Μὰ τὸ ὡραιότερο παιγνίδι τὸ ἔχει ὁ Τάσος. Ἔχει ἕνα μαγικὸ καράβι. Αὐτὸ εἶναι ἕνα αὐγό, ποὺ δὲν βουλιάζει ποτέ.
- Ὅποιος κατορθώσῃ καὶ κάμῃ τὸ αὐγὸ νὰ μείνῃ στὸν πάτο θὰ τοῦ τὸ χαρίσω, λέγει ὁ Τάσος.
Ὅλα τὰ παιδιὰ ἐδοκίμασαν. Ὅλα τὸ ἐπῆραν καὶ τὸ ἐβύθισαν στὸ νερό. Μόλις ὅμως τὸ ἄφηναν, τάκ! ἀνέβαινε. - Ἀλήθεια, εἶναι μαγικό, Κάποια δύναμι ἔχει, ποὺ τὸ σπρώχνει ἐπάνω, παρετήρησαν τὰ παιδιά.
- Σὲ λίγο θὰ ἔχωμε κι ἐμεῖς ἀπὸ ἕνα καράβι μαγικό, εἶπαν ὁ Βασίλης μὲ τὸ Δημητρό.
Καὶ νά! ἔφεραν ἀπὸ τὸ σπίτι τους ἀπὸ ἕνα αὐγό.
Ἀλλά, ὅταν τὰ ἔβαλαν στὸ νερό, ἐπῆγαν στὸν πάτο. Πῶς ὅμως τ’ αὐγὸ τοῦ Τάκη πλέει; Αὐτὸ εἶναι περίεργο.
῾Ο Τάκης εἶναι παιδὶ καλόψυχο. Ὅ,τι βρίσκει μὲ τὸ νοῦ του δὲν τὸ κρύβει. Ἀγαπᾷ νὰ τὸ μαθαίνουν καὶ τ’ ἄλλα παιδιά.
- Ἐλᾶτε νὰ σᾶς εἰπῶ τὸ μυστικό μου, τοὺς λέγει. Τὸ αὐγό μου στέκεται, γιατὶ εἶναι ἐλαφρό. Εἶναι μονάχα ἡ φλούδα. Τοῦ λείπουν ὁ κρόκος καὶ τὸ ἀσπράδι. Τὸ ἐτρύπησα μὲ μιὰ καρφίτσα καὶ τὸ ἐρρούφηξα, εἶπε γελῶντας ὁ Τάκης.
Ὅποιος θέλει καράβι μαγικὸ ἂς ρουφήξῃ ἕνα αὐγό.
Δὲν ἐπέρασε πολλὴ ὥρα καὶ τὰ παιδιὰ τὸν ἐμιμήθηκαν. Πολλὰ καράβια σὲ λίγο ἀρμένιζαν ἐπάνω στὸ νερό. Ὁ Τάκης χαίρεται, ποὺ βλέπει τόσα παιδιὰ νὰ παίζουν εὐχαριστημένα.
- Χόπ! Χόπ! φωνάζουν. Καὶ καμαρώνουν τὰ καράβια τους, ποὺ ταξιδεύουν.
- Χαρὰ σὲ σᾶς, ἀγοράκια μου! ἀκούεται μιὰ γέρικη φωνή. Εἶναι ὁ γέρο - Νικολός, ποὺ ἦταν στὰ νιᾶτά του καπετάνιος ἀληθινός. Ἐχάρηκεν ὁ γέροντας, ποὺ ἔπαιζαν τὰ παιδιὰ μὲ τὸ νερὸ ἥσυχα, καὶ τοὺς εἶπε:
- Ἄμποτε νὰ σᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸςνὰ γίνετε καὶ ἀληθινοὶ καπεταναῖοι στὴ θάλασσα. Νὰ δοξάσετε τὴν Ἑλλάδα μας.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963