Ἡ Ἑλενίτσα εἶπε τότε:
— Ἐγὼ κάνω οἰκονομία. Ὅταν ἡ μητέρα ἢ ὁ πατέρας μοῦ δίνουν λεπτὰ γιὰ καραμέλλες, ἀγοράζω λιγώτερες καὶ ὅσα οἰκονομήσω τὰ ρίχνω στὸν κουμπαρᾶ μου.
Ἡ μητέρα τοῦ Κωστάκη τὴν ἐρώτησε:
— Τί θὰ κάμῃς τὰ λεπτά σου, ἅμα γεμίσῃ ὁ κουμπαρᾶς σου, Ἑλενίτσα;
— Θ’ ἀγοράσω ὅ,.τι μοῦ εἰπῆ ἡ μητέρα μου, ἀπάντησε ἡ Ἑλενίτσα.
— Ἑλενίτσα μου, εἶπε ἡ θεία της, πόσα παιδάκια εἶναι πολὺ πτωχὰ καὶ κοιμοῦνται νηστικὰ τὸ βράδυ! Οἱ γονεῖς των δὲν ἔχουν χρήματα νὰ τοὺς πάρουν γάλα, ψωμί. Δὲν εὑρίσκουν ἐργασία καθόλου ἢ πολὺ ὀλίγη. Ἄλλα πάλι παιδάκια εἶναι ὀρφανά. Νά, τὰ παιδιὰ τῆς κυρὰ - Γιαννούλας οὔτε παπούτσια οὔτε καλὰ φορέματα ἔχουν. Μὰ οὔτε καὶ τρώγουν κάθε ἡμέρα ψωμί. Εἶναι, βλέπεις, λίγη ἡ δουλειὰ τῆς καημένης τῆς μητέρας των.
— Ἄν εἶχα πολλὰ λεπτά, εἶπε ἡ Ἑλενίτσα, θὰ ἀγόραζα ὅ,τι χρειάζονται τὰ παιδιὰ τῆς κυρὰ - Γιαννούλας
— Καὶ ἐγώ, καὶ ἐγώ, εἶπε ὁ Κωστάκης.
— Λοιπὸν τώρα, ποὺ θὰ ἔλθῃ ὁ πατέρας σου, Ἑλενίτσα, καὶ ὁ δικός σου, Κωστάκη, θὰ τοὺς εἰποῦμε νὰ σᾶς δίνουν κάθε ἡμέρα ἀπὸ μιὰ δραχμὴ τοῦ καθενός. Ἔτσι ὁ κουμπαρᾶς σας θὰ γεμίζῃ γρήγορα καὶ θὰ μπορῆτε νὰ βοηθᾶτε καὶ τοὺς πτωχοὺς τακτικά.
Τὰ παιδιὰ ἐνθουσιάσθηκαν μ’ αὐτὴ τὴν ἰδέα, ἐκτύπησαν τὰ χέρια των καὶ ἐφώναξαν:
— Ναί, ναί, τί ὡραῖα!
Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955