pasxa ton sklabon

Μεγάλο Σάββατο. ―Πρεσβυτέρα, θὰ πεταχτῶ ἕως τὸ Πατριαρχεῖο, νὰ δῶ, ἂν θὰ κάνωμε τὸ βράδυ  Ἀνάσταση. Εἶναι τὸ πρῶτο Μεγάλο Σάββατο μετὰ τὴν Ἅλωση καὶ δὲν ξέρομε ἀκόμη, ἂν θὰ ἑορτάσωμε καὶ  ποῦ θὰ ἑορτάσωμε. Γι’ αὐτό, ἂν ἀργήσω, μὴν ἀνησυχῆς, εἶπε στὴν παπαδιά του φεύγοντας τὸ πρωὶ ὁ  πάτερ Θεόδωρος, παλιὸς παπὰς τῆς Ἁγια - Σοφιᾶς.

Ἀργὰ γύρισε σπίτι· πλησίαζε νὰ νυχτώση, Ἐπισκέφτηκε τὸν Πατριάρχη Σχολάριο, συμβουλεύτηκε παλιοὺς  ἄρχοντες τῆς γειτονιᾶς, συνεννοήθηκε μὲ πολλὰ χριστιανικὰ σπίτια. Ὅλα κανονίστηκαν. Κατάκοπος λοιπὸν  ἤπιε λίγο νερὸ καὶ ἔβαλε δυὸ μπουκιὲς ψωμί, νὰ στυλωθῆ ἀπὸ τὴν κούραση.

Ὕστερα ζήτησε να βρῆ ανακούφιση στην προσευχὴ ἐμπρὸς στὸ μοναδικὸ εἰκόνισμα τοῦ σπιτιοῦ, ποὺ τοὺς εἶχε ἀπομείνει ἀπὸ τὴν τραγικὴ καταστροφή· γονάτισε καὶ δεήθηκε μὲ κατάνυξη:

―«Κύριε ὁ Θεός μου, ἐπὶ σοὶ ἤλπισα· σῶσόν με ἐκ πάντων τῶν διωκόντων με καὶ ῥῦσαί με...» (ψαλμὸς ζ’).

Ὅταν τελείωσε, τὸν ρώτησε ἡ παπαδιά του:

―Παπά μου, θὰ κάνωμε, ἀπόψε Ἀνάσταση;

―Ναί, πρεσβυτέρα. Ὁ Πατριάρχης εἶπε, ὅτι ὁ Μωάμεθ ἔδωκε τὴν ἄδεια ν’ ἀναστήσωμε· νὰ μὴν ἑορτάσωμε ὅμως στὶς παλιὲς ἐκκλησίες. Μήτε καμπάνες νὰ χτυπήσουν, μήτε λαμπάδες ν’ ἀνάψουν, μήτε κεριὰ νὰ  γυρίσουν στοὺς δρόμους, γιὰ νὰ φέρουν τὸ ἅγιο φῶς τῆς Ἀναστάσεως στὰ σπίτια, Γιατὶ ἀλλιῶς...

―Μπορεῖ καὶ νὰ μᾶς σκοτώσουν, συμπλήρωσε ἡ παπαδιὰ τὸ λόγο τοῦ παπᾶ. Ἄ, ζωὴ δυστυχισμένη ποὺ  περνοῦμε!

―Σώπα, πρεσβυτέρα, μὴ βαρυγνωμᾶς. Ὁ Θεὸς εἶναι μεγάλος.

―Μεγάλη ἡ Χάρη του... Τὸν προσκυνῶ... Ἀλλὰ νὰ εἴχαμε τουλάχιστο τὰ δυὸ ἀγόρια μας, εἶπε ἡ παπαδιά,  ἐνῶ θερμὰ δάκρυα κατέβαιναν στὸ πρόσωπό της.

―Ὑπομονή, πρεσβυτέρα. Τὰ παιδιά μας πέθαναν γιὰ τὴν Πίστη καὶ τὴν Πατρίδα. Ἔπεσαν δίπλα στὸν  αὐτοκράτορα. Μὴν τὰ κλαῖς..., ἀπάντησε ἐκεῖνος μόλις συγκρατώντας καὶ
τὸ δικό του πόνο.

Καὶ σὲ λίγο συνέχισε:

―Καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἄφησε τὸ Δημητράκη μας, ἐνῶ ἄλλοι ξεκλήρισαν ἀπὸ τὴ ρίζα τῆς γενιᾶς των...

Ἐδῶ σταμάτησε πάλι. Ἀναστέναξε βαθιὰ καὶ μὲ φανερὴ ἀνακούφιση πρόσθεσε:

―Ξέρεις, πῆρα ἀπάντηση ἀπὸ τὸν... παλιό μου φίλο, ποὺ ἔφυγε στὴ Βενετία, καὶ μοῦ γράφει νὰ τοῦ στείλω τὸ παιδὶ νὰ σπουδάση. Θὰ μεγαλώση καὶ θὰ ἐκδικηθῆ τ’ ἀδέρφια του καὶ ὅλη τὴ γενιά μας. Ἀμὴ τί θαρροῦν! Θὰ ἔρθη ἡ ὥρα!

―Καὶ δὲν πᾶμε κι ἐμεῖς στὴ Βενετία, παπά μου, νὰ γλιτώσωμε ἀπὸ τοὺς Τούρκους; Θὰ κάνης τὸν ἐφημέριο  καὶ θὰ ζήσωμε, εἶπε ἐκείνη μὲ τὴν κρυφὴ ἐλπίδα, ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα νὰ τελειώσουν τὰ βάσανά τους.

―Ὄχι, πρεσβυτέρα. Τὸ χρέος μου εἶναι ἐδῶ κοντὰ στοὺς Χριστιανούς. Πρέπει νὰ τοὺς παρηγορῶ καὶ νὰ  τοὺς ἐνθαρρύνω, ἀποκρίθηκε ζωηρὰ ὁ πάτερ Θεόδωρος.

―Καὶ τόσοι ἄλλοι, ποὺ ἔφυγαν;

―Αὐτοὶ ἦταν λαϊκοί, δὲν ἦταν ἱερωμένοι. Μὴν τὰ λὲς αὐτὰ καὶ μὲ πικραίνεις. Ἕνας παπὰς ζῆ καὶ πεθαίνει κοντὰ στὸ ποίμνιό του. Μήπως δὲν ἔκανε τὸ ἴδιο γιὰ μᾶς ὁ Παλαιολόγος;

Ἡ παπαδιὰ σώπασε μὲ χριστιανικὴ ὑπομονὴ ἀκούγοντας τὰ σωστὰ λόγια τοῦ παπᾶ της.

Ὁ μικρὸς Δημητράκης, ποὺ ἔπαιζε ἕως τώρα στὴν αὐλή, μπαίνοντας μέσα ρώτησε τὴ μητέρα του:

―Μανούλα, θὰ πᾶμε ἀπόψε στὴν Ἁγια ― Σοφιά, νὰ κάνωμε Ἀνάσταση;

―Ὄχι, παιδί μου, ἀπάντησε ἀναστενάζοντας ἐκείνη.

―Καὶ δὲ θὰ δοῦμε λοιπὸν τὸν Πατριάρχη μὲ τὰ χρυσά του; ρώτησε πάλι ὁ μικρός, ποὺ δοκίμαζε μεγάλη  εὐχαρίστηση νὰ τὸν καμαρώνη, ὅταν τελοῦσε τὴ μεγαλοπρεπῆ λειτουργία τῆς Ἀναστάσεως.

―Ὄχι, καρδούλα μου, Δὲν τὸν ἀφήνουν οἱ Τοῦρκοι.

―Καὶ τὸν αὐτοκράτορα δὲ θὰ τὸν δοῦμε;

―Ὄχι, Δημητράκη μου. Δὲν εἶναι ἐδῶ ὁ αὐτοκράτορας, ἀπάντησε μὲ βαθύτερο στεναγμὸ ἡ παπαδιά.

―Ἄχ! γιατί ἔτσι ἀπόψε, μητέρα; διαμαρτυρήθηκε μὲ βουρκωμένα μάτια τὸ παιδί, ποὺ ἔβλεπε νὰ σβήνουν  ἕνα ἕνα τὰ ὄνειρά του γιὰ τὴ χαρούμενη γιορτή.

Ἀλλὰ ὅταν ἐπέρασε ἡ πρώτη ἐντύπωση, ξαναρώτησε:

―Καὶ ποῦ εἶναι ὁ αὐτοκράτορας;

―Τὸν πῆρε ὁ ἄγγελος Κυρίου, ἅμα ἦρθαν οἱ Τοῦρκοι, καὶ τὸν ἔκρυψε σὲ μιὰ σπηλιά, κοντὰ στὴ  Χρυσόπορτα.

―Καὶ τί κάνει ἐκεῖ;

―Καρτερεῖ τὴν ὥρα νὰ ἔρθη ὁ ἄγγελος νὰ τὸν σηκώση, γιὰ νὰ διώξη τοὺς Τούρκους καὶ νὰ πάρη πίσω τὴν  Πόλη.

―Καὶ δὲν εἶναι δική μας ἡ Πόλη; ἀνέβηκε αὐτόματα ἡ ἐρώτηση στὸ στόμα τοῦ παιδιοῦ, ποὺ δὲν εἶχε νιώσει ἕως τώρα τὴ συμφορὰ τῶν Ἑλλήνων.

―Δική μας εἶναι, ἀλλὰ τώρα μᾶς τὴν πῆραν οἱ Τοῦρκοι.

―Καὶ τότε πότε θὰ ἔρθη ἡ ὥρα, μανούλα;

―Ὅταν τρανέψης, γιόκα μου κι ἀρματωθῆς και κάνης τὸν ὅρκο στὴν Ἐλευθεριά, ἐσὺ κι ὅλη ἡ νεολαία, νὰ  σώσετε τἠ χώρα... Τότε θὰ ἔρθη ἡ ὥρα καὶ ὁ ἄγγελος καὶ ὁ αὐτοκράτορας, εἶπε σὲ τόνὸ προφητικὸ ἡ  παπαδιά.

―Καὶ τὸ ξέρει ὁ πατέρας;

―Ναί, αὐτὸς μοῦ τὸ εἶπε σήμερα.

Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη στὸ μυαλὸ τοῦ μικροῦ χαράχτηκε βαθιὰ ἡ παρήγορη σκέψη τοῦ λυτρωμοῦ τῶν  σκλαβωμένων. Τὴν εὐλόγησε ἡ Ἐκκλησία καὶ τὴ στάλαξαν τὰ πονεμένα μητρικὰ στήθη στὸ αἶμα καὶ στὴν  ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ κι ἔγινε ἕνα μὲ τὴν ὕπαρξή του. Κι ἔτσι τετρακόσια χρόνια ἀπὸ γονεῖς σὲ παιδιὰ  κληρονομιόταν καὶ θέρμαινε τὴν καρδιὰ τῶν ραγιάδων.

pasxa ton ypodoulon

Ἀνάσταση. Τὸ σπίτι τοῦ πάτερ Θεόδωρου, φτωχὸ καὶ ταπεινό, βρισκόταν κοντὰ στὶς παράλιες πύλες, ὅπου κατοικοῦσαν πιὰ οἱ χριστιανοί, φεύγοντας ἀπὸ τὰ ὑψώματα καὶ τὶς ὑγιεινὲς συνοικίες, ποὺ τὶς ἅρπαξε  ὁ κατακτητής.

Ξεκίνησαν λοιπόν, ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα, ὅλοι μαζὶ γιὰ τὴν ἐκκλησία. Προπορευόταν λίγα βήματα ὁ παπὰς  διαλέγοντας τὰ στενὰ καὶ τοὺς ἔρημους δρόμους, γιὰ νὰ μὴ τοὺς δῆ κανένας παραστρατημένος  ἀλλόθρησκος. Ἀκολουθοῦσε ἡ παπαδιὰ κρατώντας σφιχτὰ τὸ Δημητράκη ἀπὸ τὸ χέρι.

Χωρὶς νὰ τοὺς συμβῆ κακὸ ἔφτασαν σὲ λίγο. Ἕνα χαμηλὸ σπίτι χρησίμευε γιὰ ναὸς τῶν κατατρεγμένων  Χριστιανῶν. Οἱ Τοῦρκοι, παίρνοντας τὴν Πόλη, πῆραν καὶ τοὺς χριστιανικοὺς ναοὺς καἵ τοὺς ἔκαναν δικά  τους τζαμιά. Ἄν ἔμενε κανένας, ἦταν κλειστὸς καὶ ἔρημος. Ποιός τολμοῦσε νὰ προσευχηθῆ σὲ ἐκκλησία!

Ὁ πάτερ Θεόδωρος ἐτέλεσε τὴ λειτουργία. Οἱ σκλαβωμένοι Χριστιανοὶ ― παλιοὶ ἄρχοντες ξεπεσμένοι τώρα, ἀξιωματικοὶ κατατρεγμένοι, φτωχοί, ἀπροστάτευτοι στὴ δυστυχία τους ― τὴν παρακολούθησαν ἀδερφωμένοι μὲ τὰ δάκρυα στὰ μάτια.

Ὁ ναός τους δὲν εἶχε καμιὰ παλιὰ μεγαλοπρέπεια· οὔτε στύλοι μαρμάρινοι καὶ ψηφιδωτά, οὔτε ἀσημένιες  καὶ χρυσὲς εἰκόνες, οὔτε καντῆλες πολύτιμες. Λίγα κεράκια μόνο τρεμόσβηναν καὶ ἀχνοφώτιζαν τὴ φτωχὴ ἐκκλησία τῶν πιστῶν ραγιάδων.

Καὶ ὅμως ἐκεῖ μέσα τὴ βῤαδυὰ τῆς Ἀναστάσεως ἡ πίστη τῶν Χριστιανῶν ἀνέβαινε θερμότερη ἀπὸ κάθε  ἄλλη φορὰ στὸν οὐράνιο Πατέρα. Κι Ἐκεῖνος στοργικὰ τοὺς ἔστειλε τὴν παρηγοριὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ τὴν ἐλπίδα τοῦ λυτρωμοῦ.

Μήπως δὲν ἀναστήθηκε καὶ ὁ «ἐσταυρωμένος Υἱός Του;»

Ὁ πάτερ Θεόδωρος διάβασε κατανυκτικὰ τὸ Εὐαγγέλιο.

Κάθε λέξη του τονισμένη ἄγγιζε τὰ βάθη τῆς ψυχῆς:

...«Διαγενομένου τοῦ Σαββάτου, Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακὼβ καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν  ἀρώματα...»

Καὶ ἔπειτα: «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν...»

Τὸ πλῆθος, συγκρατώντας μόλις τοὺς λυγμούς, ἔψαλλε κι ἐκεῖνο τὸ τροπάριο.

Ὅταν τελείωσε ἡ λειτουργία, ὁ πάτερ Θεόδωρος εὐχήθηκε:

―Χριστὸς ἀνέστη, Χριστιανοί.

―Ἀληθινὸς ὁ Κύριος!

―Καὶ τοῦ χρόνου ἐλεύθεροι, ἀδέρφια.

―Ὁ Χριστὸς νὰ δώση, φώναξαν ὅλοι, μάταια προσπαθώντας νὰ πνίξουν τὴ φωνή, μὴ τοὺς ἀκούση τὸ ξένο αὐτί.

Τετρακόσια χρόνια κάθε Πάσχα ὁ Ἕλληνας ἱερέας ἀπὸ τὴν ἅγια Πύλη ξανάλεγε μὲ λαχτάρα:

―Χριστὸς ἀνέστη! Καὶ τοῦ χρόνου ἐλεύθεροι, ἀδέρφια. Καὶ ἄλλα τόσα Πάσχα ἐπαναλάμβαναν οἱ  σκλαβωμένοι Ἕλληνες μὲ καημὸ καὶ πίστη:

―Ἀληθινὸς ὁ Κύριος! Ὁ Θεὸς νὰ δώση!

Καὶ ὅταν ἦρθε τὸ Μεγάλο Πάσχα τοῦ λυτρωμοῦ τὸ 1821, ὁ Δεσπότης Γερμανὸς δεήθηκε στὴν ἅγια Λαύρα:

―«Ἀναστήτω ὁ Θεὸς καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ καὶ φυγέτωσαν ἀπὸ τοῦ προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦντες αὐτὸν... (ψαλμὸς ξη´)

Πότε λοιπόν, παιδιά, θὰ στήσωμε κοντὰ στὸ μνημεῖοτοῦ ἀγνώστου στρατιώτου τὸ μνημεῖο στὸν ἄγνωστο ῞Ελληνα ἱερωμένο, ποὺ μέσα στὴ μαύρη σκλαβιὰ πρόβαλλε τὰ στήθη του καὶ ἀνέβαινε ἀκόμη καὶ στὴν  ἀγχόνη, γιὰ νὰ θερμάνη τὴν πίστη καὶ τὶς ἐλπίδες τοῦ σκλαβωμένου καὶ κατατρεγμένου Ἑλληνισμοῦ;

Ν. Α. Κοντόπουλος

Πηγή : Αναγνωστικό ΣΤ' Δημοτικού 1952