Ποῦ θὰ πᾶμε τὴν Πρωτομαγιά;
Ἀπὸ ἡμέρες ὅλο αὐτὸ ἐρωτοῦσαν τὰ παιδιά. Ἄλλα ἔλεγαν νὰ πᾶνε στὴν Λεύκα, ἄλλα στὴν ἀκρογιαλιὰ κι ἄλλα στὴν Πλαγιαστή, ὅπου ἦταν καὶ τὸ περιβόλι τοῦ Λεωνῆ.
Στὸ τέλος ἀπεφάσισαν νὰ πᾶνε στὴν Πλαγιαστή. Ἦταν ὡραῖο τὸ μέρος ἐκεῖνο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ δάσκαλος εἶχε τὴ γνώμη νὰ πᾶνε πρὸς τὰ ἐκεῖ. Ὁ ἥλιος ἀκόμα δὲν εἶχε βγῆ καὶ τὰ παιδιὰ εἶχαν μαζευθῆ στὸ σχολεῖο. Ἡ Σοφία, ἡ Νίνα, ὁ Κοσμᾶς, ὅλοι μὲ τὰ σακκουλάκια στὸ χέρι.
- Ὅποιος ἀργήσῃ, δὲν θὰ τὸν πάρωμε, εἶχαν συμφωνήσει.
Μὰ ποιός θ’ ἀργοῦσε; Τόσες ἡμέρες ἐμελετοῦσαν μιὰ τέτοια ἐκδρομὴ καὶ τώρα θὰ τὴν ἔχαναν; Ὁ Δῆμος, ἂν καὶ ἀγαποῦσε τὸν ὕπνο, ὅμως στὸ ξεκίνημα παρουσιάσθηκε ἀπὸ
τοὺς πρώτους. Ἡ μητέρα τὸν εἶχεν ἐφοδιάσει μὲ ἀρκετὸ ψωμί, μὲ κεφτέδες, μὲ βραστὰ αὐγά, μὲ κασέρι.
- Εἶναι πολλά, δὲν τὰ θέλω, ἔλεγεν ὁ Δῆμος. Μὰ ἡ μητέρα τὸν παρεκίνησε νὰ τὰ πάρῃ.
- Στὴν ἐξοχή, παιδί μου, ἡ ὄρεξις ἀνοίγει. Ἔπειτα θὰ βρεθῇ καὶ κανένας μαθητής, ποὺ θὰ τύχῃ νὰ μὴν ἔχῃ καὶ τοῦ δίνεις.
Ἐξεκίνησαν τραγουδῶντας. Στὴν πρωινὴ ἡσυχία, τὸ τραγούδι ἀκουόταν μακριά. Ἐξύπνησεν ὅλο τὸ χωριό.
Πιὸ κάτω ἄρχισαν νὰ τραγουδοῦν καὶ τὰ πουλάκια. Ὅσο ἐξεμάκρυναν τόσο καὶ ἡ ἐξοχὴ ἐγινόταν ὡραιότερη. Ἔφυσοῦσε δροσερὸ ἀεράκι γεμᾶτο ἀπὸ λογιῶν λογιῶν μυρωδιές. Ὅλος ὁ τόπος ἦταν κατάφυτος ἀπὸ μυρωμένα λουλούδια καὶ ἀνθο στόλιστα δένδρα. Ἀρνάκια ἐβέλαζαν καὶ κατσικάκια ἐβοσκοῦσαν στὶς πλαγιές. Τὰ παιδάκια δὲν ἤξεραν τί νὰ πρωτοθαυμάσουν. Πιὸ κάτω ἐθυμήθηκαν τὸ τραγούδι γιὰ τὸν Μάη καὶ ἄρχισαν νὰ τὸ τραγουδοῦν.
Ὀ Μάιος.
Ὁ Μάιος μᾶς ἔφθασε,
ἐμπρός, βῆμα ταχύ,
νὰ τὸν προϋπαντήσωμε,
παιδιά, στὴν ἐξοχή.
Δῶρα στὰ χέρια του πολλὰ
και ὄμορφα κρατεῖ
καὶ τὰ μοιράζει γελαστὸς
σὲ ὅποιον τοῦ ζητεῖ.
Φέρνει τραγούδια καὶ χαρές,
λουλούδια καὶ δροσιὰ
καὶ μυρωδάτη φόρεσε
ὡραία φορεσιά.
Πᾶμε κι ἐμεῖς νὰ πάρωμε,
μὴ χάνωμε καιρό,
μᾶς φθάνει ἕνα τριαντάφυλλο
κι ἕνα κλαρὶ χλωρό.
Ἄγγελος Βλάχος
Στὸ περιβόλι τοῦ Λεονῆ.
Ἐπερπάτησαν ἀρκετὰ ὥσπου νὰ φθάσουν στὸ περιβόλι. Ἦταν τὸ καλύτερο μέσα σὲ ὅλο ἐκεῖνο τὸ μέρος. Τὰ δενδράκια σὰν στρατιωτάκια στὴ σειρά. Ὅλα καλοφυτευμένα, ἴσια στὸ ἀνάστημα, ἐγέμιζαν τὶς βραγιές. Σὲ ἄλλο μέρος ἦσαν τὰ ἀνοιξιάτικα λουλούδια. Ὅ,τι χρῶμα καὶ ὅ,τι λουλούδι ἤθελες, τὸ ἔβλεπες ἐκεῖ.
Ἀλλοῦ πάλι ἧταν τὰ καρποφόρα, γεμᾶτα ἀπὸ λουλούδια, στολισμένα σὰν νυφοῦλες. Τὰ παιδιὰ τὸ ἤξεραν τὸ περιβόλι καὶ μόλις ἔφθασαν καὶ τὸ εἶδαν ἄρχισαν νὰ φωνάζουν χαρούμενα:
- Νά τὸ περιβόλι τοῦ Λεωνῆ! ἐφθάσαμε! ἐφθάσαμε! Ἄς πᾶμε μέσα νὰ τὸ ἰδοῦμε!
Ὁ δάσκαλος τοὺς ἐσύστησε νὰ μποῦν μὲ προσοχή. Νὰ μὴν κάμουν καμμιὰ ζημιά. Νὰ μὴν πατοῦν στὸ καλλιεργημένο μέρος καὶ χαλοῦν μὲ τὰ πόδια τὶς βραγιές. Μπορεῖ νὰ σπάσουν κανένα δενδράκι. Ὁ Λεωνῆς τοὺς ἐγύρισε παντοῦ. Τοὺς ἔδειξε σπάνια λουλούδια καὶ τοὺς ἔδωκε τριαντάφυλλα καὶ γαρύφαλα.
Τὰ παιδιά, γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσουν, ἐτραγούδησαν τραγούδια ἀνοιξιάτικα.
Ἔπειτα ἐπῆγαν πιὸ ἔξω, κάτω ἀπὸ ἕνα πλατάνι, νὰ ξεκουρασθοῦν. Ὅταν ἐσηκώθηκαν, ἐμάζεψαν λουλούδια τοῦ ἀγροῦ, ἔφτειασαν στεφάνια, ἤπιαν δροσερὸ νεράκι καὶ ἐχόρευσαν.
Τὸ μεσημέρι ἐκάθισαν νὰ φάγουν. Ἡ ἄνοιξις γιὰ τραπεζομάνδηλο τοὺς εἶχε στρωμένο ἕνα πράσινο χαλί, κεντημένο μὲ ὄμορφα ἀγριολούλουδα. Ἐπάνω σ’ αὐτὸ ἄδειασαν τὰ σακκουλάκια, ποὺ ἦσαν γεμᾶτα μὲ διάφορα φαγητά: Αὐγά, τυρί, κεφτέδες, σουβλάκια, ντολμαδάκια. Ὅ,τι ἤθελες ἔβλεπες στὸ τραπέζι, ποὺ ἔστρωσαν. Οἱ καλὲς μητεροῦλες εἶχαν φροντίσει νὰ τὰ ἐφοδιάσουν μὲ ὅ,τι καλύτερο ἠμποροῦσαν.
Ὅταν ἔφαγαν, ἄρχισαν πάλι νὰ τραγουδοῦν. Τὴν ὥρα ἐκείνη ἦλθε καὶ ὁ Λεωνῆς καὶ τοὺς ἔκαμε συντροφιά.
Τὰ παιδιὰ ἔμειναν στὴν ἐξοχὴ ὥσπου ἐκόντευεν ἑσπερινός. Ὕστερα ἐξεκίνησαν γιὰ τὸ χωριὸ ἀνθοστολισμένα.
- Χαίρετε, κύριε Λεωνῆ, τοῦ εἶπαν τὴν ὥρα, ποὺ ἔφευγαν. Καὶ τοῦ χρόνου νὰ ἔλθωμε νὰ ἑορτάσωμε τὴν Πρωτομαγιὰ στὸ περιβόλι σου.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963