Ντάγκ, ντάγκ, ντάγκ. Ντάγκ, ντάγκ, ντάγκ! ἀκούστηκε τὰ μεσάνυχτα ἡ καμπάνα τῆς Λαμπρῆς.
᾽Εγώ, ζωγραφίζοντας μὲ τὸ χερὶ μιὰ πέρδικα σ’ ἕνα κόκκινο αὐγό, δὲν εἶχα ἀποκοιμηθῆ. Τ’ ἄλλα ἀδέρφια μου κοιμόνταν ἥσυχα σὰ στὸν καλὸ καιρό. ῾Η μητέρα μου χώριζε τὰ φρεσκοπλυμένα ἀσπρόρουχα τοῦ καθενός. ῾Η γιαγιά μου παιδευόταν μὲ τὴν ψυχοκόρη μας στὸ μαγειρειὸ ἑτοιμάζοντας τὴ μαγειρίτσα μὲ τὰ σηκοτάκια καὶ τ’ ἄλλα λιανώματα τοῦ ἀρνιοῦ μὲ κρεμμυδάκια καὶ ἄνηθο. Τότε ἀκούστηκε ἀπὸ τὸ διπλανὸ δωμάτιο ἡ φωνὴ τοῦ πατέρα μου:
-Σηκωθῆτε κι ἑτοιμαστῆτε γρήγορα, νὰ μὴν κάθεται ὁ κόσμος καὶ μᾶς περιμένη.
Ποῦ νὰ ξυπνήσουν ὅμως τ’ ἀδέρφια μου! ῾Ο μικρὸς μάλιστα, ἄν δὲν τὸν ράντιζαν μὲ νερό, θὰ κοιμόταν ἀκόμη ὡς τὰ τώρα! Τόσο, ποὺ κίνησε κι ἦρθε ἄνιφτος.
-Πήρατε τὶς λαμπάδες σας; ρώτησε ὁ πατέρας μου. Καὶ τὴ μεγάλη γιὰ τὸ Χριστό; σβήσατε καλὰ τὶς φωτιές; κοιτάξτε νὰ μὴν ἀφήσετε τὴ γάτα στὸ μαγειρειὸ μὲ τ’ ἀρνὶ. Κάμετε λοιπὸν γρήγορα. Χρονιάσατε, ὅσο νὰ ἑτοιμαστῆτε!
Ὅλος ὁ κόσμος στὸ ποδάρι. ῞Ενας ἔκλεινε τὸ σπίτι, ἄλλοι ἔτρεχαν ἀμίλητοι γιὰ τὴν ἐκκλησία μὲ τὰ ἀναμμένα δαδιὰ στὸ χέρι, γιὰ νὰ βλέπουν νὰ περπατοῦν, κάποιος φώναζε τοὺς γείτονές του, ἄν ξύπνησαν, κι ἡ καμπάνα χτυποῦσε ἀτέλειωτα: Ντάγκ, ντάγκ, ντάγκ, ντάγκ. Ντάγκ!
Τὴν ἐκκλησία τὴ βρήκαμε γεμάτη. Ὁ παπὰς περίμενε ὅλο τὸ χωριό, γιὰ νὰ βάλη εὐλογητὸ κι ἔστελνε παιδιὰ στὰ σπίτια νὰ ξυπνήσουν τοὺς κοιμισμένους. Καὶ τὰ παιδιὰ τράνταζαν τὶς θύρες μὲ χτηπήματα, ὅσο νὰ τοὺς ξυπνήσουν.
῾Ὁ Γερομπίρος μονάχα, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ περπατήση ἀπὸ τοὺς ρευματισμούς, δὲ θ’ ἄκουγε ὁ κακομοίρης τὸν «Καλὸ τὸ Λόγο» ἀλλὰ σὰν ἄρρωστος καὶ κατάκοιτος ἦταν συχωρεμένος.
-῞Ολοι οἱ ἄλλοι εἴμαστε ἐδῶ; ρώτησε ὁ παπάς.
- Εἴμαστε, παπά μου.
-᾽Εμπρὸς λοιπόν. «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός...»
Ἅμα βγήκαμε ἔξω στὸ νάρθηκα γιὰ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» νὰ κι ὁ Γερομπίρος καβάλα στὸ μουλάρι του.
-Δὲν μποροῦσα νὰ τὸ χωνέψω αὐτό, ἔλεγε, ν’ ἀπομείνω ἔτσι ἐφέτος ἀπὸ τὰ παλιοπόδαρα. Ἀκόμη εἶμαι ζωντανός, δὲν εἶμαι πεθαμένος.
Ὅταν ἀπόλυσε ἡ ἐκκλησία καὶ γυρίζαμε ὅλοι μὲ τὶς ἄσπρες λαμπάδες ἀναμμένες, γιὰ νὰ πᾶμε καὶ στὰ σπίτια τὴ χάρη τῆς Λαμπρῆς ἀπὸ τὸ «Δεῦτε λάβετε φῶς», ἄσπριζε πέρα στὸ βουνὸ κι ἡ ἀνατολή. Ἄχ! τί ὄμορφα μοσκοβολοῦσαν αὐτὴν τὴν ὣρα τ’ ἀνθισμένα δέντρα στὶς αὐλὲς καὶ στοὺς κήπους!
Οἱ ἄνθρωποι χώριζαν γιὰ τὰ σπίτια τους μὲ τὶς εὐχὲς στὸ στόμα: «χριστὸς ἀνέστη!», «Χρόνια πολλά!», Χαρούμενοι μ’ ὅ,τι ἀγαπᾶ ἡ καρδιά σας!»
Τ’ ἀηδόνια τὸ ἔλεγαν στὰ λακκώματα κάτω μέσα στὰ βάτα.
Προτοῦ νὰ μποῦμε στὸ σπίτι μας, ἐμεῖς τὰ παιδιὰ περάσαμε ἀπὸ τὴ μάντρα, γιὰ νὰ φωτιστοῦν ἀπὸ τὶς λαμπάδες μας καὶ τὰ γιδοπρόβατα μὲ τ’ ἀρνιὰ καὶ τὰ κατσίκια· περάσαμε ἀπὸ τὸ μουλάρι μας, τὴ Σίβα. Τὸ σκυλί μας μᾶς δέχτηκε μὲ τόση χαρὰ τὸ καημένο στὴν αὐλή.
Ἡ πρώτη μας δουλειά ἦταν νὰ τραβήξωμε στὴν τραπεζαρία.
῾Η μαγειρίτσα ἦταν ἕτοιμη, οἱ λαμπριάτικες κουλοῦρες βγῆκαν ἀπὸ τὸ ἑρμάρι κι ἡ Ρήνα, ἡ ψυχοκόρη μας, ἔφερε καὶ τὰ κόκκινα αὐγὰ, γιὰ νὰ τσουγκρίσωμε μὲ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη».
Παίρνομε να τσουγκρίσωμε, τί νὰ ἰδοῦμε! Ὁ μικρὸς ἀδερφός μου, γιὰ νάβρη ποιό αὐγὸ εἶχε τὴν πιὸ γερὴ μύτη καὶ νὰ νικήση τ’ ἄλλα παιδιά, δοκιμάζοντας τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο, δὲν εἶχε ἀφήσει αὐγὸ γερό!
-Γιὰ τιμωρία του, εἶπε ὁ πατέρας, νὰ γυρίζη ὕστερα τὴ σούβλα μὲ τ’ ἀρνὶ μοναχός του στὸν κῆπο.
᾽Εκεῖ ὅμως ποὺ τὸ γύριζε, ὅλοι τὸν παρακαλούσαμε γιὰ χάρη νὰ μᾶς ἀφήση λίγο νὰ γυρίσωμε κι ἐμεῖς κι ἐκεῖνος μᾶς ἔκανε τὸ βαρύ, σὰ νὰ μᾶς χάριζε κάτι δικό του.
Μονάχα ἡ Ρήνα μας δὲν πρόφτασε νὰ τὸν βοηθήση, γιατὶ κουβαλοῦσε τὶς λαμπριάτικες κουλοῦρες καὶ τὰ κόκκινα αὐγὰ στοὺς δεκαεφτὰ βαφτιστικοὺς τῆς μητέρας μου, ὅπως ἦταν ἡ συνήθεια στὸν τόπο μας.
Πηγή : Αναγνωστικό Δ' Δημοτικού 1946