Ἐκεῖνο τὸ βράδυ ὁ κὺρ Στέφανος, γυρνώντας ἀπὸ τὸ κυνήγι, ἔφερε μαζί του πέντε μικρὰ σκαντζοχεράκια. Τὰ βρῆκε στὴ φωλιά τους τὴν ὣρα ποὺ ἔλειπε ἡ μάνα τους.
Ἤταν μικρὰ ἀκόμη κι ὅμως ἡ ἀγκαθωτὴ προβιὰ τους δὲ χωράτευε. Ὁ κὺρ Στέφανος τὰ ἔβαλε μέσα σ’ ἕνα κλουβὶ μὲ σιδερένια κάγκελα. Ὕστερα δοκίμασε νὰ τὰ ταΐση, ἀλλὰ ἐκεῖνα οὔτε γύρισαν νὰ ἰδοῦν τὴν τροφή. Οὔτε τὸ δαμάσκηνο οὔτε τὸ μαρουλόφυλλο, οὔτε τὸ ψωμάκι μὲ τὸ γάλα. Μόνο πηγαινοέρχονταν μέσα στὸ κλουβὶ ἀνήσυχα. Ἦταν, φαίνεται, πολὺ μωρὰ ἀκόμη καὶ δὲν ἔτρωγαν τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τῆς μάνας τους τὸ γάλα.
Ὁ κὺρ Στέφανος στενοχωρέθηκε. Δὲν ἤξερε τί νὰ τὰ κάμη.
Σ’ αὐτὸ τὸ μεταξὺ ἄρχισε κιόλας νὰ σκοτεινιάζη. Ὅσο ὅμως σκοτείνιαζε, τόσο πιὸ ἀνήσυχα φαίνονταν τὰ σκαντζοχεράκια.
῎Εξαφνα ἔβγαλαν ὃλα μαζὶ μιὰ φωνὴ στριγγιά.
Τὴν ἴδια στιγμή, ἔξω ἀπὸ τὸ περιβόλι, ἀκούστηκε σὰν ἀπάντηση μιὰ ἄλλη φωνὴ παρόμοια. Ἦταν ἡ μάνα τους. Ἔτσι ἄρχισε μεταξύ τους ἓνα εἶδος συνομιλίας. Σὲ λίγο ἡ φωνὴ τῆς μάνας ἀκούονταν πιὸ κοντά.
Ὁ κὺρ Στέφανος, συγκινημένος ἀπὸ τὴ στοργὴ τῆς μάνας, ποὺ ἔτρεχε νὰ βρῆ τὰ μικρά της, σηκώθηκε καὶ πῆγε νὰ τὴ βρῆ.
Σκέφτηκε πὼς τὸ ζῶο, γιὰ νὰ φτάση ὡς τὰ παιδιά του, ἔπρεπε νὰ περάση ἕνα σωρὸ ἐμπόδια: τὸν τοῖχο τοῦ λαχανόκηπου, τὶς βραγιὲς καί, τὸ χειρότερο ἀπ’ ὅλα, ἕνα βαθὺ ρυάκι μὲ ὄχτους ἀπότομους, ποὺ περνοῦσε δίπλα ἀπὸ τὸ κτῆμα τοῦ
κὺρ Στέφανου.
Ἦταν πολὺ περίεργος ὁ κὺρ Στέφανος νὰ ἰδῆ πῶς τὸ ζῶο θὰ τὰ ξεπεράση ὃλα αὐτὰ τὰ ἐμπόδια. Πῆγε λοιπὸν καὶ τρύπωσε μέσα σὲ κάτι θάμνους, ποὺ ἦταν γερμένοι ἐπάνω στὸ νερὸ τοῦ ρυακιοῦ.
Τὸ ζῶο ἐκείνη τὴ στιγμὴ περνοῦσε ἓνα ὀργωμένο χωράφι ποὺ βρισκόταν πέρα ἀπὸ τὸ ρέμα. Κι ἐπειδὴ τὸ ἔδαφος ἦταν ἀνώμαλο καὶ τὰ πόδια του κοντά, περισσότερο κατρακυλοῦσε, παρὰ περπατοῦσε. Μὰ ὅλο καὶ σηκωνόταν, ὅλο καὶ προχωροῦσε, βάζοντας ὃλα του τὰ δυνατά, ὅσο ἄκουε τὶς φωνὲς τῶν παιδιῶν του.
Οἱ μεγάλες δυσκολίες ἄρχισαν, ὅταν ἔφτασε τὸν ὄχτο. Εἶδε τότε ὁ κὺρ Στέφανος τὸ ἄμοιρο τὸ ζῶο νὰ πηγαινοέρχεται καὶ νὰ ζητᾶ τοῦ κάκου πέρασμα.
Οἱ σκαντζόχεροι, ὃπως ξέρομε, κολυμποῦν πολὺ ἄσχημα. Καὶ ὃμως ἡ λαχτάρα τῆς σχοντζοχερίνας, νὰ φτάση μιὰν ὥρα ἀρχύτερα τὰ μικρά της, τὴν ἔκαμε ν’ ἀποφασίση. Πλάφ! ρίχνεται στὸ νερό. Γιὰ μιὰ στιγμὴ κινδύνεψε νὰ τὴν πάρη τὸ ρέμα. Πρόφτασε ὅμως νὰ ἁρπαχτῆ ἀπὸ ἕνα κλαδί, ποὺ βρέθηκε ἐκείνη τὴ στιγμὴ μπροστά της. Τὸ εἶχε ἁπλώσει ὁ κὺρ Στέφανος, ποὺ ἦταν κρυμμένος μέσα στὸ θάμνο.
Μόλις κατόρθωσε νὰ περάσει στὸν ἀντικρινὸ ὄχτο, ἄρχισε πάλι τὸ τρέξιμο.
Ὁ κὺρ Στέφανος τὴν παρηκολούθησε. Τὸ ζῶο ξεπέρασε εὔκολα τὰ ἐμπόδια τοῦ λαχανόκηπου κι ἔφτασε στὸ κλουβί.
Ἀλλὰ τώρα, πῶς νὰ περάση τὰ σιδερένια κάγκελα; Πηγαινοερχόταν ἀνήσυχο μπροστὰ στὸ κλουβί, καὶ κάθε τόσο στεκόταν καὶ δοκίμαζε νὰ τρυπτώση.Τοῦ κάκου ὅμως.
Ἦταν καιρὸς νὰ ξαναβάλη τὸ χέρι του ὁ κὺρ Στέφανος. Πῆγε λοιπὸν καὶ σήκωσε μὲ τρόπο τὴν κατεβαστὴ πόρτα τοῦ κλουβιοῦ κι ἡ μάνα, χωρὶς νὰ τρομάξη ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ κὺρ Στέφανου, τρυπώνει μέσα καὶ ὁρμᾶ μὲ λαχτάρα στὰ παιδιά της.
Ποῦ νὰ βλέπατε τὰ μωρὰ τὰ κακόμοιρα πῶς τὴ δέχτηκαν τὴ μανούλα τους! Χύμηξαν ὅλα ἐπάνω της καὶ σπρώχνονταν, ποιὸ νὰ τὴν πρωτοζυγώση! Κι ἐκείνη, ποὺ κατάλαβε τὴ λαχτάρα τους, ξαπλώθηκε χάμω καὶ τοὺς πρόσφερε τὸ θερμό της γάλα.
᾽Εκείνη τὴν ὥρα εἶχε πιὰ νυχτώσει ὁλότελα. Ὁ κὺρ Στέφανος συγκινημένος ἀπ’ ὅσα εἶδε, ἀποτραβήχτηκε, γιὰ νὰ τοὺς ἀφήση ἥσυχους.
Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ κατέβηκε νὰ ἰδῆ τὴν οἰκογένεια. Περίεργο πράγμα! Ἡ μάνα ἔλειπε καὶ τὰ παιδιὰ κάθονταν σὲ μιὰ γωνιὰ ἥσυχα καὶ θλιμμένα. Μὰ πῶς μπόρεσε νὰ φύγη; ἀπὸ ποῦ; Μυστήριο!... Ἴσως θὰ κατάφερε ν’ ἀνοίξη τὴν κατεβαστὴ πόρτα. Μὰ τότε, γιατὶ νὰ φύγη μόνη της, καὶ νὰ μὴν πάρη καὶ τὰ μωρὰ μαζὶ της;
Ὅλη τὴ μέρα αὐτὰ εἶχε στὸ νοῦ του ὁ κὺρ Στέφανος. Στὰ τελευταῖα ὅμως εἶπε ἀπὸ μέσα του: Τὸ βράδυ σίγουρα, ποὺ θὰ γυρίση ἡ μάνα τους νὰ τὰ ταΐση, θὰ τοὺς παραμονέψω καλύτερα καὶ θὰ τὰ ἰδῶ ὃλα.
Ἔτσι κι ἔγινε. Τὸ βράδυ ἦρθε πάλι ἡ μητέρα κι ἄρχισε νὰ ταΐζη τὰ μωρά της. Καὶ σὰν καλοσκοτείνιασε πιά, τί νομίζεται πὼς εἶδε ὁ κὺρ Στέφανος, κρυμμένος πίσω ἀπὸ μιὰ μυρτιά;
῾Η μάνα πῆγε στὴν πόρτα. Τὴν ἤξερε, βλέπετε, καλά. Ἔβαλε τὸ πόδι της ἀποκάτω καὶ τὴν ἀνέβασε. ῎Ετρεξαν τότε τὰ παιδιὰ ἕνα ἕνα καὶ βγῆκαν στὸ περιβόλι. Ὕστερα σκύβει κι ἡ μάνα, κρατώντας πάντα μὲ τὸ ἕνα πόδι της τὴν πόρτα καὶ βγαίνει ἔξω.
Ὅταν εἶχε πέσει ἡ πόρτα βαριά, ἡ οἰκογένεια ὁλόκληρη ἦταν πιὰ στὸ περιβόλι ἐλεύθερη κι ἕτοιμη γιὰ φευγιό. Σὲ λίγο ἔγινε κι ὅλας ἄφαντη μέσα στὸ σκοτάδι.
Ὁ κὺρ Στέφανος βγῆκε ἀπὸ τὸν κρυψώνα του καὶ τραβώντας γιὰ τὸ σπίτι του σταυροκοπιόταν κι ἔλεγε μουρμουριστά:
-Ἥμαρτον, Κύριε! Ποτέ μου δὲν τὸ φαντάστηκα, πὼς εἶχες προικίσει τὰ ζῶα μὲ τόση ἐξυπνάδα καὶ τόση καρδιά!
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Δ' Δημοτικού 1946