Εἶναι πρωΐ. Ὁ Θανασάκης κοιμᾶται ακόμα. ῾Η μητερούλα τὸν σκουντᾷ ἁπαλά.
- Ξύπνα, τοῦ λέγει, παιδάκι μου.Σήμερα τὸ σχολεῖο ἀνοίγει. Πρέπει νὰ ἑτοιμασθῇς, γιὰ νὰ πᾶμε.
Ὁ Θανασάκης ἐξυπνᾷ. Βλέπει τὴν μητερούλα του καὶ χαμογελᾷ. Ἔπειτα σηκώνεται καὶ ἑτοιμάζεται.
Σὲ λίγο εὑρίσκετᾳι ἐμπρὸς στὸεἰκόνισμα. Κάνει τὴν προσευχή του:
- Παναγία μου. Βοήθησέ με νὰ πηγαίνω στὸ σχολεῖο. Φώτισε τὸν νοῦ μου νὰ μάθω γράμματα. Χάρισέ μου ὑγεία. Φύλαξε γεροὺς τοὺς γονεῖς μου καὶ ὅλον τὸν κόσμο.
Προτοῦ ξεκινήσουν, ἡ μητέρα τὸν προσέχει καλά. Τὸν παρατηρεῖ ἀπ’ ἐπάνω ἕως κάτω.
Βλέπει τὰ μαλλάκια του τὰ κτενισμένα. Τὸ πρόσωπό του νὰ λάμπῃ κατακάθαρο. Τί ὄμορφος ποὺ εἶναι τώρα ὁ Θανασάκης της! Τώρα ποὺ θὰ πηγαίνῃ στὸ σχολεῖο!
Στὸ δρόμο ἀνταμώνουν καὶ ἄλλα παιδιά. Ὅλα εἶναι χαρούμενα. Ἡ μητέρα καμαρώνει, ποὺ ὁ γυιός της εἶναι στἡ δευτέρα τάξι.
- Πότε κιόλας ἐμεγάλωσε; Λέγει μόνη της!
Ὅταν ἔφθασαν στὸ σχολεῖο, ἐζήτησαν τὁν δάσκαλο. ᾽Εκεῖνος ἐβγῆκε καὶ ἐφώναξε:
- Ὅρίστε μέσα, κυρία ᾽Αμαλία. ᾽Εφέρατε τὸν Θανασάκη σας; Πέρυσι ἔμεινα πολὺ εὐχαριστημένος. Κι ἐφέτος ἐλπίζω νὰ εἶναι καλὸς μαθητής. Στὶς διακοπὲς τὸν ἔβλεπα. Δὲν ἔκανε ἀταξίες. ῏Ηταν φρόνιμος.
Ὅταν ὁ δάσκαλος τὸν ἔγραψε, ὁ Θανασάκης ἔσκυψε καὶ τοῦ ἐφίλησε τὸ χέρι. ῾Ο δάσκαλος ἐχάρηκε πολύ, ποὺ ξαναεῖδε πάλι τὸν καλὸ τὸ μαθητή, τὸν Θανασάκη.
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963