Ὁ Κωστάκης σήμερα ἀργεῖ νὰ ξυπνήσῃ. Ἔχει περάσει ἡ συνηθισμένη ὥρα, ποὺ ξυπνᾷ, κι ἀκόμη κοιμᾶται.
Βλέπει ἕνα γλυκὸ ὄνειρο καὶ εἶναι εὐτυχισμένος. Βλέπει τάχα πὼς εἶναι μέσα σὲ μιὰ ἀνθοστολισμένη ἅμαξα μαζὶ μὲ τὴν ἐξαδελφούλα του, τὴν Ἑλενίτσα, καὶ πηγαίνουν, ὅλο πηγαίνουν στὸν ἐξοχικὸ δρόμο. Ἀριστερὰ μιὰ δενδροστοιχία ἀπὸ πελώρια πλατάνια, που δὲν τελειώνει. Ἐπάνω στα κλαδιά των, πουλιὰ χρωματιστὰ πετοῦν καὶ κελαϊδοῦν. Καὶ ἕνα ἀγγελικὸ τραγούδι χαϊδεύει τ’ αὐτιά του.
Αὐτὴ ὅμως ἡ φωνὴ σὰν νὰ μοιάζῃ τὴ γλυκειὰ φωνὴ τῆς μητέρας του. Καὶ νά, τώρα σταματᾷ τὸ ἀγγελικὸ τραγούδι καὶ ἀκούεται ἀλήθεια ἡ φωνὴ τῆς μητέρας τοῦ Κωστάκη ποὺ λέγει:
— Κωστάκη, ἀγόρι μου! Ξύπνα, χρυσό μου ἀγγελούδι! Ξύπνα φῶς μου!
Καὶ ἕνα ἁπαλὸ γλυκὸ χέρι ἀκουμπᾷ στα μαλλιά του καὶ ἑνα ζεστὸ φιλὶ νοιώθει στὸ μάγουλό του. Ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ ἀντικρύζει τὰ γλυκὰ μάτια τῆς μητέρας του.
— Ἄχ, μητέρα μου, τί ὡραῖο ὄνειρο, ποὺ ἔβλεπα, τί ὡραῖο!
— Ναί, μὰ ξέρεις πὼς εἶναι ἀργά;
— Ἀλήθεια; Ἔχει περάσει ἡ ὥρα καὶ ἑγὼ εὐρίσκομαι ἀκόμη στὸ κρεβάτι; εἶπε ὁ Κωστάκης καὶ πετάχθηκε ἀμέσως ὄρθιος.
— Τώρα εἶναι πιὰ ἄνοιξι, εἶπε ἡ μητέρα του, καὶ πρέπει νὰ σηκώνεσαι πιὸ ἐνωρις. Ἡ Ἑλενίτσα πιὸ ἐνωρὶς ὲσηκώθηκε σήμερα. Ἐμπρός, ντύσου, ἑτοιμάσου γρήγορα καὶ ἔλα κάτι νὰ σοῦ δείξω.
Ὁ Κωστάκης ἐντύθηκε, ἐπλύθηκε βιαστικά, προσευχήθηκε κι ἔτρεξε στὴν τραπεζαρία. Ἐκαλημέρισε καὶ ἐφίλησε τὸ χέρι τῆς μητέρας καὶ τῆς γιαγιᾶς, ποὺ ἦσαν ἐκεῖ.
— Μάντεψε λοιπὸν ποιός ἦλθε σήμερα! τοῦ εἶπε ἡ μητέοα του.
— Ἡ θεία ἡ Ἄννα;
— Ὄχι.
— Ὁ θεῖος ὁ Πέτρος;
— Ὄχι.
— Μητέρα, σὺ ἐτραγουδοῦσες πρὶν τὸ τραγούδι τῆς ἀνοίξεως καὶ ἔλεγες: «Ἦλθε πάλι ἡ ἄνοἱξι». Λοιπὸν γι’ αὐτὴν λές. Ἡ Ἄνοιξις ἦλθε!
— Χμ! ἔκαμε ἡ μητέρα του γελῶντας. Κάπως λιγάκι πλησιάζεις νὰ τὸ εὕρῃς.
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀκούσθηκε ἐπάνω ἀπὸ τὸ ἀνοικτὸ παράθυρο, κατὰ τὸν κῆπο, ἕνα «τριτριλ, τρίλ, τιτρὶλ...» καὶ εὐθὺς δυὸ μαῦρα σπαθωτὰ πτερὰ ἐπέρασαν σὰν ἀστραπή.
— Ἆ, τὰ χελιδόνια! ἐφώναξε καὶ ἐκτύπησε μὲ χαρὰ τὰ χέρια του ὁ Κωστάκης.
— Ναί, τὰ χελιδόνια ἦλθαν, εἶπε ἡ μητέρα του. Εὑρῆκαν τὴν παλιά τους φωλιὰ καὶ κελαϊδοῦν γεμᾶτα ἀπὸ εὐχαρίστησι. Τώρα θὰ τὴν ἐπιθεωρήσουν, θὰ τὴν διορθώσουν ὅπου χρειάζεται καὶ σὲ λίγες ἡμέρες θὰ κάμουν τ’ αὐγουλάκια τους. Ἐκείνη τὴν ὥρα ἀκούσθηκε ἡ Ἑλενίτσα:
— Κωστάκη, Κωστάκη, τὰ χελιδόνια! Ἦλθαν τὰ χελιδόνια!
— Τὰ εἶδα, Ἑλενίτσα. Ἔλα νὰ τοὺς εἰποῦμε τὸ τραγουδάκι τους, ἐφώναξε ὁ Κωστάκης, βγαίνοντας στὴν αὐλή.
Ἦλθε τρέχοντας καὶ ἡ Ἑλενίτσα καὶ τὰ παιδιά, κοιτάζοντας τὰ καλὰ πουλάκια, εἶπαν τὸ τραγουδάκι:
ΧΕΛΙΔΟΝΙ ΜΟΥ ΓΟΡΓΟ
Χελιδόνι μου γοργό, πού ᾽ρθες ἀπ’ τὴν ἔρημο,
τί καλὰ μᾶς ἔφερες;
Τὴν ὑγειὰ καὶ τὴ χαρὰ
καὶ τὰ κόκκινα τ’ αὐγά.
Μάρτη, Μάρτη βροχερέ,
καὶ Ἀπρίλη δροσερέ,
τὰ πουλάκια κελαδοῦν,
τὰ δενδράκια φύλλα ἀνθοῦν
τὰ πουλάκια αὐγὰ γεννοῦν
κι ἀρχινοῦν νὰ τὰ κλωσσοῦν.
Λαϊκὸ
Ἔπειτα ἐμπῆκαν στὸ σπίτι, ἤπιαν τὸ γάλα τους, ἐπῆραν τὶς σάκκες των καὶ ἐπῆγαν στὸ σχολεῖο.
Ἐκεῖ τοὺς εἶπαν τὰ ἄλλα παιδιὰ ὅτι ὅλες οἱ φωλιὲς στὶς στέγες τῶν σπιτιῶν εἶχαν δεχθῆ πάλι τοὺς νοικοκυραίους των, ποὺ ἐγύρισαν ἀπὸ τὴν ξενιτειά.
Ἡ δασκάλα ἐμίλησε στὰ παιδιὰ γιὰ τὰ χελιδόνια. Τοὺς εἶπε πὼς ἔρχονται ἀπὸ τοὺς ζεστοὺς τὸπους, ἀπὸ τὴν Ἀφρική. Ἐταξίδευσαν πολλὲς ἡμέρες, ἐπέρασαν ἀπὸ θάλασσες γιὰ νὰ μᾶς ἔλθουν.
Τοὺς εἶπε καὶ πόσο ὠφέλιμα μᾶς εἶναι. Πὼς τρώγουν χιλιάδες χιλιάδων κουνούπια καὶ μυῖγες καὶ μᾶς γλυτώνουν ἀπ’ αὐτὰ τὰ βρωμερὰ ἔντομα.
Ὕστερα τοὺς εἶπε πὼς τὰ χελιδόνια φέρνουν τὴν ἄνοιξι, τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Παναγίας, τὴν Ἐθνικὴ ἑορτή, τὴ Λαμπρὴ μὲ τὰ κόκκινα αὐγά, τὴν ὑγεία καὶ τὴ χαρά.
Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955