Ἐπῆγαν στὸν ἀνατολικὸ τοῖχο.
Ἀλλἆ τί νὰ ἰδοῦν; Αὐτὸς σὲ ἀρκετὸ μέρος εἶναι μαυρισμένος.
- Ποιός τὸν ἐμαύρισε, κύριε; ρωτᾷ ὁ Πάνος.
- Εἶναι κτυπήματα ἀπὁ τόπι, εἶπεν ὁ δάσκαλος. Κάποιο παιδὶ θὰ ἔπαιζε καὶ τὸν ἐμαύρισε. Νά! φαίνονται τὰ κτυπήματα μὲ τὸ τόπι.
Ἀκόμα δὲν τὁν ἐκαθαρίσαμε, τὸν ἐμαυρίσαμε. Λέτε νὰ εἶναι μαθητὴς αὐτός, ποὺ τὸ ἔκαμε; Τί γνώμη ἔχετε;
- Ἴσως νὰ εἶναι, κύριε, κανένα ξένο παιδί, εἶπαν μερικά.
- Μακάρι, ἐσυμπλήρωσεν ὁ δάσκαλος. Πολὺ θὰ ἤθελα νὰ μὴν εἶναι κανένας ἀπὸ σᾶς, Ἀλλὰ καὶ πιὸ κάτω μᾶς ἔκαμαν ζημιά. Μᾶς ἔξυσαν τὸν τοῖχο, μᾶς τὸν ἔγδαραν. Κάποιος, φαίνεται, ἐβάλθηκε νὰ σκαρφαλώση στὸ παράθυρο καὶ τὸν ἔξυσε. Τί θὰ γίνη, ἂν πᾶμε ἔτσι;
Ὁ δάσκαλος τώρα σιωπᾷ. Κοιτάζει τὶς ζημιὲς καὶ κουνᾷ τὸ κεφάλι του. Μὰ καὶ τὰ παιδάκια εἶναι στενοχωρημένα. Λυποῦνται καὶ αὐτά.
- Νὰ εἶναι τάχα ἕνας, ποὺ ἔκαμε αὐτὰ ἢ πολλοί; λέγουν τὰ παιδιὰ μεταξύ τους.
Τὴν ἄλλη ἡμέρα ἔβαλεν ὁ δάσκαλος καὶ ἔφτειασαν πάλι τὸν τοῖχο. Τὰ παιδιὰ δίνουν τὸν λόγο τους, πὼς δὲν θὰ ξαναγίνουν ζημιές.
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963