Τὰ παιδιὰ ἔμαθαν στὸ σχολεῖο τὸ μῦθο τῆς Δήμητρας καὶ τῆς Περσεφόνης, μὲ τὸν ὁποῖο οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἐξηγοῦσαν τὴ γέννησι τοῦ χειμώνα. Νά τί ἔμαθαν τὰ παιδιά:
Στὰ ψηλὰ καὶ ἀπάτητα βουνὰ τῆς Σικελίας ἦτο, στὰ παλιὰ χρόνια, μιὰ ὄμορφη κοιλάδα, ποὺ τὴν ἔλεγαν Ἔννα. Καμμιὰ κοιλάδα στὸν κόσμο δὲν ἔμοιαζε μ’ ἐκείνην. Ἀμέτρητες ἦσαν οἱ πηγές, ποὺ ἀνέβλυζαν ἐκεῖ τὰ κρύα τους νερά, Τὰ χορτάρια της ἦσαν πάντα, καταπράσινα καὶ τὰ λουλούδια της πάντοτε ἀνθοῦσαν.
Ἐκεῖ, σ’ αὐτὴ τὴν ὄμορφη κοιλάδα, ἔπαιζε συχνὰ ἡ μικρὴ ξανθομαλλοῦσα κόρη τῆς θεᾶς Δήμητρας, ἡ ὄμορφη Περσεφόνη, μὲ τὶς φίλες της, τὶς κόρες τοῦ Ὠκεανοῦ, τὶς ξακουσμένες Νεράϊδες. Μιὰ ἡμέρα, καθὼς ἔπαιζε ἡ Περσεφόνη, εἶδε μπροστά της ἕνα μεγάλο καὶ ὡραῖο λουλούδι, ποὺ σκορποῦσε στὸν ἀέρα μιὰ γλυκειὰ μυρωδιά. Τὸ λουλούδι ἐκεῖνο ἦτο ὁ μυρωδᾶτος νάρκισσος. Καθὼς πλησίασε ἡ Περσεφόνη τὸ νάρκισσο καὶ ἡ μυρωδιά του τὴν εἶχε μισοζαλίσει, εὑρῆκε τὴν εὐκαιρία ὁ θεὸς τοῦ ᾋδη, ὁ Πλούτων, τὴν ἔβαλε ἐπάνω στὸ χρυσὸ ἅρμα του καὶ τὴν κατέβασε στὸ βασίλειό του, ἐνῷ αὐτὴ ἐφώναζε ἀπελπισμένα.
Ἡ Δήμητρα, ἡ μητέρα της, ἄκουσε τὶς ἀπελπισμένες κραυγὲς τῆς κόρης της καὶ τρέχει στὴν κοιλάδα. Μάταια ἐκαλοῦοε μὲ τὸ ὄνομά της τὴν κορούλα της· δὲν ἔπαιρνε καμμιὰ ἀπάντησι. Ἐρώτησε τὶς Νεράϊδες, μὰ κι ἐκεῖνες δὲν ἦξευραν τίποτε.
Ὅταν ἐνύχτωσε, ἄναψε ἡ θεὰ δυὸ πυρσοὺς ἀπὸ τὶς φλόγες τοῦ ἡφαιστείου τῆς Αἴτνας καὶ μέσα στὰ σκοτάδια τῆς νύκτας ἀναζητοῦσε τὴν κόρη της. Μόλις ἔφεξε ἡ ἡμέρα, ἔτρεξε ἡ θεὰ στὸν Ἥλιο, ποὺ ταξιδεύει ὁλόκληρο τὸν κόσμο καὶ δὲν τοῦ ξεφεύγει τίποτε. Ἔμαθε ἀπὸ τὸν Ἥλιο, ὅτι ὁ Πλούτων, ὁ βασιλιᾶς τοῦ κάτω κόσμου, εἶχε κλέψει τὴν Περσεφόνη μὲ τὴ συγκατάθεσι τοῦ Διός.
Ὁ πόνος τῆς μητέρας Δήμητρας εἶναι τώρα ἀσυγκράτητος. Θυμωμένη μὲ τὸν Δία, φεύγει ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο, μεταμορφώνεται σὲ μιὰ πτωχὴ γριούλα, τρέχει πόλεις καὶ χωριὰ ἀναζητῶντας τὴν ἀγαπημένη της κόρη. Μὲ τὴν καρδιὰ σπαραγμένη ἀπὸ τὸν πόνο φθάνει στὴν Ἐλευσῖνα. Ἐκεῖ τὴ φιλοξενεῖ στὸ παλάτι του ὸ βασιλιᾶς Κελεός.
Μόλις ἡ γριούλα ἐμπῆκε στὸ ἀνάκτορο, ὅλο τὸ βασιλικὸ παλάτι ἐφωτίσθηκε ἀπὸ μιὰ οὐράνια λάμψι. Ἡ βασίλισσα Μετάνειρα καταλαβαίνει τὴ θεϊκὴ καταγωγὴ τῆς γριᾶς.
Ὅμως ὁ καημὸς τῆς Δήμητρας γιὰ τὴν κόρη της Περσεφόνη συνεχίζεται ἀβάστακτος. Γιὰ νὰ ἀναγκάση τὸ Δία νὰ διατάξῃ τὴν ἐπιστροφὴ τῆς κόρης της, παραμέλησε τὴ γεωργία. Τὰ χωράφια ἐξηράθηκαν. Τὰ δένδρα καὶ τὰ χορτάρια ἐμαράθηκαν καὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ ζῷα ἐχάνοντο ἀπὸ τὴν πεῖνα.
Μπροστὰ σ᾽αὐτὴ τὴν καταστροφή, ὁ Ζεὺς διέταξε τὸν Ἑρμῆ νὰ πάῃ στὰ βασίλεια τοῦ Πλούτωνος καὶ νὰ φέρῃ τὴ μικρὴ Περσεφόνη στὴ μητέρα της.
Ὁ Πλούτων μὲ λύπη του ἐδέχθηκε τὴν ἐντολὴ τοῦ Διὸς καὶ πρὶν χωρισθῇ ἀπ’ τὴν ὄμορφη Περσεφόνη, τῆς ἐπρόσφερε ἀπὸ τὰ ρόδια, ποὺ ἐκρέμοντο στὶς ροδιὲς τοῦ κήπου του.
Ἡ Περσεφόνη ἐδοκίμασε τὸ φροῦτο ἐκεῖνο, παίρνοντας μόνο τέσσερα σπειριά. Ἔπειτα, ἀκολουθῶντας χαρούμενη τὸν ῾Ερμῆ, ἔφθασε στὴ μητέρα της.
Τοὺς θρήνους, τὴ λύπη καὶ τὸ πένθος τῆς Δήμητρας τὰ διαδέχθηκε ἡ χαρά. Ἀλλὰ οἱ σπόροι ἀπὸ τὰ ρόδια ἦσαν μαγεμμένοι. Γιὰ κάθε σπόρο ἔπρεπε νὰ περνάῃ κι ἕνα μῆνα στὸν κάτω κόσμο. Ἔτσι περνοῦσε τέσσερες μῆνες τὸ χρόνο μὲ τὸν Πλούτωνακαὶὀκτὼμὲτὴμητέρατης. Τοὺςτέσσερες αὐτοὺς μῆνες, ποὺ ἔλειπε, ἡ γῆ δὲν ἐκαρποφοροῦσε καὶ αὐτοὶ οἱ μῆνες ἦσαν οἱ μῆνες μὲ τὶς παγωνιὲς καὶ τὰ κρύα, οἱ μῆνες τοῦ χειμώνα.

Πηγή  : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955