mitera

Κάθε ἡμέρα ἡ μητέρα τῆς Ἑλενίτσας καὶ τοῦ Χρόνη σηκώνεται πρωί. Πιὸ πρωὶ ἀπ’ ὅλους μέσα στὸ  σπίτι. Καθὼς μπαινοβγαίνει στὰ δωμάτια, περπατεῖ σιγὰ - σιγά, για νὰ μὴ ξυπνήσῃ τἀ παιδιά της. Ἔχει  νὰ σκουπίσῃ, νὰ συγυρίσῃ, ν’ ἀνάψῃ φωτιά. Νὰ ψήσῃ τὸν καφὲ γιὰ τὸν πατέρα, ποὺ θὰ φύγῃ γιὰ τὴ δουλειά. Νὰ ἑτοιμάσῃ τὸ ζεστὸ γιὰ τὰ παιδιά της, ποὺ πηγαίνουν στὸ σχολεῖο.

Καὶ ὅταν εἶναι ἡ ὥρα γιὰ νὰ ξυπνήσουν, ἔρχεται σιγά - σιγά, γιὰ νὰ μὴ τά τρομάξῃ, καὶ τὰ φωνάζει μὲ χαϊδευτικὴ φωνή:

- Ἔ! ὑπναρᾶδές μου! Ξυπνᾶτε! Φθάνει πιὰ τόσο ποὺ ἐκοιμηθήκατε.

Ἐκεῖνα ἀκοῦν τὴ φωνή, ἀνοίγουν τὰ μάτια τους, μὰ πάλι τὰ ξανακλείνουν. Τοὺς ἀρέσει ὁ ὕπνος.

Ἡ μητέρα, ὅμως, ἂν δὲν ξυπνήσουν, δὲν φεύγει.

- Τὰ ρουχαλάκια τους εἶναι στὴ θέσι τους ἕτοιμα καὶ καθαρά. Τὰ παπούτσια τους λουστραρισμένα.

Ὅλα εἶναι ἕτοιμα. Ὅταν τὰ παιδιά της νιφθοῦν, ἑτοιμασθοῦν καὶ κάμουν τὴν προσευχή τους, οἱ κοῦπες μὲ τὸ ζεστὸ ρόφημα τὰ περιμένουν στὸ τραπέζι. Βουτοῦν τὸ ψωμί τους στὸ ρόφημα καὶ τρώγουν μὲ μεγάλη ὄρεξι.

- Σιγά! μὴ βιάζεσθε! τοὺς λέγει ἡ μητέρα. Μὴν τρῶτε λαίμαργα. Μασᾶτε καλά. Προσέξετε νὰ μὴ λερώσετε τὰ ροῦχά σας.

Καὶ ὅταν ἡ ῾Ελενίτσα καὶ ὁ Χρόνης χορτάσουν, σηκώνονται καὶ εἶναι ἕτοιμοι γιὰ τὸ σχολεῖο. Αὐτὸ γίνεται κάθε ἡμέρα μὲ τὴ μητέρα. Γίνεται ἑβδομάδες, γίνεται μῆνες, γίνεται χρόνια.

Καὶ σὰν τὴ μητέρα τῆς Ἑλενίτσας καὶ τοῦ Χρόνη κάνουν ὅλες οἱ μητέρες τῶν παιδιῶν.

Ἡ μητέρα πάντα μᾶς ξυπνᾷ μᾶς ἑτοιμάζει γιὰ τὸ σχολεῖο. Αὐτὴ μᾶς φροντίζει καὶ μᾶς παραστέκει στὴν ἀρρώστεια μας. Σ᾽ ὅλα ἡ μητέρα καὶ παντοῦ ἡ μητέρα.

Πηγή  : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963