1. Μιὰ φορὰ δυὸ λελέκια ἔχτισαν τὴ φωλιά τους ψηλὰ στὴ σκεπὴ ἑνὸς ἐρημόσπιτου, δίπλα σ’ ἕνα λιβάδι καταπράσινο καὶ μεγάλο.
Ἅμα βγῆκαν τα λελέκια τους ἀπὸ τ’ αὐγά, ἡ μητέρα τὰ φύλαγε κι ὁ πατέρας πηγαινοερχόταν μὲ τὴν τροφὴ στὸ στόμα.
Μιὰ μέρα τὸ λελέκι, ἐκεῖ ποὺ ἔψαχνε στὸ λιβάδι γιὰ τροφή, βλέπει ἕνα σκουλήκι. ῏Ηταν μακρὺ μακρὺ καὶ τὸ χρῶμα του ἦταν σὰν τὸ χῶμα. Δὲν εἶχε πόδια καὶ ὅμως προχωροῦσε. Μαζευόταν ἁπλωνόταν, μαζευόταν ἁπλωνόταν κι ἔτσι πάντα περπατοῦσε.
-῎Ε, ποῦ πᾶς; τοῦ λέει τὸ λελέκι. Δὲ μὲ φοβᾶσαι;
-Καὶ ποιός εἶσαι ἡ ἀφεντιά σου; δὲ σὲ βλέπω. Εἶμαι τυφλό.
-Εἶμαι τὸ λελέκι, τοῦ λέει.
-Ποπό, τί ἔπαθα τὸ ἄμοιρο!
-Ὥστε μὲ ξέρεις, σὰ νὰ ποῦμε!
-Τὸν ἀφέντη τοῦ λιβαδιοῦ νὰ μὴν ξέρω, ποὺ τὸν τρέφομε ὅλοι ὅσοι ζοῦμε ἐδῶ μέσα;
-Ὥστε κι ἐσὺ ἐδῶ μένεις πάντα, μὲ τὴν οἰκογένειά σου·

-Ποῦ νὰ τὴ βρῶ τὴν οἰκογένεια, ἀφέντη μου; δὲ μοῦ φτάνει ἡ φτώχεια μου, μόνο θέλω νάχω καὶ οἰκογένεια!
-Μὰ δὲ νομίζεις, πὼς ἐσὺ καὶ οἱ σύντροφοί σου, οἱ φτωχοὶ καὶ κακομοιριασμένοι εἶστε περιττοὶ στὸν κόσμο αὐτό.
-Ὄχι δὰ καὶ τόσο περιττοὶ ὅσο νομίζεις, ἄρχοντά μου.
Ἄλλη φορὰ θὰ σοῦ πῶ τὸ γιατί.
-Ἄς εἶναι ἄλλη φορά, εἶπε καὶ τὸ λελέκι καὶ πέταξε στὴ φωλιά του.
Τὸ σκουλήκι σύρθηκε βιαστικὰ στὴν τρύπα του.

2. Δὲν πέρασαν πολλὲς μέρες καὶ συναντήθηκαν στὸ ἴδιο μέρος πάλι τὸ λελέκι μὲ τὸ σκουλήκι.
-Σκουλήκι, λέει τὸ λελέκι, μὴ φοβᾶσαι εἶμαι χορτάτο.
Τί μοῦ ἔλεγες προχτές; πὼς κι ἐσεῖς οἱ μικροὶ δὲν εἶστε περιττοὶ σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο. ᾽Εξήγησέ μου, πῶς ζῆς καὶ τί δουλειὰ κάνεις.
-Δουλεύω μέρα νύχτα τὸ χῶμα, σκάβω. Ἀνοίγω παντοῦ τρύπες...
-Κι αὐτὸ τί ὠφελεῖ; ρώτησε τὸ λελέκι.
-Πῶς δὲν ὠφελεῖ! Μ’ αὐτὸ ποὺ κάνω, φυτρώνουν εὔκολα τὰ φυτὰ κι ἀνάμεσα στὰ φυτὰ ζοῦν ἔντομα κι ἀπὸ τὰ ἔντομα ζοῦν οἱ βάτραχοι, οἱ σαῦρες, τὰ φίδια, ποὺ ἡ εὐγενία σου καταδέχεσαι καὶ τρῶς.
Τὸ χῶμα, ποὺ εἶναι κάτω, τὸ φέρνω ἔξω στὸν ἥλιο, στὸν ἀέρα καὶ στὴ βροχή· καὶ τὸ χῶμα, ποὺ εἶναι ἀπάνω, τὸ πάω κάτω. Αὐτὸ ὠφελεῖ πολὺ στὴ γεωργία. Καὶ ἀκόμη ἕνα ἄλλο. Θὰ ἔτυχε νὰ δῆς κάτι μαραμένα φύλλα, ποὺ τυλιγμένα σὰ χωνὶ στέκονται ὄρθια. Αὐτὴν τὴ δουλειὰ τὴν κάνομε τὴ νύχτα. Τὴν ἄλλη νύχτα τραβοῦμε τὰ φύλλα πιὸ κάτω ὥσπου χώνεται ὅλο τὸ φύλλο μέσα στὴ γῆ. ῎Ετσι λίγο λίγο τὸ φύλλο σαπίζει καὶ γίνεται μαλακό, γιὰ νὰ τὸ φᾶμε· ὅ,τι περισσέψη, γίνεται λίπασμα, δηλαδὴ κάτι ποὺ δυναμώνει τὸ χῶμα καὶ τὸ κάνει παχύτερο.
-Εἶστε ὅμως πολὺ ἄσχημα, εἶπε τὸ λελέκι.
-Καὶ τί μ’ αὐτό; δὲν εἴμαστε ἐργατικά; δὲν εἴμαστε ὠφέλιμα; γιατί λοιπὸν μᾶς περιφρονοῦν; γιατί μᾶς πατοῦν; μὴ θαρροῦν, πὼς δὲν πονοῦμε;
-Σὲ λυποῦμαι, κακόμοιρο, εἶπε τὸ λελέκι.
-Μὰ ἀφοῦ ἔχεις τέτοια εὐγενικὴ καρδιά, δὲ λὲς ἕναν καλὸ λόγο στὰ παιδιά σου γιὰ μᾶς;
Τὸ λελέκι στάθηκε στὸ ἕνα του πόδι, τεντώθηκε καμαρωτὰ καὶ εἶπε.
-Ἄφησε καὶ θὰ συλλογιστῶ μὲ τὴν ἡσυχία μου ὅσα μοῦ εἶπες.
-Καὶ τώρα θὰ σοῦ δώσω κι ἐγὼ μιὰ συμβουλή, ἀφέντη μου, εἶπε τὸ σκουλήκι.
-Ἄ, ἄ! ὅλα κι ὅλα, μὰ οἱ συμβουλὲς ἂς λείψουν. Βλέπω, πολὺ τὸ πῆρες ἀπάνω σου, ποὺ καταδέχομαι νὰ κουβεντιάζω μαζί σου!
-Μὲ συγχωρεῖς. Ἐγὼ ξέρω τί τιποτένιο πράμα εἶμαι. Αὐτὸ σοῦ τὸ εἶπα, γιὰ νὰ σὲ προφυλάξω ἀπὸ ἕνα μεγάλο κακό.
Το λελέκι, γέλασε περιφρονητικά.
-Λέγε μας λοιπόν, ἀπὸ τί κακὸ θὰ μὲ προφυλάξης ἐσύ;
-Ἀποκάτω ἀπ’ αὐτὸ τὸ παλιόσπιτο ἔχομε ἀνοίξει ἐμεῖς τὰ σκουλήκια παντοῦ τρύπες. Ὅλη ἡ γῆ εἶναι σκαμμένη· σ’ αὐτὴ τὴ δουλειὰ ἔχομε ἐργαστῆ ἑκατὸ χιλιάδες σκουλήκια καὶ περισσότερα. Λοιπὸν τὰ μάτια σου τέσσερα, ἀφέντη, νὰ μὴν πέση καμιὰ ὥρα καὶ σᾶς πλακώση.
Τὸ λελέκι γέλασε πολὺ δυνατὰ καὶ λέει:
-Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ σχετίζεται κανεὶς μὲ τέτοια πλάσματα. Ἕνα σκουλήκι νὰ φαντάζεται, πὼς μπορεῖ νὰ ρίξη ὁλόκληρο σπίτι μαζὶ μὲ τὴ φωλιά μας!

Αὐτὰ εἶπε κι ἔφυγε. Τὸ σκουλήκι σύρθηκε ἥσυχα στὴν τρύπα του.

3. Μιὰ μέρα τὰ δύο λεκέκια καθισμένα στὴ φωλιά τους χάιδευαν τά παιδιά τους μὲ τὴ μύτη τους. Ἔξαφνα ἀκοῦν ἕνα τρίξιμο.
-Τί εἶναι αὐτό; λέει τὸ θηλυκὸ λελέκι φοβισμένο. Μοῦ φαίνεται, σὰ νὰ τρέμη ἡ στέγη.
-Κι ἐμένα ἔτσι μοῦ φαίνεται, λέει τὸ ἄλλο.
Δὲν πρόφτασαν νὰ εἰποῦν ἄλλη λέξη καὶ τὸ σπίτι σωριάστηκε μὲ βρόντο μεγάλο. Ἕνα σύννεφο σκόνη σηκώθηκε ψηλὰ στὸν ἀέρα καὶ τὰ δύο λελέκια πέταξαν τρομαγμένα. Μὰ γύρισαν ἀμέσως πίσω. Φώναζαν τὰ παιδιά τους, χτυποῦσαν μὲ τὴ μύτη τους τὶς πέτρες καὶ τὰ ξύλα. Καμιὰ ἀπάντηση. Τὰ παιδιά τους εἶχαν σκοτωθῆ.
Τὰ δυὸ πουλιὰ κάθισαν ἐκεῖ ἀρκετὴ ὥρα κι ἔκλαψαν τὰ παιδιά τους. Τὸ ἀρσενικὸ λελέκι θυμήθηκε τὶ τοῦ εἶπε μιὰ μέρα τὸ σκουλήκι καὶ τὸ διηγήθηκε στὴ συντρόφισσά του.
-Ποιός νὰ τὸ φανταστῆ, ἔλεγε, πὼς ἕνα τιποτένιο σκουλήκι μοῦ ἔλεγε τὴν ἀλήθεια!
Τὰ δυὸ πουλιὰ ἔφυγαν ἀπαρηγόρητα καὶ δὲν ξαναγύρισαν. Μὰ καὶ μὲ μιὰ ἀπόφαση, νὰ μὴν περιφρονοῦν κανένα, ὅσο μικρὸς κι ἂν εἶναι.

Πηγή  : Αναγνωστικό Δ' Δημοτικού 1946