Τὰ παιδιά μιλοῦν γιὰ τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ.

Πλησιάζει ἡ Λαμπρή. Αὐτὲς τὶς ἡμέρες μαθαίνουν τὰ παιδιὰ στὸ σχολεῖο ὁλες τὶς ἱστορίες γιὰ τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ.

Προσέχουν πολὺ καὶ στὶς ἱστορίες, ποὺ διαβάζουν τὰ παιδιὰ τῶν μεγάλων τάξεων.

Λυποῦνται πολὺ τὰ παιδάκια, ποὺ κακοὶ ἄνθρωποι ἐβασάνισαν τόσο πολὺ τὸ Χριστό μας.

Δακρύζουν τὴ στιγμή, ποὺ τοὺς διηγεῖται ὁ δάσκαλος, πῶς ἐσταύρωσαν τὸν Κύριο, καὶ φαίνονται πολὺ θυμωμένα.

Μὰ πάλι μαλακώνουν, ἅμα ἀκούουν τὸ Χριστὸ νὰ λέη: «Πατέρα: συχώρεσέ τους· δὲν ξαίρουν τί κάνουν!».

Μαθαίνουν στὸ σχολεῖο νὰ ψάλλουν:

Αἱ γενεαὶ πᾶσαι
ὕμνον τῆ ταφῆ Σου
προσφέρουσι, Χριστέ μου.

῎Ερραναν τὸν Τάφον
αἱ μυροφόροι μύρα
λίαν πρωΐ ἐλθοῦσαι.

῾Ετοιμασίες γιὰ τὴ Λαμπρή.

Ἀπὸ τὴ Μεγάλη Πέμπτη ἔπαψαν καὶ τὰ μαθήματα. Στὰ σπίτια γίνονται πολλὲς ἑτοιμασίες γιὰ τὴ γιορτὴ τῆς Λαμπρῆς. Οἱ μητέρες ράβουν καινούργια φορέματα  τῶν παιδιῶν· καθαρίζουν κι ἀσπρίζουν τὰ σπίτια· ζυμώνουν τὶς λαμπροκουλοῦρες καὶ βάφουν τὰ κόκκινα αὐγά. Οἱ πατέρες ἀγοράζουν τὰ καινούργια  παπούτσια καὶ καπέλλα γιὰ τὰ παιδιά.

Καὶ κάθε βράδυ νέοι καὶ γέροι, μητέρες καὶ παιδιά, παρακολουθοῦν τὶς ὁλονυχτίες στὴν ἐκκλησία.

Ἡ θλιβερὴ ἡμέρα.

᾽Εξημέρωσε ἡ Μεγάλη Παρασκευή.

Ἀπὸ πρωΐ - πρωΐ ἡ γιαγιὰ μοιρολογοῦσε:

Σήμερα μαῦρος οὐρανός,
σήμερα μαύρη μέρα.
Σήμερα ὅλοι θλίβονται
καὶ τὰ βουνὰ λυποῦνται.

Δὲν εἶναι μονάχα ἡ ἱστορία τῆς σημερινῆς ἡμέρας θλιβερή! Καὶ ἡ ἴδια ἡ ἡμέρα σήμερα εἶναι μισοσκοτεινιασμένη.

Οὐρανὸς ἀκατάστατος˙ ὁ ἀέρας δὲ σεῖ οὔτε ἕνα φύλλο.

Γκλὰν - γκλὰν - γκλὶν - γκλίν....

Ντάν.... ντάν.... ντίν.... ντίν.... χτυποῦν θλιβερὰ τῆς ἐκκλησίας οἱ καμπάνες.

Ὁ Ἐπιτάφιος.

Ἀπὸ πρωΐ -πρωΐ, ἐπήγαιναν στὴν ἐκκλησία ἀγόρια καὶ κορίτσια. Ὁλα ἦσαν φορτωμένα μὲ λουλούδια:

Μενεξέδες, ἀνεμῶνες, βιολέτες, πασχαλιὲς εἶναι σωρὸς ἐπάνω σ’ ἕνα τραπέζι.

Τί ὡραῖα στολίδια, ποὺ βγάζει ἡ γῆ!

Τὰ κορίτσια τῆς Πέμπτης καὶ τῆς Ἕκτης τάξεως στολίζουν τὸν ᾽Επιτάφιο.

Τὰ μικρότερα παιδιὰ τῶν ἄλλων τάξεων, ἀγὸρια καὶ κορίτσια, ἑτοιμάζουν τὰ λουλούδια καὶ τοὺς τὰ δίνουν στὸ χέρι.

῾Ωραῖα! πολὺ ὡραῖα, ἐστολίσθη ὁ Επιτάφιος!

Τώρα ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ σχολείου κάνουν κύκλο γύρω στὸν ᾽Επιτάφιο καὶ ψάλλουν:

Αἱ γενεαὶ πᾶσαι., -
Ἡ περιφορὰ τοῦ Επιταφίου.

perifora epitafiosΣτὴν ὁλονυχτία ὅλος ὁ κόσμος ἦταν στὴν ἐκκλησία. Τά ἀγόρια τοῦ σχολείου φοροῦσαν τὴ φορεσιὰ τοῦ προσκόπου.

Ἔψαλλαν κι αὐτὰ ἕνα μέρος ἀπὸ τὸν ᾽Επιτάφιο θρῆνο.

Ἔγινε ἔπειτα ἡ περιφορὰ τοῦ ᾽Επιταφίου γύρω στὴν ἐκκλησία καὶ στοὺς δρὸμους.

Ἐπῆρε ὁ παπᾶς τὸ Εὐαγγέλιο στὰ χέρια του καὶ προχώρησε πρὸς τὰ ἔξω. Τέσσερα παλληκάρια σήκωσαν ψηλὰ τὸν ᾽Επιτάφιο κι ἀκολουθοῦ- σαν τὸν παπᾶ. ᾽Εσταμάτησαν στὴ μεγάλη εἴσοδο τῆς ἐκκλησίας. Ὅλος ὁ κόσμος ἐπέρασε κάτω ἀπὸ τὸν ᾽Επιτάφιο. Ὁ παπᾶς με τοὺς ψάλτες ἔψαλλαν διαρκῶς. ῎Επειτα  προχώρησαν ὅλοι.

᾽Εμπρὸς - ἐμπρὸς ἐβάδιζαν μερικὰ μεγάλα παιδιά τοῦ σχολείου. Αὐτὰ κρατοῦσαν τὸ Σταυρό, τὰ μεγάλα φανάρια καὶ τὰ ἑξαπτέρυγα τῆς ἐκ-κλησίας.

Ἔπειτα ὁ παπᾶς καὶ οἱ ψάλτες.

Ἀκολουθοῦσε ὁ Ἐπιτάφιος. Δεξιὰ κι ἀριστερὰ στὸν ᾽Επιτάφιο πήγαιναν τὰ παιδιὰ τῶν μεγάλων τάξεων μὲ τὰ πολύχρωμα φαναράκια τους ἀναμμένα. Ἀκολουθοῦσε ὅλος ὁ κόσμος μὲ μεγάλο σεβασμὸ.

Συχνὰ σταματοῦσαν· κι ὁ παπᾶς ἔλεγε κάποια ευχη. theia leitourgia

῎Επειτα προχωροῦσαν ὅλοι ψάλλοντας:

῎Ερραναν τὸν τάφον
αἱ μυροφόροι μύρα
λίαν πρωΐ ἐλθοῦσαι.
κι ἄλλοτε:
Κύριε ἐλέησον!
Κύριε ἐλέησον!
Κύριε ἐλέησον!
Κι οἱ καμπάνες τῆς ἐκκλησίας ἐσήμαιναν λυπητερά:

Ντὶν - ντίν....
Ντὰν - ντίν....
Ντὰν - ντίν....
᾽Εγύρισαν ἔπειτα στὴν ἐκκλησία· ὁ παπᾶς ἐδιάβασε ἕνα Εὐαγγέλιο· καὶ ἡ ἀκολουθία ἐτελείωσε.

Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1949