
Ἐπῆγαν λοιπὸν στὸ διπλανὸ ἀμπέλι.
Μόλις τοὺς εἶδε ὁ Μῆτσος καὶ ἡ Ἀνθούλα, ἔτρεξαν γεμᾶτοι χαρές. Ὁ πατέρας των, ὁ κὺρ - Γιώργης, ἐσηκώθηκε καὶ τοὺς ἐδέχθηκε.
— Καλῶς τους, καλῶς τους! εἶπε. Χρόνια πολλά!
— Ἐδῶ τὰ παιδιά, κὺρ Γιώργη, ἄκουσαν πὼς ἐπιάσατε ἕνα σκαντζόχοιρο. Ἤλθαμε λοιπὸν νὰ τὸν ἰδοῦμε, εἶπε ὁ πατέρας τοῦ Κωστάκη.
Ὁ κὺρ - Γιώργης, χωρὶς ἄλλη κουβέντα, ἐξεκρέμασε ἀπὸ μιὰ συκιὰ ἕνα καλάθι καὶ τὸ ἄνοιξε. Ἕνα πρᾶγμα στρογγυλό, ὅλο ἀγκάθια,ἦτο ἐκεῖ μέσα. Ὁ κὺρ - Γιώργης ἐγύρισε τὸ καλάθι, τὸ ἄδειασε καὶ ἐκεῖνο τὸ πρᾶγμα ἐκύλισε οτὸ χῶμα σὰν μπάλακι ἐστάθηκε. Σὲ λίγο ἄρχισε νὰ κινῆται, ν’ ἀνοίγῃ σιγὰ σιγὰ καὶ νὰ μακραίνῃ. Ἐφάνηκαν κάτι ποδαράκια πρῶτα καὶ ὕστερα ἕνα μικρὸ μουσουδάκι σὰν τοῦ
γουρουνιοῦ.
— Ἄ, τί περίεργο ζῷο! εἶπε ὁ Κωστάκης καὶ ἐπῇγε νὰ τὸ ἰδῇ πιὸ κοντά.
Ὁ σκαντζόχοιρος ἄρχισε νὰ τρέχῃ, μὰ ὁ κὺρ Γιώργης τὸν ἔπιασε καὶ τὸν ἐγύρισε, ἀνάποδα. Ἡ κοιλιά του δὲν εἶχε ἀγκάθια καὶ τὰ μαῦρά του ματάκια τὰ γυαλιστερὰ ἦσαν τόσο φοβισμένα! Ἀμέσως ἐκουλουριάσθηκε πάλι καὶ ἔγινε ἕνα στρογγυλὸ τόπι ἀγκαθερό.
— Κοιτάξετε, λέγει ὁ πατέρας τοῦ Κωστάκη στὰ παιδιά. Ὁ σκαντζόχοιρος πιάνει τὴν ὀχιὰ σφικτὰ μὲ τὸ στόμα του ἀπὸ τὴν οὐρὰ καὶ ἀμέσως κουλουριάζεται. Ἡ ὀχιὰ πολεμᾷ νὰ φύγῃ, μὰ δὲν ἠμπορεῖ. Κτυπιέται, δέρνεται μὲ ἀπελπισία ἐπάνω στὰ ἀγκάθια τοῦ σκαντζόχοιρου, ὥσπου σκοτώνεται καὶ ψοφᾷ. Τότε ὁ καλός σου ὁ σκαντζόχοιρος ξεδιπλώνεται καὶ τὴν τρώγει μὲ τὴν ἡσυχία του.
— Ἀμ’ τὰ σταφύλια, πῶς τὰ κουβαλᾷ στὴ φωλιά του, ξέρετε; ἐρώτησε ὁ κὺρ - Νικόλας.
— Πῶς, πῶς; ἐρώτησαν τὰ παιδιὰ περίεργα.
— Νά, τινάζει τὸ κλῆμα καὶ πέφτουν οἱ ρῶγες κάτω. Ὕστερα κυλιέται ἐπάνω στὶς ρῶγες κι αὐτὲς καρφώνονται στ’ ἀγκάθια του. Ἔτσι φορτωμένος πηγαίνει τότε στὰ παιδιά του, στὴ φωλιὰ.
— Ἀφοῦ εἶναι τόσο καλὸ ζῷο καὶ κυνηγᾷ τὶς ὀχιές, εἶπε ἡ Ἑλενίτσα, γιατί δὲν τὸν ἀφήνετε νὰ πάῃ στὴ φωλιά του;
— Ἑλενίτσα, ἀποκρίθηκε ό κὺρ - Γιώργης, τὸν θέλω γιὰ τὸ περιβόλι μου. Θὰ τὸν διορίσω ἐκεῖ φύλακα.
Ἀφοῦ εἶπαν αὐτά, ὁ Μῆτσος καὶ ἡ Ἀνθούλα ἐπῆραν τὰ παιδιὰ καὶ τὰ ἐφίλευσαν γλυκά, γινωμένα σῦκα. Ἔπειτα τὰ παιδιά, μὲ τὸν πατέρα τοῦ Κωστάκη καὶ μὲ τὸν κὺρ - Νικόλα, τὸν ἀγροφύλακα, ἐγύρισαν πίσω στὸ ἀμπέλι των.
Πηγή : Αναγνωστικό Γ΄Δημοτικού 1955