Γολγοθάς

«Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου...»

Συνεκινήθη καὶ συνετρίβη κάθε χριστιανικὴ καρδιὰ χθὲς τὸ βράδυ εἰς τὰς ἐκκλησίας. Καὶ αὐτοὶ ἀκόμη οἱ ψυχροὶ καὶ ἀδιάφοροι ἐσύρθησαν  ἕως ἐκεῖ ἀπὸ κάποιαν μυστηριώδη δύναμιν. «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας!»

Ὁ ἱερεὺς κρατεῖ τὸν ᾽Εσταυρωμένον εἰς τὰς χεῖρας του, ἀπαγγέλλει τοὺς συγκινητικοὺς ὕμνους καὶ κλαίει ἀπὸ συγκίνησιν. Δάσος  ὁλόκληρον χριστιανικῶν χειρῶν ἐκινήθησαν, διὰ νὰ κάμουν τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ καὶ χιλιάδες ὀφθαλμῶν ἐβούρκωσαν.

Μέσα εἰς τὴν γενικὴν συγκίνησιν, τὰ μυρωμένα σύννεφα τοῦ μοσχολιβάνου, ὁ ἱερεὺς προχωρεῖ βραδέως.

«Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται ὁ τῶν ἀγγέλων βασιλεύς...»

Οἱ χριστιανοὶ μὲ τὴν φαντασίαν των ἔρχονται εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ παρακολουθοῦν τὸ δρᾶμα τῶν Παθῶν. Φθάνουν εἰς τὸ Πραιτώριον καὶ  βλέπουν τὸν Χριστὸν εἰς τὸ λιθόστρωτον ἐνδεδυμένον τὴν κοκκίνην χλαμύδα, στεφανωμένον μὲ τὸν ἀκάνθινον στέφανον καὶ  διάβροχον ἀπὸ τὸν ἱδρῶτα τῆς ἀγωνίας.

Τὸν βλέπουν ἐξηντλημένον ἀπὸ τὴν ὁλονύκτιον δίκην ἐνώπιον τοῦ Συνεδρίου εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ Καϊάφα. Τὸν βλέπουν νὰ δέχεται τοὺς  ἐμπτυσμοὺς καὶ τοὺς κολαφισμοὺς τοῦ ἐξηγριωμένου ὄχλου.

Ὤ! πῶς φωνάζει αὐτὸς ὁ λαός! Οἱ χριστιανοὶ θέλουν νὰ τοὺς παρακαλέσουν νὰ μὴ φέρωνται μὲ τόσην σκληρότητα πρὸς τὸν Χριστόν.  Θέλουν νὰ ὑπενθυμίσουν τὰς ἀπείρους εὐεργεσίας του καὶ τὴν θείαν διδασκαλίαν του. Ἀλλ’ αὐτοὶ φωνάζουν πρὸς τὸν Πιλάτον:

-Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν!

Καὶ ὁ Πιλάτος νίπτει τὰς χεῖρας του μὲ ὑποκρισίαν καὶ παραδίδει εἰς αὐτοὺς τὸν Χριστόν, διὰ νὰ τὸν σταυρώσουν. Φορτώνουν εἰς τοὺς  ὤμους του τὸν σταυρὸν καὶ μὲ ὕβρεις καὶ ἐμπτυσμοὺς τὸν ὁδηγοῦν εἰς τὸν Γολγοθᾶν. Καὶ καρφώνουν τὰς χεῖρας του καὶ τοὺς πόδας του  ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ.

Ἄφωνος ὑπομένει τὰ πάντα ὁ Κύριος καὶ ἀπὸ πλημμύραν ἀγάπης πρὸς τοὺς σταυρωτάς του ἀναφωνεῖ:

- «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι!»

Μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦν ἐσταυρώθησαν καὶ δύο λησταί. Ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ δύο ἀνόμων! Ὁ εἷς ἔχει τὴν κακίαν τοῦ ὄχλου καὶ ὑβρίζει τὸν  Κύριον μαζὶ μὲ τοὺς στρατιώτας τῶν Ρωμαίων καὶ τοὺς ὑπηρέτας τῶν Φαρισαίων. Εὐτυχῶς ὁ ἄλλος μαζὶ μὲ τὸν ἰδικὸν του πόνον ἔχει καὶ τὸν πόνον τοῦ Χριστοῦ. Καὶ σκέπτεται: «Τί ἔκαμεν ὁ καλὸς αὐτὸς ἄνθρωπος καὶ τὸν ἐσταύρωσαν; Ἀπὸ τὸ στόμα του μόνον γλυκεῖς λόγοι  ἐξῆλθον. Κακὸν εἰς κανένα δὲν ἔκαμεν. Εὐεργεσίας μόνον ἐσκόρπισε γύρω του.» Καὶ ἐπιπλήττει τὸν ἄλλον ληστὴν λέγων: «Καὶ ἡμεῖς μὲν  δίκαια πάσχομεν˙αὐτὸς δὲ τί κακὸν ἐποίησε;»

- «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου.»

Καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ ἤνοιξεν ἀμέσως τὸν Παράδεισον.

Ὅταν ἀναγινώσκεται τὸ Εὐαγγέλιον καὶ ἀκούεται ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ ληστοῦ, χιλιάδες χειλέων τὸν ἐπαναλαμβάνουν.

«Λόγχῃ ἐκεντήθη ὁ υἱὸς τῆς Παρθένου.» Καὶ νεκρὸς πλέον ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ βασανίζεται. Ἀλλ’ ἀπὸ τὸν θάνατον Ἐκείνου ἀνέβλυσε πηγὴ  ζωῆς αἰωνίας. Ἀπὸ τὴν πηγὴν αἱ πληγωμέναι καρδίαι λαμβάνουν τὰ ἀληθινὰ φάρμακα, διὰ νὰ θεραπευθοῦν. Μὲ αὐτὰ οἱ νεκροὶ ἀνίστανται  καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰσέρχονται εἰς τὸν Παράδεισον.

Ποῖος λοιπὸν ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς δὲν θὰ γονατίσῃ ἐνώπιον τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ δὲν θὰ ἀναφωνήσῃ μὲ λαχτάραν:

«Προσκυνοῦμεν Σου τὰ Πάθη, Χριστέ! Δεῖξον ἡμῖν καὶ τὴν ἔνδοξόν Σου Ἀνάστασιν!»

 Πηγή : Αναγνωστικό ΣΤ΄ Δημοτικού 1939