— Δὲν μᾶς διαβάζεις, Κωστάκη, καμμιὰν ἱστορία, ἀπὸ τὸ βιβλίο, ποὺ εἶχε γιὰ σένα τὸ δέμα;
— Ναί, παπποῦ. Νὰ σοῦ διαβάσω ἀπόψε κάτι γιὰ τὴ θυσία τῆς Ἰφιγενείας.
Ὁ Κωστάκης ἐπῆρε ἕνα σκαμνάκι καὶ ἐκάθισε κοντὰ στὸν παπποῦ κι ἄρχιοε νὰ διαβάζῃ ἀργὰ - ἀργά, γιὰ νὰ τὸν καταλαβαίνῃ καὶ ὁ παπποῦς.
Στὰ χρόνια τὰ παλιὰ ὁ Πάρις, ὁ γυιὸς τοῦ Πριάμου, τοῦ βασιλιᾶ τῆς Τροίας, ἅρπαξε τὴν Ἑλενη, τὴν ὄμορφη βασίλισσα τῆς Σπάρτης, καὶ τὴν ἔφερε στὴν Τροία.
Αὐτὸ ὅλοι οἱ Ἕλληνες τὸ ἐθεώρησαν προσβολὴ γιὰ τὴν πατρίδα των καὶ ἀπεφάσισαν νὰ πολεμήσουν καὶ νὰ τιμωρήσουν τοὺς Τρῶες.
Στὸ λιμάνι τῆς Αὐλίδος, στὸ στενό, ποὺ χωρίζει τὴ Στερεὰ Ἑλλάδα ἀπὸ τὴν Εὔβοια, χίλια καράβια μὲ τοὺς πολεμιστὰς ἦσαν ἕτοιμα νὰ σηκώσουν τὴν ἄγκυρα, γιὰ νὰ ξεκινήσουν. Τὸ πρόσταγμα θὰ τὸ ἔδινε ὁ γενικὸς ἀρχηγὸς τοῦ στρατοῦ καὶ τοῦ στόλου Ἀγαμέμνων, ὁ βασιλιᾶς τῶν Μυκηνῶν καὶ ἀδελφὸς τοῦ Μενελάου, τοῦ ἀνδρὸς τῆς Ἑλένης.
Τρομερὸς ὅμως ἄνεμος, μεγάλη τρικυμία, γιὰ πολλὲς ἡμέρες ἐμπόδιζε τὸ ξεκίνημα τοῦ στόλου.
Οἱ στρατιῶται ἄρχισαν νὰ στενοχωροῦνται καὶ οἱ στρατηγοὶ δὲν ἤξευραν τί νὰ κάμουν. Παίρνουν τότε τὴν ἀπόφασι νὰ ἐρωτήσουν τὸν περίφημομάντι Κάλχαντα, γιὰ ποιό λόγο οἱ θεοὶ τοὺς ἔστειλαν αὐτὴ τὴ φοβερὴ κακοκαιρία.
— Ἡ θεὰ Ἄρτεμις εἶναι θυμωμένη μαζί μας, ἀποκρίθηκε ὁ μάντις. Γιατὶ ὁ Ἀγαμέμνων ἔχει σκοτώσει στὸ κυνήγι τὸ ἱερὸ ἐλάφι της.
— Καὶ τί θέλει τώρα ἡ μεγάλη θεά;
— Ἡ θεὰ τότε μόνον θὰ προστάξῃ νὰ ἡσυχάσουν οἱ ἄνεμοι, ὅταν ὁ Ἀγαμέμνων θυσιάσῃ στὸ βωμό της τὴν κόρη του Ἰφιγένεια.
Καταλυπημένοι ἄκουσαν τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Κάλχαντος ὅλοι οἱ οτρατηγοὶ καὶ οἱ βασιλιᾶδες. Καὶ ὁ καθένας ἐρωτοῦσε τὸν ἄλλο, πῶς θὰ μποροῦσε ὁ Ἀγαμέμνων νὰ κάμῃ μιὰ τέτοια μεγάλη θυσία.
— Γιὰ τὴν πατρίδα, εἶπε ὁ Ἀγαμέμνων, μόλις τὸ ἔμαθε, ἀποφασίζω νὰ θυσιάσω καὶ τὴν ἀγαπημένη μου κόρη.
Ἀμέσως ὁ Ἀγαμέμνων ἔστειλε μήνυμα στὴ γυναῖκά του,τὴν Κλυταιμήστρα, στὶς Μυκῆνες, καὶ τῆς παράγγειλε νὰ τοῦ στείλῃ τὴν Ἰφιγένεια γιὰ κάποιο μεγάλο σκοπό.
Ἀνύποπτη ἡ Κλυταιμήστρα ἐφαντάσθηκε, πὼς ὁ Ἀγαμέμνων θὰ ἤθελε, πρὶν φύγῃ γιὰ τὴν Τροία, νὰ παντρέψῃ τὴν κόρη τους. Γι’ αὐτὸ τὴν ἐπῆρε καὶ τὴν ὡδήγησε ἡ ἴδια στὸ στρατόπεδο.
Ὁ Ἀγαμέμνων στὴν ἀρχὴ δὲν ἐτόλμησε νὰ φανερώσῃ στὴ γυναῖκά του τὴ φοβερὴ ἀλήθεια. Ἀλλά, μὴ μπορῶντας νὰ κάμῃ καὶ ἀλλιῶς, τὴν ἐφανέρωσε στὸ τέλος καὶ στὶς δύο.
— Πατέρα, θέλω νὰ πεθάνω,ἂν εἶναι γιὰ τὸ καλὸ τῆς πατρίδος μας, ἐφώναξε ἡ κόρη. Εἶναι, ἀλήθεια, εὐχάριστο νὰ ζῇ κανείς, μὰ εἶναι ἀκόμη πιὸ εὐχάριστο νὰ πεθαίνῃ γιὰ τὴν πατρίδα.
Αὐτὰ τὰ λόγια εἶπε ἡ Ἰφιγένεια καὶ ἐτράβηξε κατὰ τὸ δάσος,γιὰ τὸ βωμὸ τῆς θεᾶς, ὅπου ἐπερίμενε ὁ Κάλχας.
— Εἶμαι ἕτοιμη! τοῦ εἶπε παλληκαρίσια ἡ βασιλοπούλα. Σύρε τὸ ξίφος σου. Ἐσεῖς οἱ ἄλλοι ἀνοίξετε ἀμέσως πανιὰ γιὰ τὴν Τροία. Καὶ γρήγορα νὰ γυρίσετε νικηταί.
Ὁ μάντις ἔβαλε ἕνα στεφάνι ἐπάνω στὸ ὡραῖο ξανθὸ κεφάλι τῆς κόρης καὶ εἶπε μὲ δάκρυα:
— Θεὰ τοῦ φεγγαριοῦ, θεὰ τοῦ κυνηγιοῦ, δέξου γιὰ θυσία τὴν ἡρωϊκὴ αὐτὴ κόρη καὶ χάρισε τὴ νίκη στοὺς Ἀχαιούς.
Καὶ λέγοντας αὐτά, ἐσήκωσε το ξίφος, γιὰ νὰ κτυπήσῃ τὸ θῦμα.
Μὰ ἕνα θαῦμα ἔγινε ἐκείνη τὴ στιγμή! Πρὶν προφθάσῃ τὸ ξίφος νὰ ἐγγίξῃ τὸ λαιμὸ τῆς κόρης, στὴ θέσι της εὑρέθηκε μιὰ ἄσπρη χαριτωμένη ἐλαφῖνα, ποὺ ἥσυχα ἐπρόσμενε νὰ θυσιασθῇ. Ἡ θεὰ δὲν ἠθέλησε νὰ πεθάνῃ ἔτσι ἡ Ἰφιγέντια. Καὶ τὴν ἐπῆρε καὶ τὴν ἔφερε σ’ ἕνα μέρος μακρινό, στὴν Ταυρίδα, ὅπου τὴν ἔκαμε ἱέρεια στὸ ναό της.
Ὁ Ἀγαμέμνων, ὁ Μενέλαος, ὁ Ὀδυσσεύς, ὁ Ἀχιλλεὺς καὶ ὅλοι οἱ βασιλιᾶδες καὶ οἱ πολεμισταὶ ἐχάρηκαν πολύ. Ἡ τρικυμία ἀμέσως ἔπαυσε καὶ ἄνεμοι εὐνοϊκοὶ ἐφούσκωσαν τὰ πανιὰ τῶν πλοίων. Σὲ λίγο ὁ στόλος τῶν Ἑλλήνων ἄφηνε τὸ λιμάνι καὶ ἀπὸ τὸν πορθμὸ τοῦ Εὐρίπου, βγαίνοντας στ’ ἀνοικτά, ἔβαζε πλώρη γιὰ τὴν Τροία.
Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955