Ἄλλα παιδιὰ παρατηροῦν μὲ προσοχὴ τον ἀνθόκηπο, τὸ δενδρόκηπο, τὸ λαχανόκηπο, τὰ φυτώρια καὶ τὰ σπορεῖα.

Σὲ μιὰ γωνιὰ τοῦ σχολικοῦ κήπου εἶναι βαλμένα στὴ σειρά, τὸ ἕνα κοντὰ στὸ ἄλλο, καμμιὰ εἰκοσαριὰ ξύλινα μεγάλα κουτιά, σὰν σπιτάκια. Ὅσο τὰ παιδιὰ ἐπλησίαζαν, ἕνα δυνατὸ βούϊσμα ἐκτυποῦσε τ’ αὐτιά τους καὶ ὅταν ἦλθαν κοντά, εἶδαν καὶ τὶς μέλισσες, ποὺ ἐτριγύριζαν τὶς κυψέλες των. Ἕνα πλῆθος ἀπ’ αὐτὰ τὰ ξανθὰ έντομα ἐπήγαιναν καὶ  ἔμπαιναν καὶ ἔβγαιναν στὶς πορτίτσες τῶν ξυλίνων σπιτιῶν των. Ὅλη τὴν ὥρα ἐγίνετο αὐτό. Μὰ ἐκεῖνες ποὺ ἤρχοντο ἐβάραιναν ἀπὸ τὸ φόρτωμα, ἐνῷ ἐκεῖνες ποὺ ἔβγαιναν ἦσαν ἄδειες.

― Ἰδέτε, ἰδέτε, εἶπε ὁ δάσκαλος πλησιάζοντας ἐκεῖ, ὅσες ἔρχονται πῶς ἔχουν τὰ πόδια των φορτωμένα μὲ κίτρινη σκόνη καὶ πῶς τὸ στόμα τους εἶναι γεμᾶτο μέλι. Πετοῦν ἀπὸ λουλούδι σὲ λουλούδι. Ἐκεῖ χώνονται καὶ γεμίζουν τὸ  στόμα των μ’ αὐτό. Τὴν ἴδια στιγμὴ μὲ τὰ πόδια των, ποὺ μοιάζουν σὰν φτυαράκια, μαζεύουν τὴ γῦρι, δηλαδὴ τὴν κίτρινη ἐκείνη σκόνη τοῦ λουλουδιοῦ. Καὶ ἅμα φορτωθοῦν καλά, πετοῦν πάλι καὶ γυρίζουν στὴν κυψέλη των. Γιὰ ἰδέτε ἐκεῖ, σ’ ἐκείνη τὴν ἀνθισμένη μηλιὰ τί γίνεται!

Ὅλοι ἐκοίταξαν τὴν ἀνθισμένη μηλιά, ποὺ ἦτο λίγο πιὸ πέρα. Ἀλήθεια πλῆθος πολὺ ἀπὸ μελισσες ἐπετοῦσαν στοὺς ἀνθούς της.

― Καὶ τί τὸ κάνουν τὸ φόμτωμά των, ποὺ φέρνουν στὴν κυψέλη; ἐρώτησε ὁ Κωστάκης.

― Θὰ σᾶς δείξω ἀμέσως, ἀποκρίθηκε ὁ δάσκαλος. Πλησιάστε ἐδῶ.

Ὅλοι ἐπλησίασαν γῦρο σ’ ένα ἀπὸ τὰ σπιτάκια. Ὁ δάσκαλος ἔπιασε καὶ ἄνοιξε τὸ σκέπασμά του.

― Νὰ! εἶπε ὁ δάσκαλος, βλέπετε;

Ὅλοι ἐκοίταξαν μὲ περιέργεια, ἐνῷ ὁ δάσκαλος ἐξακολούθησε:

— Αὐτὴ εἶναι ἡ κηρήθρα. Ὅλες αὐτὲς οἱ τρυπίτσες, ποὺ ἔχει, θὰ γεμίσουν μέλι. Οἱ μέλισσες ξεύρουν καὶ φτειάνουν μὲ μεγάλη τέχνη αὐτὲς τὶς κηρῆθρες. Βγάζουν ἀπὸ τὴν κοιλιά τους γῦρο σὰν ἱδρῶτα μιὰ οὐσία καὶ μ’ αὐτὴ πλάθουν καὶ κτίζουν.

Αὐτὴ ἡ οὐσία εἶναι τὸ κερί. Νά, λοιπόν, παιδιά, τὸ ἐργοστάσιο, ποὺ βγάζει τὸ κερί. Τὸ μοσχομυρωδᾶτο κερί, ποὺ  ἀνάβομε καὶ κρατοῦμε τὴ Λαμπρὴ καὶ χαιρόμεθα τὴν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ μας. Νά τὸ ἐργοστάσιο, ποὺ βγάζει τὸ  μέλι, τὴν πιὸ γλυκειὰ καὶ θρεπτικὴ τροφή μας. Τὸ μέλι, ποὺ βάζομε στὶς μελόπιττες καὶ στοὺς λουκουμάδες, στὰ μελομακάρουνα καὶ στὶς δίπλες καὶ στὰ διάφορα γλυκίσματα τῶν Χριστουγέννων καὶ τῆς Λαμπρῆς.

Τὶς καημένες τὶς μελισσοῦλες!

Τίποτε δὲν μᾶς γυρεύουν, παρὰ μόνον μιὰ καλοφτειαγμένη κυψέλη. Γιὰ νὰ βοσκήσουν, μποροῦν νὰ πᾶνε καὶ πολὺ μακριά. Ἀκόμη καὶ σ’ ἐκεῖνο ἐκεῖ ἀντικρὺ τὸ βουνό. Ὅταν ἀνθίζῃ σ’ ἐκεῖνες τὶς πλαγιὲς τὸ θυμάρι, πετοῦν ἐκεῖ καὶ
βόσκουν σ’ αὐτό. Τὸ μέλι, τὸ θυμαρήσιο, εἶναι τὸ πιὸ μοσχομύριστο. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ μέλι Ὑμηττοῦ εἶναι τὸ πιὸ ξακουστό.

— Τί πολλὲς ποὺ εἶναι! εἶπε ὁ Κωστάκης.

— Κάθε κυψέλη, ἀποκρίθηκε ὁ δάσκαλος, ἔχει ἐπάνω - κάτω δέκα χιλιάδες μέλισσες. Καὶ γιὰ νὰ ξεύρετε, αὐτὲς ἔχουν μιὰ μονάχα μητέρα!

— Μιὰ μητέρα ὅλες; ἐρώτησε ἡ Ἑλενίτσα.

— Ναί, ἀποκρίθηκε ὁ δάσκαλος. Ὅταν ἡ κηρήθρα εἶναι ἕτοιμη, μπαίνει ἡ μητέρα τους σὲ κάθε μία ἀπ’ αὐτὲς τὶς  τρυπίτσες καὶ γεννᾷ ἀπὸ ἕνα αὐγό. Σὲ λίγες ἡμέρες, ἀπὸ τὸ αὐγὸ αὐτὸ βγαίνει μιὰ ἄσπρη κάμπια. Ἡ κάμπια αὐτὴ πάλι σὲ λίγο καιρὸ μεταμορφώνεται καὶ γίνεται μιὰ μέλισσα, καθὼς ὅλες. Νά, κοιτᾶτε αὐτὲς ἐδῶ, ποὺ ἑτοιμάζονται γιὰ
τὸν πρῶτο περίπατο τῆς ζωῆς των. Αὐτὴ εἶναι ἀκόμη μουδιασμένη, μόλις ἐβγῆκε ἀπὸ τὸ κελλί της. Τώρα ἰδέτε την, δοκιμάζει τὰ πτερά της. Ἅπ! πάει, ἐπέταξε. Σὲ λίγο θὰ γυρίσῃ φορτωμένη.

Ὅλες ἀγαποῦν τὴ μητέρα των πάρα πολὺ καὶ τὴν ἀκούουν ἀμέσως σὲ ὅ,τι εἰπῇ καὶ μὲ μεγάλη προθυμία. Τὴν  ὀνομάζομε βασίλισσα, γιατὶ εἶναι μεγαλύτερη καὶ ὡραιότερη, καὶ αὐτὴ δίνει ὅλες τὶς διαταγές. Ποιές μέλισσες θὰ πᾶνε γιὰ μέλι ἔξω στὰ λουλούδια, ποιές θὰ μείνουν νὰ καθαρίσουν τὴν κυψέλη, ποιές θὰ ταΐσουν καὶ θὰ περιποιηθοῦν τὶς
νεογέννητες κάμπιες καὶ ποιές θὰ φυλάξουν σκοποὶ στὴν πὸρτα νὰ μὴν ἔλθῃ κανένας ἐχθρός.

― Καὶ τί θὰ κάνουν, ἂν ἔλθῃ κανένας ἐχθρός; ἐρώτησε ἡ Ἑλενίτσα.

― Χύνονται ἐπάνω του καὶ τὸν κεντρώνουν μὲ τὸ φαρμακερὸ κεντρί των, ἀπάντησε ὁ δάσκαλος.

Πηγή  : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955