Μιὰ ἡμέρα ὁ δάσκαλος μίλησε μὲ τὰ παιδιὰ γιὰ τὸ σχολεῖο.
- Ὅλα ἐδῶ, παιδιά μου, τοὺς εἶπε, λαμποκοποῦν. Ἡ αἴθουσά μας εἶναι κάτασπρη. Τὸ πάτωμα, τὸ προαύλιο κατακάθαρα. Ὅ,τι εἶχε καὶ δὲν εἶχε τὸ σχολεῖο, τὰ ἐφόρεσε, γιὰ νὰ μᾶς δεχθῇ. Τί καλὰ νὰ μπορούσαμε νὰ τὸ διατηρήσωμε πάντα ἔτσι καθαρό! Νὰ τὸ βλέπωμε πάντα ἔτσι νὰ λάμπῃ!
- Ἐγώ, κύριε, θὰ καθαρίζω καλὰ τὰ πόδια μου, ὅταν μπαίνω, εἶπεν ἡ Δαφνούλα. Δὲν θὰ λερώνω τὁ πάτωμα καὶ τὰ θρανία.
- Κι ἐγὼ δὲν θὰ μουτζουρώνω μὲ μελάνη τὸν τοῖχο, εἶπεν ἄλλο παιδί.
- Ἐγὼ δὲν θὰ πετῶ κάτω χαρτάκια, ἐπρόσθεσεν ἄλλο.
Κάθε παιδὶ ἔδωκε καὶ μιὰ ὑπόσχεσι.
- Εὖγε, παιδιά μου, τοὺς λέγει ὁ δάσκαλος. Ἄν κάνωμε ἔτσι ὅλοι, τότε τὸ σχολεῖό μας θὰ τὸ φυλάξωμε καθαρό.
Εἴμεθα ὅλοι σ’ αὐτὁ σύμφωνοι; Τί λέτε; - Εἴμεθα, κύριε, εἴμεθα, ἐφώναξαν τὰ παιδιά.
- Ἀφοῦ εἴμεθα, τότε ἐλᾶτε νὰ σᾶς δείξω κάτι.
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963