xelidonia

Τὸ καλοκαίρι ἐκόντευε νὰ τελειώσῃ. Μιὰ μεγάλη χελιδόνα εἶπε τότε μιὰ ἡμέρα στὸ χελιδονάκι, τὸ παιδάκι της:

- Μικρό μου, θὰ φύγωμε, θὰ πᾶμε ταξίδι μακρινό. Σὲ λίγες ἡμέρες θὰ ξεκινήσωμε.

- Μὰ γιατί θὰ φύγωμε, μητέρα; Δὲν εἶναι ὡραῖα ἐδῶ; ᾽Εδῶ κανένας δὲν μᾶς πειράζει. Τὰ παιδάκια μᾶς ἀγαποῦν. Δὲν  χαλοῦν τὴν φωλίτσα μας. Ἐδῶ εὑρίσκομε καὶ μυιγίτσες καὶ κουνούπια καὶ τρῶμε. Γιατί νὰ φύγωμε;

- Ἀργότερα, παιδάκι μου, ἐδῶ θ’ ἀρχίσουν παγωνιὲς καὶ χιόνια. Τὰ κουνούπια καὶ οἱ μυῖγες θὰ χαθοῦν. Ἄν μείνωμε, θὰ πεθάνωμε ἀπὸ τὸ κρύο καὶ ἀπὸ τὴν πεῖνα.

Ἐδῶ θὰ γυρίσωμε πάλι τὴν ἄνοιξι.

Σὲ λίγες ἡμέρες τὰ χελιδόνια ἐμαζεύτηκαν στὴν ἐξοχή. Ἐκάθισαν ἐπάνω στὰ τηλεγραφικὰ σύρματα. Ἕνα δυνατὸ χελιδόνι, ποὺ ἦταν ὁ ἀρχηγός τους, τοὺς εἶπε:

- Ἀκοῦστέ με, ἀδέλφια. Τώρα, ποὺ θὰ φύγωμε, ἔχομε ταξίδι μακρινό, Ἔχομε νὰ περάσωμε πλατειὰ θάλασσα. Ἀλλὰ μὴ φοβᾶσθε. Ἐμπρὸς καὶ πίσω θὰ πηγαίνουν τὰ χελιδόνια τὰ δυνατά. Στὴ μέση τὰ ἀδύνατα. Ἄν κανένα κουρασθῇ, θὰ τὸ πάρουν στὴ ράχι τους τὰ δυνατά. Μπορεῖ νὰ εὑρεθῇ καὶ κανένα πλοῖο.

Τὸ ξεκίνημα ἔγινε τὴν νύκτα. Τότε ποὺ τὰ γεράκια καὶ οἱ ἀετοὶ κοιμοῦνται.

Τὸ πρωί τὰ παιδάκια, σὰν δὲν εἶδαν χελιδόνια, ἐλυπήθηκαν. Ἐκατάλαβαν, πὼς ἔφυγαν καὶ τὰ εὐχήθηκαν:

- Καλὸ ταξίδι, ἀγαπημένα μας πουλιά. Τὴν ἄνοιξι πάλι νὰ κοπιάσετε. Οἱ φωλίτσες σας θὰ μείνουν ἀπείρακτες. Στὸ καλὸ νὰ πᾶτε! Στὸ καλό!

Πηγή  : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963