλι στὴ στάνη.

Ξέρει τὰ ἀρνάκια μας ἕνα - ἕνα. Τὰ ἀγαπᾷ σὰν παιδάκια του.

Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963