
Νιάου, νιάρ, νιάου, νιὰρ ἔκανε μιὰ ἡμέρα ἡ Ψιψῖνα κι ἔτρεχε ἐπάνω κάτω ἀνήσυχη.
- Γιατί τρέχει ἔτσι ἡ γάτα μας, μητέρα; μήπως θέλει νὰ πιάσῃ ποντίκι; ἐρώτησεν ὁ Λάμπης. - Κάτι ἄλλο θὰ θέλῃ, παιδί μου. Ἴσως θέλῃ νὰ διαλέξῃ μέρος νὰ γεννήσῃ. Δὲν εἶναι παράξενο ὣς αὔριο νὰ ἔχωμε γατάκια.
Τὴν ἄλλη ἡμέρα πρὸς τὸ μέρος τῆς ἀποθήκης ἀκούσθηκαν νιαουρίσματα. Ὁ Λάμπης ἔτρεξε περίεργος νὰ ἰδῃ. Ἐπάνω σὲ μερικὰ κουρελάκια, σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς ἀποθήκης, ἧταν τρία μικρούλικα γατάκια. Αὐτὰ ἐνιαούριζαν.
- Καλέ, αὐτὰ εἶναι σὰν ποντικάκια! Μήπως τὰ ἐγέννησε καμμιὰ ποντικῖνα; εἶπε μέσα του ὁ Λάμπης.
Καὶ ἔσκυψε καὶ τὰ εἶδε καλύτερα. Τὰ κακόμοιρα ἐφαίνονταν, πὼς ἐκρύωναν κι ἔτρεμαν. Εἶχαν στὸ σωματάκι τους κάτι τριχίτσες μικρὲς καὶ ἀραιές. Τὰ μάτια τους ἦταν κλεισμένα. Καὶ ὅλο ἐκουνοῦσαν τὸ κεφάλι τους. Ὁ Λάμπης ἔτρεξε καὶ εἶπε στὴ μητέρα του:
- Ἡ γάτα μας, μητέρα, ἐγέννησε τρία γατάκια. Μὰ τί κρῖμα! Καὶ τὰ τρία εἶναι τυφλά! Ἔπειτα εἶναι καὶ ἄσχημα. Καὶ οὔτε στὰ πόδια τους, μποροῦν νὰ σταθοῦν. Κι ἐγὼ ἐνόμιζα, πὼς θὰ ἔπαιζα μαζί τους ὡραῖα παιγνίδια. Δὲν εἶναι ὅπως τὰ ἐπερίμενα.
- Παιδί μου, εἶσαι πολὺ ἀνυπόμονο. Τὰ γατάκια, ὅταν γεννιοῦνται, ἔτσι εἶναι. Ὅταν ὅμως περάσῃ λίγος καιρός, ὀμορφαίνουν καὶ παίζουν ὡραῖα παιγνίδια. Τότε θ᾽ ἀλλάξῃς γνώμη, ὅταν τὰ ἰδῇς, εἶπεν ἡ μητέρα.
Καὶ ἀφοῦ εἶπεν αὐτά, ἐσηκώθηκε καὶ ἑτοίμασε λίγο γάλα μὲ τριμμένο ψωμὶ γιὰ τὴ γάτα τους.
- Πρέπει τώρα νὰ τὴν περιποιούμεθα καλύτερα, Λάμπη. Ἔχει νὰ θρέψῃ, παιδί μου, καὶ μικρά. Εἶναι τώρα μητέρα.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963