Μιὰ μέρα ὁ Γιαννάκης κοίταζε τὸν πατέρα του, ποὺ ἔριχνε στὸ χωράφι μὲ τὶς χοῦφτες του κάτι μικρὰ σποράκια. Τὰ σποράκια αὐτὰ ἦταν πολὺ γυαλιστερὰ καὶ ὁ Γιαννάκης ρώτησε:
- Τί κάνεις αὐτοῦ, πατεράκη;
- Νά; λινάρι σπέρνω. Θὰ μεγαλώση καὶ ἡ μητέρα θὰ σοῦ κάνη μ’ αὐτὸ πουκαμισάκια.
Ὁ Γιαννάκης δὲ μίλησε πιά. Σκεπτόταν, πὼς ποτὲ δὲν εἶδε νὰ φυτρώνουν πουκάμισα ἀπὸ τὰ χωράφια.
Ὕστερα ἀπὸ δυὸ ἑβδομάδες σκεπάστηκε τὸ χωράφι μ’ ἕνα μεταξένιο χορταράκι. Τότε σκέφτηκε ὁ Γιαννάκης:
- Τί καλὰ ποὺ θάταν, νὰ εἶχα ἕνα τέτοιο πουκαμισάκι!
Τρεῖς φορὲς πῆγαν οἱ δυὸ ἀδερφὲς τοῦ Γιαννάκη μὲ τὴ μητέρα τους καὶ καθάρισαν τὸ χωράφι ἀπὸ τ’ ἀγριόχορτα καὶ κάθε φορὰ ἔλεγαν στὸ Γιαννάκη:
- Θὰ σοῦ κάμωμε ἕνα ὡραῖο πουκαμισάκι!
Καὶ πάλι ὁ Γιαννάκης δὲ μίλησε˙ σκεπτόταν, πῶς μποροῦσαν νὰ φυτρώσουν ἀπὸ τὴ γῆ ὡραῖα πουκαμισάκια!
Πέρασαν ἀκόμη κάμποσες ἑβδομάδες. Τὸ χορταράκι φούντωνε καὶ στὴν κορυφή του φάνηκε ἕνα ὡραῖο θαλασσὶ ἀνθάκι.
- Τέτοια εἶναι τὰ μάτια τοῦ Κωστάκη μας, εἶπε με τὸ νοῦ του ὁ Γιαννάκης. Πουκαμισάκι ὅμως μὲ τέτοιο χρῶμα δὲν εἶδα νὰ φορῆ κανένας.
Ἅμα ἔπεσαν τὰ λουλούδια, στὴ θέση τους φάνηκαν πράσινα κεφαλάκια. Σὲ λίγες μέρες, ἀφοῦ τὰ κεφαλάκια πῆραν ἕνα χρῶμα σκοῦρο καὶ ξεράθηκαν λίγο, ἡ μητέρα καὶ οἱ ἀδερφὲς τοῦ Γιαννάκη ξερίζωσαν ὅλο τὸ λινάρι, τὸ ἔδεσαν μικρὰ δεματάκια καὶ τὸ ἅπλωσαν στὸ χωράφι νὰ ξεραθῆ.
Σὰν πέρασαν λίγες μέρες καὶ ξεράθηκε τὸ λινάρι ἄρχισαν νὰ κόβουν τὰ κεφαλάκια κι ὕστερα πῆραν τὰ δεματάκια μὲ τὰ κομμένα κεφαλάκια καὶ τάριξαν μέσα στὸ ποτάμι. Φρόντισαν ὅμως νὰ τὰ πλακώσουν μὲ πέτρες, γιὰ νὰ μὴν τὰ πάρη τὸ ρέμα.
Καθὼς ἔκαναν αὐτὲς τὶς δουλειὲς οἱ ἀδερφὲς τοῦ Γιαννάκη, τοῦ εἶπαν πάλι:
- Ὡραῖο πουκαμισάκι θὰ κάμης, Γιαννάκη. Μὰ καὶ πάλι ὁ Γιαννάκης δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβη, πῶς ἀπὸ τὰ δεμάτια ἐκεῖνα,ποὺ ἔβαζαν στὸ νερὸ νὰ μουσκέψουν, θὰ γινόταν τὸ πουκαμισάκι του. Στεκόταν ἀμίλητος καὶ μὲ λύπη κοίταζε τὶς ἀδερφές του, ποὺ βουτοῦσαν τὸ πουκαμισάκι του στὸ νερό.
- Ὅταν πέρασαν δυὸ ἑβδομάδες, ἔβγαλαν τὸ λινάρι ἀπὸ τὸ ποτάμι, τὸ στέγνωσαν κι ἄρχισαν νὰ τὸ χτυποῦν· πρῶτα μ’ ἕνα σανίδι στὸ ἁλώνι καὶ ὕστερα μ’ ἕνα δίκρανο στὴν αὐλή. Ἔβλεπε ὁ Γιαννάκης τότε, πὼς ἀπὸ τὸ λινάρι πετιόταν στὸν ἀέρα σὰ σκόνη τὸ πίτουρο.
Ἄφοῦ τὸ χτύπησαν καλὰ καλά, ἄρχισαν νὰ ξένουν τὸ λινάρι μ’ ἕνα σιδερένιο χτένι, ὥσπου ἔγινε μαλακὸ καὶ μεταξένιο. Καὶ πάλι τότε εἶπαν οἱ ἀδερφὲς τοῦ Γιαννάκη:
- Πολὺ ὄμορφο θὰ σοῦ γίνη τὸ πουκαμισάκι σου, Γιαννάκη.
Τότε ὁ Γιαννάκης δὲ βάσταξε καὶ εἶπε:
- Πῶς θὰ γίνη αὐτὸ πουκαμισάκι; Αὐτὸ μοιάζει μὲ τὰ μαλλάκια τοῦ Κωστάκη μας καὶ όχι μὲ πουκαμισάκι.
Οἱ ἀδερφὲς τοῦ Γιαννάκη γέλασαν καὶ δὲν τοῦ εἶπαν πιὰ τίποτε.
Ἄρχισαν οἱ μεγάλες χειμωνιάτικες βραδιές. Ἡ γιαγιὰ τοῦ Γιαννάκη πέρασε μιὰ τούφα ἀπὸ τὸ λινάρι στὴ ρόκα της κι ἄρχισε νὰ τὸ γνέθη.
Καὶ ὁ Γιαννάκης, ποὺ ἔβλεπε τὴ γιαγιά του νὰ γνέθη, σκεπτόταν:
- Αὐτὲς εἶναι κλωστές· ποῦ εἶναι τὸ πουκαμισάκι μου, ποὺ τόσον καιρὸ μοῦ λένε;
Πέρασε ὁ χειμώνας, ἡ ἄνοιξη καὶ τὸ καλοκαίρι.
Ἦρθε τὸ φθινόπωρο. Ὁ πατέρας ἔφερε στὸ σπίτι ἕναν ἀργαλειὸ καὶ τὸν ἔστησε. ῾Η γιαγιὰ πέρασε σὲ κάτι μεγάλα χτένια τὸ στημόνι καὶ ἡ μητέρα ἄρχισε νὰ περνάη γρήγορα τὴ σαΐτα ἀνάμεσα στὶς κλωστὲς ἐκεῖνες. Τότε ὁ Γιαννάκης κατάλαβε, πὼς τὸ πανὶ γίνεται ἀπὸ τὶς κλωστές.
Ὅταν ἑτοιμάστηκε τὸ πανί, τὸ ἅπλωσαν στὸ χιόνι νὰ παγώση καὶ τὴν ἄνοιξη τὸ ἅπλωσαν στὸν ἥλιο, ἐπάνω στὸ χορτάρι καὶ τὸ ράντισαν μὲ νερό. Τότε ὁ Γιαννάκης εἶδε πὼς τὸ πανὶ ἀπὸ σταχτὶ ἔγινε ἄσπρο σὰν ἀφρός.
Ἦρθε πάλι ὁ χειμώνας. ῾Η μητέρα ἔκοψε ἀπὸ τὸ πανὶ πουκάμισα καὶ οἱ ἀδερφὲς τοῦ Γιαννάκη τὰ ἔραψαν.
Τὰ Χριστούγεννα ὁ Γιαννάκης κι ὁ Κωστάκης ἔβαλαν τὰ καινούργια καὶ ἄσπρα σὰν τὸ χιόνι πουκαμισάκια τους.
Τότε ὁ Γιαννάκης, καμαρώνοντας τὸ καινούργιο του πουκαμισάκι, φώναξε:
Πόσος καιρὸς πέρασε, γιὰ νὰ γίνη τὸ πουκαμισάκι μου! Ἄν παίρναμε τὸ πανὶ ἀπὸ τὸν ἔμπορο, ποτὲ δὲ θὰ τὸ πίστευα, πὼς χρειάζεται τόσος καιρὸς καὶ τόση δουλειά, γιὰ νὰ γίνη τὸ λινάρι πανί.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1948