Κανένα ἄλλο σκυλὶ μέσα στὸ χωριὸ δὲν ἦταν τόσο ἔξυπνο καὶ τόσο πιστὸ ὅσο ὁ Φουντοῦκος.Ἡ κυρὰ - Παυλῖνα πολὺ τὸ ἀγαποῦσε αὐτὸ τὸ σκυλί.
- Τὸ νοῦ σου, Φουντοῦκο, τὶς κοττοῦλές μου, τοῦ ἔλεγε κάθε βράδυ ἡ κυρὰ - Παυλῖνα, ὅταν οἱ κοττοῦλές της ἀνέβαιναν γιὰ νὰ κουρνιάσουν ἐπάνω στὴ γέρικη βαλανιδιά.
Τὸ δένδρο αὐτὸ ἧταν κοντὰ στὴν αὐλὴ καὶ οἱ κοττοῦλες φρούτ! ἀνέβαιναν καὶ ἐπερνοῦσαν ἐκεῖ τὰ βράδια. Στὸ ψηλότερο μέρος ἀνέβαινε ὁ κόκκορας μὲ τὰ φανταχτερὰ πτερὰ καὶ κάτω στὴν κουφάλα τῆς βαλανιδιᾶς ἐτρύπωνε ὁ Φουντοῦκος. Γιὰ νὰ μὴ κρυώνῃ ὁ Φουντοῦκός της, ἡ κυρὰ Παυλῖνα ἔφτειασε οτὴν κουφάλα τοῦ δένδρου καὶ μιὰ πορτούλα.
Πιὸ πέρα ὅμως ἀπὸ τὸ σπίτι, ἐτριγύριζε μιὰ ἀλεποῦ. Ἄκουσε ἕνα πρωινὸ τὸ λάλημα τοῦ πετεινοῦ καὶ ἡ παμπόνηρη ἔτρεξε στὴ ρίζα τῆς βαλανιδιᾶς.
- Ὤ! καλημέρα σου, φίλε μου κόκκορα! Πῶς εἶσαι στὴν ὑγεία σου; Τί κάνεις; Σοῦ φέρνω μιὰ πολὺ - πολὺ εὐχάριστη εἴδησι. Τὰ ζῷα ὅλα ἐμόνοιασαν. Δὲν θὰ μαλώνωμε πιὰ μεταξύ μας. Προχθὲς εἴχαμε καὶ διασκέδασι. Ἐκάναμε καὶ χορό. Ὁ λύκος ἐχόρευε ἀγαπημένα μὲ τὰ πρόβατα. Οἱ γάτες ἐγλεντοῦσαν μὲ τὰ σκυλιά. Τὰ ποντίκια ἐχοροπηδοῦσαν καὶ οἱ γάτες δὲν
τὰ ἐπείραζαν. Οἱ ἀλεποῦδες μὲ τοὺς κοκκόρους ξεκαρδισθήκαμε στὰ γέλια. Ἑσὺ φαίνεται πὼς δὲν ἐπῆρες εἴδησι καὶ ἔλειπες. Κατέβα τώρα νὰ γλεντήσωμε καὶ νὰ χαροῦμε.
Ὁ κόκκορας ἐκαμώθηκε, πὼς ἐχάρηκε γιὰ τὴν εἴδησι, μὰ δὲν τὸ ἐκουνοῦσε ἀπὸ τὸ δένδρο. Ἦταν κόκκορας μυαλωμένος καὶ γνωστικός. Δὲν ἦταν σὰν τὸν κόκκορα τῆς παροιμίας, ποὺ δὲν εἶχε γνῶσι.
- Ὤ! μὰ κατέβα λοιπόν! Κατέβα γιὰ ν᾽ ἀρχίσωμε τὸ γλέντι!
- Χμ! ἔκαμε ὁ κόκκορας. Γιὰ νὰ κατεβῶ, πρέπει νὰ ξυπνήσῃ ὁ θυρωρὸς νὰ ἀνοίξῃ. Δὲν βλέπεις, πὼς ἡ θύρα τοῦ σπιτιοῦ μας εἶναι κλειστή; Κτύπα, σὲ παρακαλῶ, μὲ τὸ μουσούδι σου γιὰ νὰ μοῦ ἀνοίξῃ.
Χωρὶς, καλὰ - καλά, νὰ προφθάσῃ ἡπαμπόνηρη νὰ κάμῃ ὅ,τι τῆς εἶπεν ὁ κόκκορας, νά σου καὶ ἐπετάχτηκε ὁ Φουντοῦκος.
Ἡ ἀλεποῦ ὅπου φύγῃ φύγῃ. Καταντροπιασμένη, ποὺ τὴν ἐκορόιδεψε ὁ κόκκορας, ἐπῆρε δρόμο καὶ ἀκόμη τρέχει
Κι ὁ κόκκορας ἐπάνω στὴ βαλανιδιὰ ἀκόμη γελάει.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963