Μεγάλο Σάββατο. Ὁ Κωστάκης καὶ ἡ Ἑλενίτσα, καθαροὶ καὶ ἀλλαγμένοι, ἔπεσαν ἐνωρὶς νὰ κοιμηθοῦν, γιὰ νὰ σηκωθοῦν τὰ μεσάνυκτα νὰ πᾶνε στὴν Ἀνάστασι. Τὰ μεσάνυκτα ἀκούσθηκαν οἱ καμπάνες.
Τὰ παιδιὰ πετάχθηκαν ἀμέσως καὶ ἑτοιμάσθηκαν. Ἐπῆραν τὶς ἄσπρες λαμπάδες των, τὶς στολισμένες μὲ χρυσὲς κι ἀσημένιες κορδελλίτσες, καὶ μὲ τὸν παπποῦ, τὴ γιαγιὰ καὶ τοὺς γονεῖς των ἐπῆγαν στὴν ἐκκλησία. Οἱ μητέρες των εἶχαν ἕτοιμη τὴ μαγειρίτσα, τὰ κόκκινα αὐγὰ καὶ στολισμένο τὸ τραπέζι. Ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἔχουν φτειάξει μιὰ ξύλινη μικρὴ ἐξέδρα στολισμένη μὲ μυρτιὲς καὶ δάφνες γῦρο - γῦρο. Ἡ νύκτα ἦτο πολὺ γλυκειὰ καὶ ζεστή. Ὅλοι ἐστάθηκαν ἔξω, κοντὰ στὴν ἐξέδρα.
Δὲν ἐπέρασε πολλὴ ὥρα καὶ νά, ἀκούσθηκε ἀπὸ μέσα ἡ φωνὴ τοῦ παπᾶ: «Δεῦτε, λάβετε φῶς!»
Οἱ λαμπάδες, ἡ μιὰ μὲ τὴν ἄλλη, ἄρχισαν ν’ ἀνάβουν, ὥσπου ἔφθασε τὸ φῶς στὰ παιδιά. Ἐπῆρε λοιπὸν πρῶτος ὁ Κωστάκης ἀπὸ ἕνα ἄλλο παιδάκι, ποὺ ἐστέκετο δίπλα, ἐπῆρε ἀπὸ τὸν Κωστάκη ἡ Ἑλενίτσα, ἀπὸ τὴν Ἑλενίτσα ὁ πατέρας της, ἀπὸ τὸν πατέρα τῆς Ἑλενίτσας ὁ πατέρας τοῦ Κωστάκη καὶ ἀπ’ αὐτὸν ἡ γιαγιά, ἀπὸ τὴ γιαγιὰ οἱ μητέρες καὶ τελευταῖος ὁ παπποῦς.
Ὅλος ὁ τόπος ἔφεξε καὶ ὅλα τὰ πρόσωπα ἐφωτίσθηκαν εὐχαριστημένα καὶ γελαστά.
Σὲ λίγο ἐβγῆκε ὁ παπᾶς μὲ τὸ διάκο καὶ τοὺς ψάλτες καὶ ἀνέβηκαν στὴν ἐξέδρα. Ἔψαλαν, εἶπαν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἀμέσως ὁ παπᾶς, μὲ τὴ βαρειὰ καὶ γλυκειὰ φωνή του, ἀρχισε νὰ ψάλλῃ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Ὁ νεωκόρος ἐτράβηξε τὸ σχοινὶ καὶ οἱ καμπάνες κτυποῦν γρήγορα - γρήγορα καὶ χαρούμενα. Ἄναψαν τὰ λαμπρόφωτα κι ὅλος ὁ κόσμος ἄρχισε νὰ ψάλλῃ μαζὶ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», ἀνεβοκατεβάζοντας τὶς ἀναμμένες λαμπάδες των. Τί ὡραῖα ποὺ ἦτο, τί χαρμόσυνα, τί εὐτυχισμένα! Ὅλα τὰ πρόσωπα εἶχαν ὀμορφύνει ἀπὸ ἀγαλλίασι καὶ καλωσύνη. Ἔπειτα τὰ παιδιὰ μὲ τοὺς γονεῖς των, τὸν παπποῦ καὶ τὴ γιαγιὰ ἐμπῆκαν στὴν ἐκκλησία καὶ μετάλαβαν.
Ὅταν ἐγύρισαν στὸ σπίτι, ἄναψαν μὲ τὶς ἀναμμένες λαμπάδες των τὸ κανδηλάκι, ποὺ ἦτο μπροστὰ στὰ εἰκονίσματα, λέγοντας «Χριστὸς ἀνέστη».
Τὰ παιδιὰ ἐφίλησαν τὸ χέρι τοῦ παπποῦ, τῆς γιαγιᾶς, τοῦ πατέρα καὶ τῆς μητέρας των καὶ ἐκεῖνοι ἐφίλησαν τὰ παιδιά, δίνοντάς τους τὶς καλύτερες εὐχές. Ὕστερα ἐκάθησαν ὅλοι στὸ λαμπροστολισμένο τραπέζι. Ἐτσούγκρισαν αὐγὰ κόκκινα καὶ τὸ πιὸ γερὸ αὐγὸ ἐβγῆκε τοῦ παπποῦ. Ὅλοι ἐφώναξαν: «Ζήτω τοῦ παπποῦ!» καὶ ὁ παπποῦς εἶπε: «Νὰ μοῦ ζήσετε, παιδιά μου, καὶ πάντα χαρούμενοι!»
Ὕστερα ἔψαλαν ὅλοι μαζὶ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», εἶπαν χρόνια πολλὰ κάμνοντας τὸ σταυρό τους καὶ ἔφαγαν τὴ νὸστιμη μαγειρίτσα. Τὸ πρωΐ τῆς Λαμπρῆς ὁ κὺρ - Δημήτρης ἐσηκώθηκε καὶ ἑτοίμασε τὸ ἀρνί. Τὸ ἔψησαν στὴν αὐλὴ καὶ ὅλοι ἐγύρισαν τὴ σούβλα μὲ τὴ σειρά. Ὥς τὸ ἀπόγευμα δὲν ἄκουες τίποτε ἄλλο ἀπὸ τραγούδια καὶ μουσικὰ ὄργανα.
Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955