— Ντρίν! Ντρίν! Ντρίν! ἀντήχησε τὸ κουδούνι τοῦ τηλεφώνου. Τρέχει στὸ διάδρομο ὁ Γιῶργος καὶ παίρνει τὸ ἀκουστικό.
— Ἐμπρός! Ποιός ὁμιλεῖ, παρακαλῶ;... Ἐσὺ εἶσαι, πατέρα;... Ἐδῶ εἶναι τὰ παιδιά... Νὰ ἔλθωμε στὸ μεταξουργεῖο; Κι ἔπειτα στὸν κινηματογράφο; Ἆ! ὡραῖα... Θὰ ἔλθωμε ἀμέσως.
Ἀπὸ τὸ μεταξουργεῖο ὁ κύριος Θᾶνος εἰδοποιοῦσε τὸ Γιῶργο νὰ πάῃ μὲ τὰ παιδιὰ στὸ μεταξουργεῖο, γιὰ νὰ τὸ ἰδοῦν. Ὕστερα θὰ τοὺς ἔπαιρνε, νὰ τοὺς πάῃ ὅλους στὸν κινηματογράφο.
Ἡ Ἑλενίτσα ἐσκέφθηκε:
— Ἄλλο θαῦμα πάλι αὐτὸ τὸ τηλέφωνο! Στὴν Κοινότητά τους ἔχουν τηλέφωνο. Ἀλλὰ δὲν τὸ χρησιμοποιοῦν ὅποια ὥρα θέλουν καὶ οὔτε γιὰ μικροπράγματα. Τηλεφωνοῦν μόνο τὰ τηλεγραφήματα, ποὺ θὰ σταλοῦν στὴν πολιτεία. Ἄν ἦτο εὔκολο, θὰ ἔπαιρνε στὸ τηλέφωνο καὶ τὰ ἐξαδελφάκια της ἀπὸ τὴν Ἀθήνα.
Ὁ Γιῶργος εἶπε, πὼς ἐδῶ καὶ 30 χρόνια ὁ μεγάλος Ἰταλὸς ἐφευρέτης Γουλιέλμος Μαρκόνι ἐπέτυχε μὲ τὸ τηλέφωνο νὰ μιλοῦν οἱ ἄνθρωποι μὲ ὅλες τὶς χῶρες τῆς γῆς. Ἔτσι ἐπικοινωνοῦν μεγάλα πλοῖα, ποὺ ταξιδεύουν στὶς, μεγάλες θάλασσες, στοὺς ὠκεανούς. Κι ἂν εὑρεθοῦν σὲ κίνδυνο, καλοῦν ἄλλα πλοῖα σὲ βοήθεια, ποὺ τοὺς ἔρχεται βιαστικὴ καὶ σῴζει ἀπὸ τὸ θάνατο χιλιάδες ἀνθρώπινες ζωές.
Τὸ ἀπόγευμα ἔκαμαν ὅλα τὰ παιδιὰ ἕνα περίπατο στὴν πόλι καὶ τὸ βραδάκι ὁ Γιῶργος τὰ ἐπῆγε στὸ ξενοδοχεῖο, ὅπου τὰ ἐπερίμενε ὁ κὺρ - Δημήτρης.
Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955