Τὴν Μεγάλην Πέμπτην πρωί, ἀφοῦ ἐγύρισαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, ὅπου εἶχον μεταλάβει ὅλοι, ἡ καλὴ καὶ προκομμένη μήτηρ  ἀνασκουμπώνεται κοὶ ἀρχίζει νὰ βάφη ἐν τῇ χύτρᾳ τὰ αὐγά.

῎Επειτα ἤρχισαν νὰ ἔρχωνται εἰς τὴν θύραν ἀνὰ ζεύγη τὰ παιδιὰ τῆς πολίχνης μὲ τὸν ὑψηλὸν καλάμινον σταυρόν, στεφανωμένον μὲ ρόδα, δενδρολίβανον καὶ ποικιλόχροα ἀγριολούλουδα.

῎Εψαλλον δὲ τὸ ἆσμα:

Βλέπεις ἐκεῖνο τὸ βουνὸ ποὺ φαίνεται ἀπὸ πέρα,
ἐκεῖ σταυρῶσαν τὸ Χριστό, τῶν πάντων Βασιλέα.
Σύρε, μητέρα μ᾽, στὸ καλὸ καὶ στὴν καλὴ τὴν ὥρα,
κι ἐμένα νὰ μὲ καρτερῆς το Σαββατο τὸ βράδυ,
Ὅταν σημαίνουν οἱ ἐκκλησιὲς καὶ ψάλλουν οι παπάδες,
τότε καὶ σύ, μανμύλα μου, νά ᾽χης Χαρὲς μεγάλες.


Καὶ τί χαρὲς μεγάλες, τῷ ὄντι, τί χαρὲς δι’ ὅλα τὰ παιδιά. Καὶ ἡ καλὴ ἡ μήτηρ ἔδιδε προθυμότατα ἀνὰ δύο κόκκινα αὐγὰ εἰς ὅλα τὰ παιδιά!

Μετὰ ταῦτα ἡ μήτηρ ἤρχιζε νὰ ζυμώνη καὶ νὰ πλάθη ἀρκετὲς κουλοῦρες μετ’ αὐγῶν διὰ τὸν σύζυγον, διὰ τὴν πενθεράν της, διὰ τὸν ἑαυτόν  της ὡς καὶ μικρὲς «κοκκῶνες» διὰ τὰ μικρὰ τέκνα της τὴν Μόρφω καὶ τὸν Εὐαγγελινόν καὶ διὰ τὰ πτωχὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς. Καὶ ἐπειδὴ ὁ  μικρὸς Εὐαγγελινὸς μετὰ τὸ μοίρασμα ἔκλαιε λέγων ὅτι δὲν εἶναι ἀρκετὰ μιγάλη ἡ «κοκκώνα» του, ἡ μήτηρ τοῦ ἔδιδεν ἄλλην, ἀλλ’ αὐτὸς  δὲν ἡμέρωνε. Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι τὰς ἤθελε διὰ τὸν ἑαυτόν του. Καὶ τότε ἡ μήτηρ τὸν ἐπαρηγόρει λέγουσα:

- Τὸ Σάββατο τὸ βράδυ θὰ ΄ρθη ἡ κουρούνα «κρὰ κρά!» νὰ φερῃ τὸ τυρὶ καὶ τὸ κρέας «τσὶ τσί!», καὶ τότε νὰ ἰδῆς χαρές, σὰν ἀκούσῃς «κρὰ κρά !» τὴν κουρούνα νὰ χτυπᾷ τὸ παραθύρι: «Πάρε, Βαγγελινέ, πάρε καὶ τὸ τσὶ τσὶ νὰ φᾶτε».

Καὶ ὁ μικρὸς ἐψέλλιζε καὶ αὐτός. «Θὰ θῆ κουούνα νὰ φέῃ τὸ, τσὶ τσὶ» καὶ ἑνώνων τὰς χεῖρας, δακτύλους μεταξὺ δακτύλων κατὰ τὸ   ὑπόδειγμα τῆς μητρός, ἐμιμεῖτο τὴν κίνησιν τῶν πτερῶν τῆς κουρούνας. Τὸ δὲ παιδίον τῆς γειτόνισσας ἑξαετές, ἄνιπτον, ρακένδυτον,  καθισμένον εἰς μίαν γωνίαν μὲ τὴν «κοκκώναν» εἰς τὰ χέρια του, διεμαρτύρετο καὶ ἔλεγε:

- Ναί θὰ ρθη ἡ κουρούνα, ἀμ δὲ θὰ ρθῆ!

Καὶ τὴν Μεγάλην Παρασκευήν, περὶ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, ἡ μήτηρ ὡδήγησε τὰ δύο παιδία εἰς τὴν ἐκκλησίαν. ᾽Εκεῖ ἔκαμαν τρεῖς γονυκλισίας πρὸ τοῦ Κουβουκλίου καὶ ἠσπάσθησαν εὐλαβῶς τὸν ᾽Επιτάφιον. Κατόπιν ἠσπάσθησαν τὸ ἀργυρόχρυσον Εὐαγγέλιον μὲ τ’ ἀγγελούδια καὶ  τὸν Σταυρὸν (τί χαρά, τί δόξα!) καὶ ἐπέρασαν τρεῖς φορὰς ὑπὸ τὸν ὑψηλὸν καὶ μεγαλοπρεπῆ ᾽Επιτάφιον.

Μικρὸν δὲ μετὰ τὰ μεσάνυχτα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς ἡ μήτηρ ἐξύπνησε τὸν Εὐαγγελινὸν καὶ τὴν Μόρφω, καὶ ἐνῷ ἐσήμαιναν διὰ μακρῶν οἱ κώδωνες, ἐπῆγαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὅπου ἐψάλη τὸ «ὦ γλυκύ μου ἔαρ...» καὶ ἄλλα παθητικὰ ἄσματα. ῎Επειτα οἱ πιστοὶ ὅλοι μὲ  ἀναμμένας λαμπάδας ἐξῆλθον εἰς τὸ ὕπαιθρον κάτω ἀπὸ τὸ φέγγος τῆς σελήνης, ἥτις ἔφθινεν, ἐνῷ ἡ αὐγὴ ἤρχισε πλέον νὰ λάμπη ροδίνη  κᾳὶ ξανθή.

Προπέμπουν καὶ ἀκολουθοῦν ὅλοι τὸν ᾽Επιτάφιον μὲ σειρὰς ἀναμμένων κηρίων.῾Η αὔρα ἐκίνει ἠρέμα τάς φλόγας τῶν λαμπάδων, χωρὶς νὰ  τὰς σβήνη, καὶ ἠ ἄνοιξις ἔστελνε τὰ ἐκλεκτότερα ἀρώματά της εἰς τὸν Παθόντα καὶ Ταφέντα, ὡσὰν νὰ ψάλλη καὶ αὐτή:

- «῟Ω γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον!».

Τὰ δὲ παιδία προπορευόμενα τῆς πομπῆς ἔκραζον μεγαλοφώνως:

- «Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον»! Καὶ ὁ Εὐαγγελινὸς ἐψέλλιζε μετὰ τῶν ἄλλων: «Κύϊε ἔησον! Κύϊε ἔησον!».

Καὶ ὕστερον,  ὅταν ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ὁ Εὐαγγελινὸς ἐξύπνησεν ἀπὸ τὰ βελάσματα τοῦ ἀρνίου, τὸ ὁποῖον  ἡτοιμάζετο νὰ σφάξῃ, διὰ τὴν οἰκογένειαν τοῦ καπετὰν Κομνιανοῦ ὁ γείτονας Νικόλαος, ὁ σύζυγος τῆς Μηλιᾶς.

῾Ο Εὐαγγελινὸς καὶ ἡ Μόρφω ἐξῆλθον εἰς τὸ προαύλιον. Τί ὡραῖον! τί ἤρεμον! τί λευκόμαλλον ποὺ ἡτο τὸ ἀρνί. Καὶ πῶς ἐβέλαζε «μπὲ μπὲ» τὸ καημένο.

Τὴν ἑσπέραν ἔφερεν ὁ πατὴρ τὰς πασχαλινὰς λαμπάδας, ὡραίας, λεπτάς, περιτέχνους. Τί χαρά, τί θρίαμβος! φαντασθῆτε ὡραίας μικρὰς λαμπάδας μὲ ἄνθη τεχνητά, μὲ χρυσόχαρτα.

῾Ο Εὐαγγελινὸς ἤθελε νὰ πάρη τὴν τῆς ἀδελφῆς του, λέγων ὅτι ἐκείνη εἶναι μεγαλυτέρα. ῾Η μήτηρ του τὴν ἔδωκεν, ἀλλ’ ὁ μικρὸς τὴν ἔσπασεν, ἐκεῖ ποὺ ἔπαιζε μὲ αὐτήν, ἔσπασε καὶ τὴν ἰδικήν του καὶ ὕστερον ἔβαλε τὰ κλάματα. ῾Ο πατὴρ τοῦ ἠγόρασεν ἄλλην, ἀφοῦ τὸν ὑπεχρέωσε νὰ ὑποσχεθῆ ὅτι δὲν θὰ τὴν πιάση εἰς τὴν χεῖρα ἕως τὰ μεσάνυχτα, ὅταν θὰ ὑπάγουν εἰς τὴν Ἀνάστασιν.

῾Ο μικρὸς ἀπεκοιμήθη κλαίων καὶ χαίρων.

Μετὰ τὰ μεσάνυχτα ἔγινεν ἡ Ἀνάστασις. ῎Ηστραψεν ὁ ναὸς ὅλος, ἤστραψε καὶ ἡ πλατεῖα ἀπὸ τὸ φῶς τῶν κηρίων. Τὰ παιδία ἤρχισαν νὰ  καίουν μετὰ, κρότου σπίρτα καὶ μικρὰ πυροκρόταλα ἔξω εἰς τὸν πρόναον.

Ἄλλα μικρὰ παιδιά, ἀγοράκια καὶ παιδίσκαι τετραετεῖς, μὲ τὰς κομψὰς ποικίλας λαμπάδας ἐτάχθησαν ἀνὰ τὸν χορόν, περὶ τὰ δύο ἀναλόγια  καὶ παρὰ τὸ εἰκονοστάσιον καὶ ἤρχισαν νὰ θορυβῶσι, νὰ παίζωσι καὶ νὰ τσουγκρίζωσι τ’ αὐγά των.

Μία παιδίσκη καὶ ἓν ἀγόρι πέντε ἐτῶν ἡρχισαν νὰ φιλονικῶσι περὶ τοῦ τίνος ἡ λαμπάδα ἦτο εὐμορφοτέρα.

- ῎Οχι, ἡ δική μου ἡ λαμπάδα εἶναι καλύτερη.

- ῎Οχι, ἡ δική μου.

- ᾽Εμένα ὁ πατέρας μ’ τὴν ἐδιάλεξε καὶ εἶναι πιὸ καλή.

- ᾽Εμένα ἡ μάνα μ’ τὴν ἐστόλισε μοναχή της.

-  Καὶ ξέρει νὰ κάνῃ λαμπάδες ἡ μάνα σ᾽;

- ῎Οχι, δὲν ξέρει; Σὰν τὴ δική σ’.

- Τέτοια παλιολαμπάδα!

Καὶ ἐξηκολούθησεν ἡ φιλονικία των, ἕως ὅτου ἔσπασαν τὰς λαμπάδας των καὶ κατέληξαν εἰς κλάματα.

Τὸ ἀπόγευμα πάλιν, ἀφοῦ ἐψάλη ἡ δευτέρα Ἀνάστασις καὶ ἔγινεν ἡ Ἀγάπη, ἐξῆλθον ὅλοι εἰς τὴν πλατεῖαν.

Ὕστερον ἡ μήτηρ ἔστρωσε τὴν τράπεζαν εἰς τὴν οἰκίαν καὶ παρέθεσε τὰ αὐγὰ τὰ κόκκινα, τὸ τυρὶ ποὺ εἶχε φέρει ἡ κουρούνα, καὶ τὸ ἀρνὶ ψημένον. Τὰ παιδιὰ ἐστάθησαν εἰς τὴν τράπεζαν καὶ ἤρχισαν νὰ τσουγκρίζουν τ’ αὐγά των.

Τί χαρά, τί ἀγαλλίασις!

 «Παιδικὴ Πασχαλιὰ»                                                                

 Ἀλ. Παπαδιαμάντης

Πηγή : Αναγνωστικό Α' Γυμνασίου 1963