Τὸ βράδυ, τὰ παιδιὰ ἄρχισαν νὰ ἔρχωνται στὸ σχολεῖο μἐ τοὺς γονεῖς των. Ὅταν ἐγέμιοε ἡ αἴθουσα, εἶπε ὁ Διευθυντής:
— Ἐμπρός, παιδιά, τὰ κάλαντα!
Ἀμέσως ἄρχισαν ὅλα νὰ ψάλλουν μὲ μιὰ φωνη τὰ κάλαντα:

Καλὴν ἑσπέραν, ἄρχοντες, ἂν εἶναι ὁρισμός σας...

Τὴν ἴδια στιγμὴ ἡ δασκάλα τῆς πρώτης ἄναβε τὰ κεράκια τοῦ δένδρου.
Σὲ λίγο ὅλο τὸ δένδρο ἐφεγγοβολοῦσε.
Τὸ φῶς τῶν κεριῶν ἔπεφτε στὰ διάφορα πράγματα τοῦ δένδρου καὶ τὰ ἔκαμνε νὰ λάμπουν. Πιὸ πολὺ ἄστραφταν τὰ ζαχαρωτὰ καὶ τὰ σοκολατάκια, ποὺ ἦσαν διπλωμένα σὲ χρυσᾶ χαρτιά.
Ὅλα τὰ ἄλλα δῶρα, κουκλάκια, σφυρίχτρες, εἰκονίτσες, κτένες, βουρτσάκια, βραχιολάκια, ἐφάνταζαν καὶ ἐλαμπύριζαν μὲ τὰ ὄμορφα χρώματά των! Ἐπάνω ἀπὸ τὸ δένδρο ἕνα μάτσο ἀπὸ μεγάλες χρωματιστὲς φοῦσκες ἔμοιαζε, καθὼς ἐφωτίζετο ἀπὸ κάτω, σὰν παράξενο τεράστιο λουλούδι.
Ὅταν ἐτελείωσαν τὰ κάλαντα, ὁ Διευθυντὴς τοῦ σχολείου μὲ τὰ παιδιὰ τῆς ἕκτης ἔψαλαν τὸ τροπάριο τῶν Χριστουγέννων:

Ἡ παρθένος σήμερον...
Ἄγγελοι μετὰ ποιμένων δοξολογοῦσι, μάγοι δὲ μετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσι.

— Χρόνια πολλά! ἐφώναξαν ὅλοι.
— Χρόνια πολλά! Καὶ τοῦ χρόνου!
Ἔπειτα ἕνα παιδὶ ντυμένο Ἅϊ - Βασίλης ἄρχισε νὰ μοιράζῃ τὰ δῶρα, ἐνῷ τὰ παιδιὰ ἐτραγουδοῦσαν τὸ τραγούδι τοῦ Ἅϊ - Βασίλη. Ἔδωσε γλυκὰ νηστήσιμα, μῆλα, πορτοκάλλια. Ἔπειτα ἐμοίρασε τὰ διάφορα παιγνίδια. Τοῦ Κωστάκη τοῦ ἔδωσε ἕνα χρωματιστὸ τόπι καὶ τῆς Ἑλενίτσας μιὰ μεταξωτὴ κορδέλλα. Στὸ τέλος, ἀφήνοντας τὰ μπαλόνια νὰ πετάξουν, ἐφώναξε:
— Ἐμπρός, παιδιά, ὅποιος τὰ πιάσῃ!
Ἆ, τί ἔγινε τὸτε! Ἐσφύριζαν μὲ τὶς σφυρίχτρες, ἐφώναζαν καὶ ἐπηδοῦσαν ὅλοι κυνηγῶντας τὰ μπαλόνια. Ὅλοι ἐγελοῦσαν καὶ ἐχαίροντο.
Ἔπειτα ὁ Ἅϊ - Βασίλης ἐμοίρασε στὰ πιὸ πτωχὰ παιδάκια παπουτσάκια καὶ φορεσιές.
Ὅταν τὰ ἔπαιρναν, δὲν λέγεται ἡ χαρά των.
Ἔλεγαν εὐχαριστημένα:
— Εὐχαριστῶ! Καὶ τοῦ χρόνου! Καὶ ἐφιλοῦσαν τὸ χέρι τῶν δασκάλων.
Τώρα εἶχε πιὰ νυκτώσει. Ὁ Διευθυντὴς εἶπε:
— Αὔριο, παιδιά, ὅλοι στὴνἐκκλησία. Καληνύκτα σας καὶ χρόνια πολλά!
Καὶ σιγὰ-σιγὰ ἄρχισαννὰ φεύγουν εὐχαριστημένοι ἀπὸ τὴν ὡραία Χριστουγεννιάτικη ἑορτή.

Πηγή  : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955