Τὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ, ὅλοι ἐμαζεύθηκαν κάτω ἀπὸ τὴ μεγάλη ἀχλαδιά, γεμᾶτοι ὄρεξι.

Τί ὡραῖον ἥσκιο ποὺ ρίχνει ἡ ἀχλαδιά!

Τὴν ἀχλαδιὰ αὐτὴ τὴν ἔχει φυτεύσει ὁ παπποῦς τῶν παιδιῶν, ὅταν ἦτο μικρός. Εἶναι λοιπὸν γέρικη. Ὅμως, γιὰ ἰδὲς πόση φρεσκάδα, πόση ζωὴ ἔχει ἀκόμη μέσα της! Τί γλυκὰ καὶ μυρωδᾶτα ἀχλάδια κάμνει κάθε χρόνο!

Καθὼς ἔτρωγαν, τοὺς διασκέδαζαν τὰ τζιτζίκια μὲ τὴ μουσική των. Θαρρεῖς καὶ τοὺς εἶχαν προσκαλέσει τοὺς μουσικοὺς νὰ βάζουν ὅλη τὴ
δύναμί των τὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ: τζ, τζ, τζ, τζ.. Χιλιάδες τζιτζίκια. Κρυμμένα στὰ κλήματα, στὰ δένδρα, ἐπάνω στὰ κλαδιὰ καθισμένα, τραγουδοῦν ἀδιάκοπα.

― Μὰ δὲν κουράζονται τὰ τζιτζίκια νὰ τραγουδοῦν ὅλη τὴν ὥρα, πατέρα; λέγει ὁ Κωστάκης.

― Αὐτὴ εἶναι ἡ δουλειά των, ἀποκρίθηκε ὁ πατέρας. Νομίζει κανεὶς πὼς εἶναι τόσο ἐνθουσιασμένα, ποὺ δὲν ἠξεύρουν, πῶς νὰ δείξουν
τὴ χαρά των. Καὶ τραγουδοῦν ἀκούραστα.

Κάποιο παλιὸ παραμύθι λέγει, πὼς ὁ τζίτζικας πεθαίνει ἀπὸ τὴν πεῖνα, γιατὶ δὲν τὸν ἀφήνει τὸ τραγούδι νὰ φροντίσῃ γιὰ τροφή. Καὶ λέγει μάλιστα τὸ παραμύθι,πὼς ὁ τζίτζικας στὸ τέλος κατήντησε ζητιᾶνος καὶ ἐγύρευε φαγητὸ στὶς φωλιὲς τῶν μυρμηγκιῶν. Ὅμως
ἐγὼ δὲν τὸ πολυπιστεύω αὐτὸ τὸ παραμύθι. Ἄλλο παραμύθι λέγει, πὼς ὁ τζίτζικας κάθεται στὰ τρυφερὰ κλαδιὰ τῶν δένδρων καὶ βουτᾷ τὴ σουβλερή του γλῶσσα στὴ φλούδα.

tzitzikas

Ἀπὸ ἐκεῖ ρουφᾷ τὸ χυμό, ποὺ τρέχει μέσα στὸ δένδρο, καὶ καθὼς ρουφᾷ τραγουδάει ἀπὸ τὴν εὐχαρίστησι καὶ τὴν νοστιμάδα.

― Πατέρα, λέγει ὁ Κωστάκης, θὰ πιάσω ἕναν νὰ τὸν ἰδῶ.

― Ὄχι, εἶπε ἡ μητέρα τοῦ Κωστάκη· τὰ μικρὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ δὲν τὰ βασανίζουν.

― Λίγο θὰ τὸν κρατήσω,ὅσο νὰ τὸν ἰδῶ, εἶπε πάλι ὁ Κωστάκης. Ὁ μπάρμπα - Θανάσης εἶπε:

― Στάσου, Κωστάκη, νὰ σοῦ πιάσω ἐγὼ ἕναν, ποὺ βλέπω στὸν κορμὸ ἐκείνης τῆς ἐλίτσας. Ἐπλησίασε ὁ μπάρμπα - Θανάσης προσεκτικὰ στὸ δενδράκι καὶ ἅπλωσε ξαφνικὰ τὴν παλάμη του νὰ πιάσῃ τὸν τζίτζικα. Ἐκεῖνος ὅμως τοῦ ἔφυγε καὶ ἐπέταξε ψηλὰ τσιτσιρίζοντας. Ὅλοι  ἐγέλασαν.

Ὕστερα ἐσηκώθηκαν ἀπὸ τὸ τραπέζι κι ἔπιασαν τὴ δουλειὰ καὶ τὰ παιδιὰ ξανάρχισαν τὰ παιγνίδια.

Πηγή : Αναγνωστικό Γ΄Δημοτικού 1955