Μιὰ νύκτα σκοτεινή, ὁ γέρο - Μᾶρκος ὁ κτίστης, ἐπήγαινε σπίτι του. Στὸ δρόμο ἀντάμωσε ἕνα παιδάκι. Μέσα στὸ σκοτάδι τῆς νύκτας δὲν τὸ ἐγνώρισε. Τὸ παιδάκι ἐγνώρισε τὸ γέρο-Μᾶρκο καὶ τὸν ἐχαιρέτισε :

- Καλησπέρα, παππού!

- Καλησπέρα, παιδί μου. Ποιός εἶσαι; ἐζήτησε νὰ μάθῃ ὁ Μᾶρκος.

- Εἶμαι ὁ Τάσος τοῦ Αὐγέρη, ποὺ μᾶς ἔκτισες τὸν αὐλόγυρο. Δὲν μ’ ἐγνώρισες ἀκόμα; Δὲν μὲ ἐθυμήθηκες;

Νύχτα

 

- Ἅς εἶσαι καλά, παιδάκι μου, εἶπεν ὁ Μᾶρκος. Τὰ μάτια μου δὲν βλέπουν τὴν νύκτα, σὰν τὰ δικά σου, καὶ δὲν σ’ ἐγνώρισα. Ποῦ πηγαίνεις τέτοια ὥρα;

 

- Πηγαίνω ν’ ἀγοράσω ζάχαρι καὶ ρύζι, ἀποκρίθηκεν ὁ μικρός. Μ’ ἔστειλαν ἀπὸ τὸ σπίτι.

 

- Καὶ δὲν φοβᾶσαι τέτοια ὥρα στὸ δρόμο μονάχος;

 

- Γιατί νὰ φοβηθῶ; Ἐγώ, ὅπου μὲ στέλνουν δὲν φοβοῦμαι, εἶπε ξέθαρρα ὁ Τάσος. Κάνω τὴν προσευχή μου καὶ μὲ φυλάγει ὁ φύλακας ἄγγελος.

 

- Καλὰ κάνεις, ἀγόρι μου, ποὺ κάνεις τὴν προσευχή σου καὶ δὲν φοβᾶσαι. Ἄφοβος νὰ εἶσαι πάντοτε. Ἐσὺ θὰ γίνῃς καὶ στρατιώτης καλός, ποὺ εἶσαι ἄφοβος.

 

Ὁ παπποὺς μὲ τὸν Τάσο ἐπερπάτησαν μιλῶντας μαζί, ὣς ἐκεῖ, ποὺ ἐχώριζεν ὁ δρόμος. Ὁ γέρο - Μᾶρκος τότε ἔστριψε δεξιὰ καὶ ὁ Τάσος ἀριστερά, γιὰ νὰ πάῃ στὸ παντοπωλεῖο.

 

- Καληνύκτα, παππού! ἐφώναξεν ὁ Τάσος τὴν στιγμή, ποὺ ἐχωρίσθηκαν.

 

- Καληνύκτα, ἀγοράκι μου! ἀποκρίθηκε ὁ γέρο - Μᾶρκος, κατευχαριστημένος ἀπὸ τὴν συντροφιὰ τοῦ μικροῦ. Νὰ πῇς χαιρετίσματα στὸν πατέρα σου.