pelargos

Στὴν ἀρχή, ποὺ ἐξεκίνησαν τὰ χελιδόνια, τὰ πράγματα ἐπήγαιναν καλά. Ὅλα ἐπετοῦσαν μὲ ὄρεξι. Ὅλα  ἀκολουθοῦσαν τὸν ἀρχηγό τους, ποὺ ἤξερε καλὰ τὸ δρόμο. Κανένα δὲν ἤθελε νὰ μένῃ πίσω.

Μὰ ὅταν ἐπέταξαν ἀρκετά, μερικὰ ἄρχισαν νὰ κουράζωνται.

- Τσὶρ τσίπλ! εἰδοποίησαν τὸν ἀρχηγό. Βοήθεια! ἐκουρασθήκαμε, εἶπαν.

Ἐκεῖνος ἐτέντωσε καλὰ τὰ μάτια του καὶ ἐκοίταξε παντοῦ. Κάτω ἦταν ἀτέλειωτη θάλασσα. Πέρα, μακριὰ στὸ βάθος, ἀνέβαινε πρὸς τὸν οὐρανὸ, μαῦρος καπνός. Ὁ ἀρχηγὸς ἐχάρηκε,

- Τσιβίιιιτ! ἐφώναξε δυνατά. Τυχεροὶ εἴμεθα! Ἐκεῖ μακριὰ ταξιδεύει πλοῖο, θὰ καθίσετε ἐπάνω του καὶ θὰ ξεκουρασθῆτε  ὅσο θέλετε.

- Τσίιβ, εἶπαν μερικὰ χελιδόνια. Δὲν βαστοῦμε νὰ φθάσωμε ὣς ἐκεῖ. Εἴμεθα πολὺ κουρασμένα!

- Τσιβίιτ! ἐφώναξε τότε ὁ ἀρχηγός. Ἄν εἶναι ἔτσι, πλησιάστε τότε στὰ μεγάλα ἐκεῖνα πουλιά, ποὺ πετοῦν μαζί μας.

Ἦσαν πελαργοὶ καὶ ἀγριόχηνες. Μόλις εἶδαν τὰ χελιδονάκια νὰ πλησιάζουν, ἐκατάλαβαν καὶ τὰ ἐπῆραν στὴ ράχι τους.

Τί καλωσύνη, ποὺ εἶχαν οἱ καημένοι οἱ πελαργοί! Καὶ μὲ τί προθυμία τὰ ἐδέχθηκαν ἐπάνω τους οἱ ἀγριόχηνες!

- Ἀναπαυθἣτε καλά, τοὺς ἔλεγαν. Ἐμεῖς δὲν κουραζόμεθα. Τὰ φτερά μας εἶναι δυνατά. Ἀντέχουν στὰ ταξίδια. Ἡμέρες νὰ πετοῦμε δὲν μᾶς νοιάζει.

Σπουδαῖο ἦταν αὐτὸ τὸ ξεκούρασμα. Πόσο καλὸ ἔκαμε στὰ καημένα τὰ χελιδόνια!

Τὰ ἄλλα, ποὺ εἶχαν κουρασθῆ λιγώτερο, ἐπετοῦσαν, γιὰ ν’ ἀνεβοῦν ἐπάνω στὸ πλοῖο, ποὺ εἶχεν ἰδεῖ στὸ βάθος ὁ  ἀρχηγός.

Στὸ πλοῖο τοῦ Καπετὰν Νικόλα.

Τὸ πλοῖο ἐκεῖνο ἡταν ἐμπορικό, τοῦ καπετὰν Νικόλα. Ἐπήγαινε πρὸς τὸ μέρος, ποὺ ἐταξίδευαν καὶ τὰ χελιδόνια. Ὁ  καπετάνιος, ἅμα τὰ εἶδε, ἐκατάλαβε καὶ εἶπε:

- Ἐκουράσθηκαν τὰ καημένα τὰ χελιδόνια. Ἄς μὴν τρέχω τόσο πολύ, γιὰ νὰ μὲ φθάσουν πιὸ γρήγορα.

Παλιὸς θαλασσινός, ὁ καπετὰν Νικόλας, εἶχε πολλὲς φορὲς δεχθῆ χελιδόνια στὸ πλοῖό του. Σὲ λίγο ἐγέμισε τὸ  κατάστρωμα ἀπὸ πουλιά. Μέσα στὸ πλοῖο ἧταν καὶ ἕνα μικρὸ ναυτάκι, ὁ Ἀντωνάκης. Πόσο ἐχάρηκε, σὰν εἶδε τὰ χελιδόνια! Ἄν μποροῦσε, θὰ τὰ ἐχάιδευε ὅλα.

Στὸ πλοῖο εἶχαν καὶ ἕνα μαῦρο σκύλο. Εἶχαν καὶ πέντε - ἕξι γάτους.

- Κλεῖστε τὰ ζῷα γρήγορα κάτω στὸ ἀμπάρι, εἶπε στοὺς ναῦτες ὁ καπετάνιος. Δὲν θέλω νὰ μοῦ τρομάξουν τὰ  χελιδόνια. Οἱ γάτες μάλιστα μποροῦν νὰ ἁρπάξουν καὶ κανένα. Πόσο ἥσυχα ἐκάθισαν τὰ καημένα τὰ πουλιά! Καὶ τὶ μεγάλη ἐμπιστοσύνη ἔδειχναν στοὺς ναῦτες καὶ στὸν καπετὰν Νικόλα!

Μιὰ ὁλόκληρη ἡμέρα καὶ μιὰ νύκτα ἐταξίδευε τὸ πλοῖο πρὸς τὸ μέρος ἐκεῖνο. Ὅλες αὐτὲς τὶς ὧρες, ἧταν γεμᾶτο ἀπὸ  πουλιά. Ἄλλα ἔρχονταν, ἄλλα ἔφευγαν. Ὅσα ἐξεκουράζονταν, κάπου - κάπου, ἐσήκωναν τὸ κεφαλάκι τους καὶ
ἔβλεπαν πρὸς τὸν οὐρανό. Ἐκοίταζαν νὰ ἰδοῦν ποῦ εἶναι οἱ ἄλλοι σύντροφοί τους. Τὸ ναυτάκι, ὁ Ἀντωνάκης,  ἐλυπόταν γιὰ ἕνα πρᾶγμα. Τὸ εἶπε μάλιστα καὶ στὸν καπετάνιο.

- Τὰ χελιδόνια εἶναι νηστικά, καπετάνιε. Δὲν διατάζετε νὰ τοὺς ρίξωμε σιτάρι καὶ ψίχουλα γιὰ νὰ φᾶνε;

- Θὰ τὸ ἔκαμνα, ᾽Αντωνάκη, ἀλλὰ τὰ χελιδόνια, παιδί μου, δὲν τρώγουν σπόρους καὶ ψίχουλα. Θέλουν μυῖγες,  σκουλήκια, κουνούπια. Ἐμεῖς ἐδῶ τέτοια δὲν ἔχομε. Ἀλλὰ δὲν πειράζει. Τὸ ταξίδι κοντεύει νὰ τελειώσῃ καὶ ἔτσι τώρα, ποὺ θὰ φθάσουν στὸ μέρος τους, ἂς φᾶνε ἐκεῖ ὅ,τι θέλουν.

ploio

Πηγή  : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963

xelidonia

Τὸ καλοκαίρι ἐκόντευε νὰ τελειώσῃ. Μιὰ μεγάλη χελιδόνα εἶπε τότε μιὰ ἡμέρα στὸ χελιδονάκι, τὸ παιδάκι της:

- Μικρό μου, θὰ φύγωμε, θὰ πᾶμε ταξίδι μακρινό. Σὲ λίγες ἡμέρες θὰ ξεκινήσωμε.

- Μὰ γιατί θὰ φύγωμε, μητέρα; Δὲν εἶναι ὡραῖα ἐδῶ; ᾽Εδῶ κανένας δὲν μᾶς πειράζει. Τὰ παιδάκια μᾶς ἀγαποῦν. Δὲν  χαλοῦν τὴν φωλίτσα μας. Ἐδῶ εὑρίσκομε καὶ μυιγίτσες καὶ κουνούπια καὶ τρῶμε. Γιατί νὰ φύγωμε;

- Ἀργότερα, παιδάκι μου, ἐδῶ θ’ ἀρχίσουν παγωνιὲς καὶ χιόνια. Τὰ κουνούπια καὶ οἱ μυῖγες θὰ χαθοῦν. Ἄν μείνωμε, θὰ πεθάνωμε ἀπὸ τὸ κρύο καὶ ἀπὸ τὴν πεῖνα.

Ἐδῶ θὰ γυρίσωμε πάλι τὴν ἄνοιξι.

Σὲ λίγες ἡμέρες τὰ χελιδόνια ἐμαζεύτηκαν στὴν ἐξοχή. Ἐκάθισαν ἐπάνω στὰ τηλεγραφικὰ σύρματα. Ἕνα δυνατὸ χελιδόνι, ποὺ ἦταν ὁ ἀρχηγός τους, τοὺς εἶπε:

- Ἀκοῦστέ με, ἀδέλφια. Τώρα, ποὺ θὰ φύγωμε, ἔχομε ταξίδι μακρινό, Ἔχομε νὰ περάσωμε πλατειὰ θάλασσα. Ἀλλὰ μὴ φοβᾶσθε. Ἐμπρὸς καὶ πίσω θὰ πηγαίνουν τὰ χελιδόνια τὰ δυνατά. Στὴ μέση τὰ ἀδύνατα. Ἄν κανένα κουρασθῇ, θὰ τὸ πάρουν στὴ ράχι τους τὰ δυνατά. Μπορεῖ νὰ εὑρεθῇ καὶ κανένα πλοῖο.

Τὸ ξεκίνημα ἔγινε τὴν νύκτα. Τότε ποὺ τὰ γεράκια καὶ οἱ ἀετοὶ κοιμοῦνται.

Τὸ πρωί τὰ παιδάκια, σὰν δὲν εἶδαν χελιδόνια, ἐλυπήθηκαν. Ἐκατάλαβαν, πὼς ἔφυγαν καὶ τὰ εὐχήθηκαν:

- Καλὸ ταξίδι, ἀγαπημένα μας πουλιά. Τὴν ἄνοιξι πάλι νὰ κοπιάσετε. Οἱ φωλίτσες σας θὰ μείνουν ἀπείρακτες. Στὸ καλὸ νὰ πᾶτε! Στὸ καλό!

Πηγή  : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963

skilos gata

Κάθε νύχτα στὴν αὐλή,
γάβου - γάβου τὸ σκυλὶ
δός του καὶ γαυγίζει.
Τοῦ σπιτιοῦ ἐδῶ αὐτὸς
εἶναι φὑλακας πιστός.
Ποιός δὲν τὸν γνωρίζει;

Ἀψηλὰ τ’ ἀφεντικὰ
κοιμηθήκανε γλυκά,
πέρασεν ἡ ὥρα.
Τὸ γνωρίζει τὸ σκυλὶ
και φωνάζε ἀπ’ τὴν αὐλὴ
γάβου - γάβου τώρα.

Γιὰ νὰ ξέρουν οἱ κακοί,
ποὺ γυρνοῦν ἐδῶ κι ἐκεῖ,
κάτι νὰ σουφρώσουν,
πώς, σὰν ἔμπουν στὴν αὐλή,
θὰ τοὺς πιάσῃ τὸ σκυλὶ
καὶ δὲν θὰ γλυτώσουν!

Γεώργιος Βιζυηνὸς

Πηγή  : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963

Ξέρω κάποιο κατσικάκι,
ποὺ εἶναι πεταχτό,
καὶ ἔχει στὸ λαιμὸ στολίδια
και ἕνα φὑλαχτό.

Ξέρω κάποιο κατσικάκι,
ποὺ εἶναι μιὰ χαρά,
καὶ ὅταν βλέπῃ τὴ μαμά του,
παίζει τὴν οὐρά.

Ξέρω κάποιο κατσικάκι,
ποὺ εἶναι τόσο δά,
καὶ στὸ πράσινο χορτάρι
θέλει νὰ πηδᾷ.

Ξέρω κάποιο κατσικάκι,
μὰ πολὺ ζωηρό,
ποὺ ἔμαθε τρελὰ παιγνίδια
καὶ τρελὸ χορό.

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Πηγή  : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963

peteinos

Πετεινὸς μέσ’ τὴν αὐλὴ
κικιρίκουκου ! λαλεῖ.
Ἔχει ἕνα λοφίο πρώτης
καὶ σπιρούνια σὰν ἱππότης.

Ἔχει μιὰν οὐρὰ ψηλή,
φουντωτὴ καὶ παρδαλή,
καὶ στὴ μούρη του, γιὰ γένεια,
δυὸ λειράκια κρεατένια.

Τὴν αὐγούλα, ποὺ λαλεῖ,
σειεἳ φτερὰ καὶ κεφαλή.
Κικιρίκουκου! γειτόνοι,
σηκωθῆτε, ξημερώνει.

Γεώργιος Βιζυηνὸς

Πηγή  : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963