῎Εφτασε τὸ Πάσχα.
Τὸ Σαββατόβραδο, στὶς 11 ἡ ὥρα, ἄρχισαν νὰ χτυποῦν οἱ καμπάνες τῆς ἐκκλησίας.
Δὲ χτυποῦν λυπητερά, ὅπως χθὲς καὶ προχθές! Χτυποῦν χαρούμενα· χτυποῦν γλυκά!!!
Ὁ Κώστας κι ἡ ἀδερφή του ἡ ῾Ελενίτσα εἶναι ἕτοιμοι γιὰ τὴν ἐκκλησία˙ ἑφόρεσαν τὰ λαμπριάτικα φορέματα καὶ περιμένουν τὸν παπποῦ καὶ τὴ γιαγιά· περιμένουν τὸν πατέρα καὶ τὴ μητέρα νὰ ντυθοῦν. Κρατοῦν στὰ χέρια τὶς ἄσπρες λαμπάδες τους, στολισμένες μὲ τὰ χρυσόχαρτα. Τοὺς τὶς ἔδωκε ὁ παπποῦς καὶ τοὺς εὐχήθη χρόνια πολλά.
Ὁ Κώστας λέει μὲ χαρὰ τὸ ποίημα τῆς Πασχαλιᾶς, ποὺ ἔμαθε στὸ σχολείο του:
῏Ηρθε πάλι ἡ Πασχαλιά!
φέρνει ἀγάπη καὶ φιλιά,
φέρνει αὐγά, φέρνει κι ἀρνί,
Χριστὸς Ἀνέστη! Χριστιανοί.
Φτάνουν στὴν ᾽Εκκλησία.
Η ἐκκλησία Εἶναι γεμάτη ἀπὸ κόσμο!
Ὁ παπᾶς μὲ ὁλόχρυση φορεσιὰ στέκει ἐμπρὸς στὴν ῾Ωραία Πύλη. Κρατεῖ στὸ δεξί του χέρι μιὰ μεγάλη λαμπάδα καὶ στὸ ἀριστερὸ, τὸ θυμιατό.
Εἶναι πολὺ ὄμορφος μὲ τὰ κάτασπρα μακρυὰ του γένεια. Φαίνεται, σὰν ἅγιος ὁ παπᾶς! Καὶ ψάλλει!... ψάλλει ἀγγελικά!
Δεῦτε λάβετε φῶς...
Μικροὶ καὶ μεγάλοι πλησιάζουν· κι ὁ καλὸς ὁ παπούλης δίνει σ’ ὅλους ν’ ἀνάψουν τὶς ἄσπρες τους λαμπάδες!
Ἔπειτα λέει το Εὐαγγέλιο! Κλείνει τώρα τὸ Εὐαγγέλιο καὶ θυμιατίζει.
Τὸ ρολόϊ τῆς ἐκκλησίας ἀρχίζει νὰ χτυπᾶ ντὰν - ντὰν - ντάν...... 12 ἡ ὥρα!
Καὶ ὁ παπούλης ψάλλει:
Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν!
θανάτῳ θάνατον πατήσας
καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι
ζωὴν χαρισάμενος.
Χτυποῦν γοργὰ οἱ γλυκόλαλες καμπάνες.
Καὶ τὸ ἐλαφρὸ ἀεράκι παίρνει τὴ χαρούμενη φωνή τους καὶ τὴ σκορπᾶ μακρυά, πολὺ μακρυά.
Στὸ σπίτι περιμένει ἡ ζεστὴ μαγερίτσα, περιμένουν τὰ κόκκινα αὐγά!
Τσουγκρίζει ὁ παπποῦς κι ἡ γιαγιά!
Τσουγκρίζει ὁ πατέρας κι ἡ μητέρα!
Τσουγκρίζει ὁ Κώστας κι ἡ ῾Ελενίτσα!
Τσουγκρίζουν ὅλοι μὲ γέλια! μὲ χαρά!
- Χριστὸς Ἀνέστη!
- ᾽Αληθῶς Ἀνέστη! ἀκοῦς δεξιὰ κι ἀριστερά.
Τὸ ἀπόγευμα, ἔπειτα ἀπὸ τὴν Ἀγάπη, οἱ χωρικοὶ καὶ οἱ χωρικὲς ἔστησαν ὄμορφο χορὸ στὸ προαύλιο τῆς ᾽Εκκλησίας. Τὰ κορίτσια καὶ τὰ ἀγόρια ἐχόρευαν καὶ ἔλεγαν αὐτὸ τὸ τραγούδι:
Τὰ κορίτσια τραγουδοῦσαν:
᾽Εμπᾶτ’ ἀγόρια στὸ χορὸ
νὰ μάθετε τραγούδια,
τοῦτον τὸν ὄμορφο καιρό,
π’ ἀνοίγουν τὰ λουλούδια.
163
Πᾶνε, πέρασαν τὰ χιὸνια,
ἤρθανε τὰ χελιδόνια,
πέρασε ἡ μαυρίλα,
ἄνοιξαν καινούργια φύλλα.
Λά - λα, λά - λα, λα - λα - λά.
Λά - λα, λά - λα, λα - λα - λά.
Τὰ ἀγόρια ἀπαντοῦσαν:
Μπᾶτε, κορίτσια, στὸ χορὸ
νά μάθετε τραγούδια,
τοῦτον τὸν ὄμορφο καιρό,
π’ ἀνοίγουν τὰ λουλούδια.
Ν’ ἀγναντέψωμε τ’ ἀρνάκια,
π’ ἀνεβαίνουν στὰ βουνά,
στὰ χλωρὰ τὰ χορταράκια,
σὲ λημέρια δροσερά.
Λά - λα, λά - λα, λα - λα - λά.
Λά - λα, λά - λα, λα - λα - λά.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1949