trapezi

Μέσα στὴν τάξη τοῦ Κωστάκη, πάνω σ’ ἕνα ὡραῖο τραπεζάκι, εἶναι τοποθετημένα μερικὰ ἀνθοδοχεῖα. Τὰ παιδιὰ φροντίζουν πάντα μὲ τὴ σειρά τους νὰ τὰ στολίζουν μὲ λουλούδια τῆς ἐποχῆς: μενεξέδες, κρίνα, τριαντάφυλλα, μαργαρίτες, γαρύφαλλα καὶ ἄλλα, ποὺ κάνουν τὴν τάξη πρόσχαρη καὶ γελαστή.

Λένε πὼς τὰ λουλούδια, ὅπου καὶ ἂν βρίσκωνται, εἴτε στοὺς κήπους, εἴτε στὰ λιβάδια, εἴτε στὰ δάση, ἔχουν τὴ συνήθεια νὰ κρυφομιλοῦν μὲ τὸν ἀέρα καὶ μὲ τὶς πεταλοῦδες.

Νά τί ψιθύριζαν κάποτε τὰ λουλούδια στ’ αὐτιὰ τῶν παιδιῶν σιγανὰ σιγανά, ἔτσι ποὺ κανεὶς ἄλλος δὲν μπόρεσε νὰ τ’ ἀκούση.

- Ἀγαπημένα μας παιδιά, ξέρετε γιατί τὰ πέταλά μας εἶναι ἁπαλὰ σὰν τὸ βελοῦδο; ξέρετε γιατί μυρίζομε ἔτσι ὡραῖα; Γιατὶ κάθε
μέρα μᾶς ζωογονεῖ ὁ ἥλιος μὲ τὸ φῶς του, μᾶς νανουρίζει μὲ τὰ χάδια του ὁ καθαρὸς ἀέρας καὶ μᾶς λούζει ἡ πρωινὴ δροσιά.

Καὶ σεῖς εἶστε λουλούδια σὰν κι ἐμᾶς. Γι’ αὐτό, ἂν θέλετε καὶ σεῖς νὰ κάμετε ροδοκόκκινα μάγουλα, νὰ ζῆτε ὅσο μπορεῖτε περισσότερο ἔξω, στὸν καθαρὸ ἀέρα καὶ στὸν ἥλιο, νὰ λούζετε ὅλο σας τὸ σῶμα μὲ τὸ καθαρὸ νερό.

Κοιτάξετε! Μᾶς ἔχετε βάλει ἐδῶ τὸ ἕνα κοντὰ στὸ ἄλλο καὶ κάνομε μιὰν ὄμορφη ἀνθοδέσμη. Τὸ ἴδιο καὶ σεῖς μπορεῖτε νὰ γίνετε
μέσα ἐδῶ μιὰ ζωντανὴ ὄμορφη ἀνθοδέσμη.

Αὐτὰ κάποτε εἶπαν σιγὰ σιγὰ τὰ λουλούδια. Καὶ τὰ παιδιὰ τὰ ἄκουσαν καλά. Γιατὶ στὴν τάξη τοῦ Κωστάκη δὲ βλέπει κανεὶς παιδιὰ χλομὰ ἢ ἀκάθαρτα καὶ ἀκατάστατα. Ὅλα τὰ παιδιὰ εἶναι σὰ μιὰ ἀνθοδέσμη ἀπὸ δροσερὰ λουλούδια.

Πηγή  : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1948

peykos komenos
- Γιάννη, γιατί ἔκοψες τὸν πεῦκο;
Γιατί; Γιατί;
- Ἀγέρας θά ᾽ναι, λέει ὁ Γιάννης
καί περπατεῖ.
Ἀνάβει ἡ πέτρα, τὸ λιβάδι
βγάνει φωτιά.
νά ᾽βρισκε ὁ Γιάννης μιὰ βρυσούλα,
μιὰ ρεμματιά!
Μὲς στὸ λιοπύρι, μὲς στὸν κάμπο
νά ἕνα δεντρί.
Ξαπλώθη ὁ Γιάννης ἀποκάτω,
δροσιὰ νὰ βρῇ.
Τὸ δέντρο παίρνει τὰ κλαδιά του
καὶ περπατεῖ!
- Δεν θ’ανασάνω λέει ὁ Γιάννης,
γιατί; γιατί;
- Γιάννη ποῦ κίνησες νὰ φτάσῃς;
- Στὰ Δυὸ Χωριά.
- Κι ἀκόμα βρίσκεσαι δῶ κάτω;
πολὺ μακριά!
- Ἐγὼ πηγαίνω, ὅλο πηγαίνω.
Τί ἔφταιξα ’γώ;
Σκιάζεται ὁ λόγγος καί μὲ φέρνει,
γι’ αὐτὸ εἶμαι ’δῶ.
Πότε ξεκίνησα, εἶναι μέρες...
γιὰ δυό, γιά τρεῖς...
Ὁ νοῦς μου σήμερα δὲν ξέρω
τ’ εἶναι βαρύς.
- Νὰ μιὰ βρυσούλα, πιὲ νεράκι
νὰ δροσιστῇς...
Σκύβει νὰ πιῇ νερὸ στὴ βρύση,
στερεύει εὐθύς.
Οἱ μέρες πέρασαν κι οἱ μῆνες.
Φεύγει ὁ καιρός.
Στὸν ἴδιον τόπο εἶν’ ὁ Γιάννης
κι ἄς τρέχῃ ἐμπρός...
Νὰ τὸ φθινόπωρο, νὰ οἱ μπόρες!
μὰ ποῦ κλαρί;
Χτυπιέται ὀρθὸς μὲ τὸ χαλάζι,
μὲ τὴ βροχή.
- Γιάννη γιατί ἔσφαξες τὸ δέντρο
τὸ σπλαχνικό,
πού ’ριχνεν ἴσκιο στὸ κοπάδι
καὶ στὸ βοσκό;
Ὁ Πεῦκος μίλαε στὸν ἀέρα
-τ’ ἀκους, τ’ ἀκούς,
καί τραγουδοῦσε σὰ φλογέρα
στοὺς μπιστικούς.
Φρύγανο καὶ κλαρί τοῦ πῆρες
καὶ τὶς δροσιὲς
καί τὸ ρετσίνι του ποτάμι,
ἀπ’ τὶς πληγές.
Σακάτης ἤτανε κι ὁλόρθος
ὡς τὴ χρονιά,
ποὺ τὸν ἐγκρέμισες γιὰ ξύλα,
Γιάννη, φονιά!
- Τὴ χάρη σου, ἐρημοκκλησάκι,
τὴν προσκυνῶ.
Βοήθα νὰ φτάσω κάποιαν ὥρα
καί νὰ σταθῶ.
Ἡ μάνα μου θὰ περιμένη
κι ἔχω βοσκὴ
κι εἶχα καὶ τρύγο...
καί τί ἐποχή;
Ξεκίνησα τὸ καλοκαίρι
-νὰ στοχαστῇς-
κι ἦρθε καὶ μ’ ηὗρεν ὁ χειμῶνας
μεσοστρατίς.
Πάλι Ἁλωνάρης καὶ λιοπύρι!
Πότε ἦρθες; πῶς;
Ἅγιε, σταμάτησε τὸ λόγγο,
ποὺ τρέχει ἐμπρός.
Ἅγιε, τὸ δρόμο δὲν τὸν βγάνω
- μὲ τί καρδιά; -
Θέλω νὰ πέσω νὰ πεθάνω
ἐδῶ κοντά.
Πέφτει σὰ δέντρο ἀπ’ τὸ πελέκι...
Βογγάει βαριά.
Μακριά του στάθηκε τὸ δάσος
πολὺ μακριά...


Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Πηγή: Αναγνωστικό ΣΤ' Δημοτικού 1955

 

Ελιά δένδρο

Εἶμαι τοῦ ἥλιου θυγατέρα,
ἡ πιὸ ἀπ’ ὅλες χαϊδευτή·
χρόνια ἡ ἀγάπη τοῦ πατέρα
σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο μὲ κρατεῖ.
Ὅσο νὰ γείρω νεκρωμένη,
αὐτὸν τὸ μάτι μου ζητεῖ.
Εἶμαι ἡ ἐλιὰ ἡ τιμημένη!

Ὅπου κι ἂν λάχω κατοικία,
δὲ μ’ ἀπολείπουν οἱ καρποὶ·
ὡς τὰ βαθιά μου γηρατεῖα
δὲ βρίσκω στὴ δουλειὰ ντροπή.
Μ’ ἔχει ὁ Θεὸς εὐλογημένη
κι εἶμαι γεμάτη προκοπή.
Εἶμαι ἡ ἐλιὰ ἡ τιμημένη!

Φρίκη, ἐρημιά, νερό, σκοτάδι
τὴ γῆ τὴ θάψαν μιὰ φορά.
᾽Εμὲ ζωῆς φέρνει σημάδι
στὸ Νῶε ἡ περιστερά.
Ὅλης τῆς γῆς εἶχα γραμμένη
τὴν ὀμορφάδα καὶ χαρά.
Εἶμαι ἡ ελιὰ ἡ τιμημένη!

᾽Εδῶ στὸν ἥσκιο μου ἀποκάτου
ἦρθ’ ὁ Χριστὸς ν’ ἀναπαυθῆ
κι ἀκούστηκε ἡ γλυκιὰ λαλιά του
λίγο προτοῦ νὰ σταυρωθῆ.
Το δάκρυ του, δροσιὰ ἁγιασμένη,
ἔχει στὴ ρίζα μου χυθῆ.
Εἶμαι ἡ ἐλιὰ ἡ τιμημένη!

Καὶ φῶς πραότατο χαρίζω
ἐγὼ στὴν ἄγρια τὴ νυχτιά.
Τὸν πλοῦτο πιὰ δὲν τὸν φωτίζω,
σὺ μ’ εὐλογεῖς, φτωχολογιά.
Κι ἂν ἀπ’ τὸν ἄνθρωπο διωγμένη,
θὰ φέγγω μπρὸς στὴν Παναγιά.
Εἶμαι ἡ ἐλιὰ ἡ τιμημένη.
Κ. Παλαμὰς
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Δ' Δημοτικού 1946