κεῖ ποὺ ἔπαιζαν, ἔξαφνα μιὰ κοπέλλα ἔβαλε μιὰ δυνατὴ καὶ τρομαγμένη φωνή:

— Ἕνα φίδι, ἕνα φίδι! Ὅλοι ἔτρεξαν γρήγορα ἐκεῖ καὶ ὁ μπάρμπα - Θανάσης μ’ ἕνα χονδρὸ παλούκι ἐκτύπησε δυνατὰ τὸ φίδι στὸ κεφάλι. Οἱ ἐργάτριες τὸ ἐκτυποῦσαν μὲ τὶς πέτρες.

fidi

Καθὼς ἐπλησίασαν τὰ παιδιά, εἷδαν τὸ φίδι. Ἦτο  πιὰ σκοτωμένο ἀπὸ τὰ κτυπήματα, μὰ ἐκινοῦσε ἀκόμη λίγο τὴν ἄκρη τῆς οὐρᾶς του.

— Ὀχιὰ εἶναι! ἔλεγαν οἱ ἐργάτριες.

— Πῶς δὲν μᾶς ἐδάγκωσε! Καλὰ ποὺ τὸ εἶδε ἡ Ἑλενιώ! Ἡ Παναγία μᾶς ἐφύλαξε.

Ἔφθασε καὶ ὁ πατέρας τῆς Ἑλενίτσας καὶ τὸ εἶδε.

— Πατέρα, εἷναι φαρμακερό; ἐρώτησε ἡ Ἑλενίτσα.

— Ναί, ἀποκρίθηκε ὁ πατέρας της .Ἔχει δόντια σουβλερὰ σὰν βελόνες καὶ ἀπ’ αὐτὰ χύνει φαρμάκι. Ὅποιον δαγκώσῃ, ἂν δὲν τὸν  προφθάσουν, πεθαίνει. Ἐγὼ λίγο νὰ χαθῶ, ὅταν ἤμουν μικρός.

— Σὲ εἶχε δαγκώσει ὀχιά, πατέρα;

— Ναί, στὸ πόδι. Δὲν την εἶχα ἰδεῖ καὶ τὴν ἐπάτησα. Ἀμέσως ἔνοιωσα δυνατὸ πόνο στὸ πόδι καὶ ἔβαλα τὶς φωνές. Τρέχουν ὅλοι γύρω μου καὶ ἕνας γέρος

— Θεὸς σχωρέσ’ τον, τώρα εἶναι μακαρίτης, ὁ γέρο - Δημήτρης — ἐγονάτισε ἀμέσως, ἔπιαοε τὸ πόδι μου καὶ ἄρχισε νὰ ρουφᾷ τὸ αἷμα τῆς  πληγῆς καὶ νὰ τὸ φτύνῃ. Ἔτσι ἐγίνετο τότε. Δὲν ἐπρόφθασε λοιπὸν νὰ περάσῃ τὸ φαρμάκι σ’ ὅλο μου τὸ κορμὶ καὶ ἐσώθηκα.

Τὰ παιδιὰ κοιτοῦσαν τὸν πατέρα τῆς Ἑλενίτσας μὲ ἀπορία. Κι ὁ πατέρας ἐξακολούθησε:

— Δὲν εἶναι σπάνιο νὰ δαγκωθῇ κανεὶς ἀπὸ φίδι, ὅταν εὑρίσκεται στὰ χωράφια καὶ στὰ βοσκοτόπια. Εἷναι λοιπὸν ἀπαραίτητο νὰ γνωρίζῃ ὁ καθένας τί πρέπει νὰ κάμῃ σὲ τέτοια περίπτωσι.

— Πές μας, πατέρα, εἶπε ὁ Κωστάκης.

— Πρῶτα - πρῶτα, πρέπει ἀμέσως νὰ δέσωμε τὸ μέρος, ποὺ ἐδαγκώθηκε, πιὸ ψηλὰ ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ εἶναι τὸ δάγκωμα, μὲ σπάγγο, μὲ στριμμένο  μανδήλι, μὲ σύρμα ἢ ὅ,τι ἄλλο ἔχομε πρόχειρο.

Τὸ δέσιμο νὰ εἶναι πάρα πολὺ σφικτό, ὥστε νὰ σταματήσῃ ἡ κυκλοφορία τοῦ αἵματος καὶ νὰ μὴν ἠμπορέσῃ νὰ προχωρήσῃ τὸ δηλητήριο πρὸς τὴν καρδιά.

Ἀμέσως ὕστερα κοιτάζομε, μήπως ἔμεινε στὸ τραῦμα κανένα σπασμένο δόντι τῆς ὀχιᾶς, ποὺ πρέπει νὰ τὸ βγάλωμε. Χαράζομε μὲ τὴ μύτη  ἑνὸς σουγιᾶ τὸ δέρμα στὸ μέρος, ὅπου εἶναι τὸ τραῦμα, καὶ πιέζομε ὁλόγυρα μὲ τὰ δάκτυλα, γιὰ νὰ τρέξῃ ὅσο τὸ δυνατὸ περισσότερο δηλητηριασμένο αἷμα. Ἄν ἔχωμε τὰ μέσα, κολλᾶμε ἐκεῖ ἐπάνω μιὰ βεντοῦζα, γιὰ νὰ τραβήξῃ πολὺ αἶμα καὶ μαζὶ μ᾽αὐτὸ καὶ πολὺ δηλητήριο.  Πλύνομε τὴν πληγὴ μὲ ἄφθονο νερό.

Ἐπίσης πολὺ καλὸ εἶναι τὸ καυτηρίασμα τῆς πληγῆς μὲ πολὺ καυτερὸ σίδερο.

Αὐτὲς οἱ πρῶτες βοήθειες, δηλαδὴ τὸ σφικτὸ δέσιμο,τὸ χάραγμα, τὸ πλύσιμο, ἡ καυτηρίασις, πρέπει νὰ γίνουν ἀμέσως καὶ χωρὶς τὴν  παραμικρὴ χρονοτριβή.

Μετὰ τὶς πρῶτες αὐτὲς βοήθειες, πρέπει νὰ καταφύγωμε στὸν ἰατρό.

Πόσο ἐφοβήθηκε ἡ Ἑλενίτσα ἀπὸ τὴν ἱστορία αὐτὴ τῆς ὀχιᾶς! Κάθε λίγο ἐνόμιζε, πὼς θὰ πεταχθῇ καμμιὰ ὀχιὰ νὰ τὴν δαγκώσῃ. Ἐκοίταζε τὸ σκοτωμένο φίδι καὶ ἐθαύμαζε τὰ τόσα χρώματα καὶ τὰστολίδια, ποὺ ἐστόλιζαν τὸ κορμί του. Ὁλόκληρο κέντημα μὲ χρυσοπράσινο καὶ μαῦρο  γαϊτάνι.

Ὁ μπάρμπα - Θανάσης τὸ ἔσπρωξε μὲ τὸ πόδι του καὶ ἐφάνηκε τὸ κάτω μέρος τῆς κοιλιᾶς του, τὸ ἄσπρο.

— Ἄντε τώρα νὰ ψάξῃς γιὰ πουλάκια, βρωμόφιδο, εἶπε.

Ἔπειτα ξανάρχισε ἡ δουλειά. Μὰ τὰ παιδιὰ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ βοηθήσουν ἀπὸ τὸ φόβο τους.

Ἦλθαν μάλιστα οἱ μητέρες των,τρομαγμένες σὰν ἄκουσαν γιὰ τὸ φίδι, καὶ ἐπῆραν τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸν τρύγο.

Ὁ πατέρας τοῦ Κωστάκη εἶπε, γιὰ νὰ τὶς ἡσυχάσῃ:

― Τώρα πάει πιά, τὸ ἐσκότωσαν. Φίδια δὲν βγαίνουν ὅλη τὴν ὥρα, οὔτε ὑπάρχουν πολλὰ ἐδῶ.

Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἦλθε καὶ ὁ ἀγροφύλακας, ὁ κὺρ - Νικόλας. Ἦτο ἕνας ὑψηλός, λιγνὸς ἄνδρας, μὲ τὸ ὅπλο του κρεμασμένο οτὸν ὦμο καὶ μὲ τὴ μεγάλη του ψάθα φορεμένη λίγο στραβά.

— Γειά σας καὶ χρόνια πολλά! εἶπε.

— Καλῶς τὸν κὺρ - Νικόλα, ἀποκρίθηκε ὁ πατέραςτοῦ Κωστάκη. Κόπιασε, κάθισε λίγο στὸν ἥσκιο.

 

xorikos

Ὁ κὺρ - Νικόλας ἐκάθισε καὶ ὁ πατέρας τοῦ Κωστάκη τοῦ ἐπρόσφερε τσιγάρο.

— Μιὰ ὀχιὰ ἐσκότωσαν τώρα δὰ οἱ ἐργάτριες, τοῦ εἶπε.

— Μπᾶ; ἔκαμε ὁ κὺρ - Νικόλας. Βρὲ τὴν κακομοῖρα! Ἐγλύτωσε λοιπὸν ἀπὸ τὸν σκαντζόχοιρο, γιὰ νὰ τὸ εὕρῃ ἀπὸ τὶς κοπέλλες. Ἐδῶ δίπλα, στοῦ κὺρ - Γιώργη τὸ ἀμπέλι, ἔπιασαν ἕνα σκαντζόχοιρο ὣς μιὰ ὀκά.

— Πῶς εἶναι ὁ σκαντζόχοιρος, πῶς εἶναι; ἐρώτησαν τὰ παιδιά.

— Δὲν τὸν ξέρετε; Ἄ; εἶναι χαριτωμένο ζωντανό. Θέλετε νὰ πᾶμε νὰ τὸν ἰδῆτε; ἐρώτησεν ὁ κὺρ - Νικόλας.

— Ναί, ναί, ἂς πᾶμε, πατέρα, εἶπε ὁ Κωστάκης.

— Πᾶμε, εἶπε ὁ πατέρας.

Πηγή : Αναγνωστικό Γ΄Δημοτικού 1955