Ὅλο τὸ χειμῶνα ὁ Πίνδος μένει βουβός, ἥσυχος δὲν ἀκούγεται καθόλου. Νομίζει κανείς, πὼς κοιμᾶται κάτω ἀπ’ τὸ παχὺ κάτασπρο πάπλωμα τῶν χιονιῶν, βυθισμένος σ’ ἕναν ὕπνο ὁλοκλήρων μηνῶν.
Οἱ κάτοικοι τῶν χωριῶν, ποὺ οἱ μισοὶ ἀπ’ αὐτοὺς εἶναι τσοπάνηδες, κατεβαίνουν τότε μαζὶ μὲ τὶς οἰκογένειές τους στὰ χειμαδιά. Ἀπ’ ὅσουςμένουν ἐκεῖ, οἱ ἄνδρες, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν καμμιὰ δουλεια πάνω τὶς ἄγονες κορυφὲς του, ξενιτεύονται σὲ χῶρες μακρινὲς, γιὰ νὰ ἐξοικονομήσουν τὰ ἀναγκαῖα τῆς ζωῆς.
Μένουν λοιπὸν ἐκεῖ μερικοὶ γέροντες, ἀπόστρατοι τῆς βιοτικῆςπάλης, ποὺ ταράσσουν μὲ τὶς πολύλογες συζητήσεις των τὴ μονοτονη ἐρημιὰ τῶν μεσοχωριῶν καὶ τὴ σιγαλιὰ τῶν χαγιατὶῶν τῆς κάθε ἐκκλησιᾶς, καθὼς καὶ ἀρκετὲς γυναῖκες καὶ κοπέλλες.
Αὐτὲς κάθονται κλεισμένες μέσα στὰ σπίτια τους, γνέθουν τὰ μάλλινα ὑφάσματά τους, λένε τὴ νύχτα παραμύθια γῦρο ἀπ’ τὴ φωτιὰ καὶ στὸν ὕπνο τους ὀνειρεύονται τὸ γυρισμὸ τῶν καλῶν των.
Ὥσπου ἔρχεται ἡ ἄνοιξι... Ὥσπου πλησιάζει τὸ Πάσχα, ἡ χαριτωμένη Λαμπρή...
Τότε παύουν οἱ μπόρες κι οἱ κακοκαιριές. Ὁ οὐρανὸς ἀλαφρώνεται άπ’ τὰ πυκνὰ σύγνεφα καὶ τὸ πλάτος του ἀνοίγεται καθαρό, καταγάλανο. Ὁ ἥλιος ἀνατέλλει στὸν ὁρίζοντα θερμὸς καὶ ζωογόνος. Λειώνουν τὰ χιόνια στὰ χαμηλώματα τοῦ Πίνδου, καὶ τὰ νερά σχηματίζουν μεγάλα,θολὰ κι ὁρμητικὰ ρέμματα.
Στὰ σπλάχνα τῆς γῆς ξυπνᾷ τὸ μικρὸ χόρτο καὶ φουντώνει τὸ λουλουδάκι ἀπὸ τὰ ζεστὰ τοῦ ἥλιου φιλιά. Μόνον οἱ κορυφὲς λαμποκοποῦν ἀκόμα κατάλευκες καὶ παγωμένες.
Τότε ἀρχίζει νὰ ξυπνᾷ κι ὁ Πίνδος. Ἡ καρδιά του πυρώνεται καὶ ξεπαγών’ ἡ φωνή του. Οἱ γέροντες τῶν χωριῶν του κατεβαίνουν συχνότερα στὰ μεσοχώρια καὶ στὰ χαγιάτια τῶν ἐκκλησιῶν, τὰ πρόσωπά τους παίρνουν φαιδρὴ ὄψι κι οἱ συζητήσεις τους ζωηρότερο ὕφος.
Οἱ γυναῖκες κι οἱ κοπέλλες δὲν κλείνουν πιὰ ὁρμητικὰ τὰ παράθυρα καὶ τὶς πόρτες τῶν σπιτιῶν. Παρατοῦν κάπου - κάπου τὸ μελαγχολικὸ ἀργαλειὸ καὶ πιάνουν τ’ ἀνοιχτὰ λιακωτά, μὲ τὴ ρόκα στὴ μασχάλη καὶ μὲ τὸ τραγούδι στὰ χείλη τους, τὸ τραγούδι τῆς ἐλπίδας, τοῦ γυρισμοῦ τῶν ξενιτεμμένων τους.
Κι αὐτοί, ἀφοῦ γεμίσουν τὰ πορτοφόλια τους μὲ παρᾶδες, ἀφήνουν πιὰ τὴν ξενιτειὰ καὶ ξεκινᾶνε γιὰ τὴν πατρίδα τους, γιὰ τὸ σπίτι τους, γιὰ τὸν Πίνδο,
- Μέρες Λαμπριάτικες... θὰ γυρίσω τώρα στὸν τόπο μου, λέει χαρούμενο κάθε ξενιτεμμένο παιδὶ τοῦ Πίνδου.
Τὸ Μεγαλοβδόμαδο οἱ ξενιτεμμένοι βρίσκονται ὅλοι στὸ δρόμο καὶ φτάνουν στὶς πατρίδες τους ὣς τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Εἶναι συνήθεια, νὰ πᾶνε ὅλοι στὴν ἐκκλησιὰ τοῦ χωριοῦ τους ἐκείνη τὴ νύχτα καὶ ν’ ἀκολουθήσουν τὸ γύρισμα τοῦ ᾽Επιταφίου.
Πόση συγκίνησι, πόση χαρά, πόση ποίησι ἔχει ὁ γυρισμὸς αὐτῶυ τῶν ξενιτεμμένων ! Κι οἱ καμπάνες, ποὺ στολίζουν, ἀπὸ τρεῖς κι ἀπὸ πέντε μαζί, τὰ ψηλὰ καμπαναριὰ τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ Πίνδου, ἀναστατώνουν αὐτὲς τὶς ἡμέρες μὲ τοὺς ἤχους των ὅλη τὴν ἕκτασι τῶν βουνῶν καὶ τὰ βάθη τῶν ἀγρίων ἐκείνων φαραγγιῶν. Νομίζει κανείς, πὼς ἀλαλάζουν κι αὐτὰ ἀπ’ τὴ χαρὰ τους γιὰ τὸν ἐρχομὸ τῶν ξενιτεμμένων.
Πιὸ χαρωπὲς ὅμως ἀντηχοῦν οἱ καμπάνες στὸν ὄρθρο τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, στὴν πρώτη Ἀνάστασι. Καὶ σημαίνουν, σημαίνουν ἀδιάκοπα τότε, σὰν νὰ θέλουν νὰ ξυπνήσουν καὶ τοὺς νεκροὺς ἀπ’ τὰ μνήματά τους, γιὰ νὰ γιορτάσουν στὴν ἐκκλησιὰ τὴ μεγάλη Ἀνάστασι.
Εἶναι σὰ νὰ κράζουν τοῦ γέρου - Πίνδου νὰ σηκωθῆ πιὰ ἀπ’ τὸν βαρὺ ὕπνο του, νὰ ξετιναχθῇ, νὰ ἰδῇ τὸν ἐρχομὸ τῆς γλυκειᾶς ἄνοιξης, ν’ἀκούση τὸ γλυκὸ κελάδημα τῶν πουλιῶν τοῦ Ἀπρίλη, σὰν νὰ σαλπίζουν πολεμικὸ ἐγερτήριο στὸν κοιμισμένο, στὸ σκλαβωμένο λαὸ τῆς Ἠπείρου.
Μεμιᾶς τὰ παράθυρα τῶν σπιτιῶν φωτίζονται ὅλα, οἱ πόρτες ἀνοίγουνε ὡς πέρα καὶ βγαίνουν ἀπ’ αὐτὲς οἱ χωρικοὶ, ἄνδρες καὶ γυναῖκες καὶ παιδιὰ, ὃλοι καλόντυμένοι καὶ στολισμένοι μὲ τὰ δῶρα, ποὺ τοὺς ἕφεραν ἀπὸ τὶς μακρινές χῶρες οἱ ξενιτεμμένοι τους καὶ τρέχουν μὲ τὶς λαμπάδες των τὶς λευκὲς στὴν ἐκκλησιά.
῾Η ἐκκλησιὰ πλημμυρίζει ἀπὸ φῶτα στὸ «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός», ποὺ λέει ὁ παπᾶς, βγαίνοντας λαμπροφορεμένος στὴν Ὡραία Πύλη μὲ ἀναμμένα τὰ τρικέρια κι ἀντηχεῖ ἀπὸ ψιθυρισμοὺς χαρωποὺς μὲ τὴν ἐκφώνησι τοῦ «Χριστὸς Ἀνέστη». Ἄλλες κωδωνοκρουσίες δυνατὲς ἐπακολουθοῦυ τότε κι ἄλλοι ἀντίλαλοι μακρινοί.
Κι ὅταν βγαίνουν ἀπολείτουργα ἀπ’ τὴν ἐκκλησιά, τοὺς χαιρετίζει μὲ χαμόγελα τὸ ροδόλευκο γλυκοχάραγμα, ποὺ βάφει μὲ τὴν πορφύρα του τὶς ἄκρες τ’ οὐρανοῦ καὶ τῶν κορυφῶν τὰ χιόνια καὶ μυρώνει μέ θεϊκὰ ἀρώματα τὰ χλοερὰ χαλιὰ τῶν χαμηλωμάτων καὶ τὸν αἰθέρα καὶ διαλύει τὰ σκοτάδια τῶν βαθιῶν φαραγγιῶν.
Νὰ κι ὁ ἥλιος, ποὺ ἀνατέλλει σὲ λίγο, ὁ λαμπρός, ὁ ζεστός, ὁ γλυκός, ὁ πρόσχαρος ἥλιος τῆς Λαμπρῆς, ποὺ φιλεῖ μὲ τόσην ἀγάπη, μὲ τόσον πόνο τοὺς κατοίκους τοῦ Πίνδου, καὶ πρὸ πάντων τοὺς ξενιτεμένους, σὰν νὰ τοὺς σφίγγῃ στὴν ἀγκαλιά του πατρικά, σα νὰ τοὺς λέῃ νὰ λησμονήσουν τὴν κακοπέρασι τῆς ξενιτειᾶς,σὰν νὰ τοὺς ὑπόσχεται γιὰ πολλοὺς μῆνες νὰ μὴ τοὺς ἀναγκάσῃ ν’ ἀφήσουν τὸν τόπο τους, τὴν οἰκογένειά τους.
Χαϊδεύει ὁ Λαμπριάτικος ἥλιος τὸν χιονισμένο Πίνδο, τὸν χαϊδεύει καὶ τοῦ ὁρκίζεται, πὼς θὰ συγκεντρώσῃ ὅλες τὶς φλόγες καὶ θὰ ἀναλύσῃ γρήγορα τὰ παχιὰ χιόνια του, θὰ τὸν ξεφορτώσῃ ἀπ’ τοὺς βαριοὺς παγους, θὰ τὸν στολίσῃ πάλι μὲ ἥσκιους, μὲ λουλούδια, μὲ πουλιὰ καὶ θὰ φέρῃ πλάι στὴν ἀγκαλιὰ του κάτω ἀπ’ τὰ χειμαδιὰ τὰ πρόβατα μὲ τὰ λαμπρά τους κουδούνια, τοὺς βοσκοὺς μὲ τὶς γλυκειές των φλογέρες, τὶς βλαχοποῦλες μὲ τὰ γλυκά τους τραγούδια καὶ τοὺς κλέφτες του, τοὺς παλιοὺς μὲ τ’ ἀσημένια τους ἄρματα.
Καὶ χαμογελάει τώρα ὁ Πίνδος καὶ λησμονάει τὸ μακρὺ χειμωνιάτικο ὕπνο του καὶ ξαναπαίρνει ζωὴ καὶ δύναμι.
Τ’ ἀπομεσήμερο τῆς Κυριακῆς γίνεται στὶς ἐκκλησιὲς ἡ δεύτερη Ἀνάστασι, ἡ λεγόμενη Ἀγάπη. Χορτασμένοι ἐκεῖ ὅλοι ἀπ’ τὸ πασχαλινὸ τραπέζι, μεθυσμένοι ἀπ’ τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐτυχία καὶ ζεσταμένοι ἀπὸ τὶς ἀχτῖδες τοῦ εὐεργετικοῦ ἥλιου, ξεχύνουν γῦρό τους τὸ τραγούδι τῆς ζωῆς.
Ἀλλάζουν τώρα τὸ φιλὶ τῆς Ἀγάπης, πάνω στὸ χορό, ποὺ στήνουν οἱ μαυρομάτες στὰ χοροστάσια, στὶς πλατειὲς αὐλὲς καὶ στὰ χορταρόστρωτα σιάδια* τῶν χωριῶν.
Αὐτὸ εἶναι τὸ Πάσχα στὸν Πίνδο. Εἶναι τὸ πρῶτο ξύπνημα ὕστερ’ ἀπὸ τὸν βαρύ, βαρύτατο χειμωνιάτικο ὕπνο. Εἶναι ἡ πρώτη Ἀνάστασι τῆς ζωῆς ὕστερ’ ἀπὸ μιὰ μεγάλη νάρκη κι ἕνα βαθὺ μαρασμό. Καὶ γι’ αὐτὸ γιορτάζεται τόσο χαριτωμένα, τόσο πρωτότυπα.
Ἐφημερὶς «Ἠχὼ τῶν Ἀθηνῶν», 1892 Κώστας Κρυστάλλης