Ζώα

Σὰν ἔμαθε τὴ λέξη «καλησπέρα»
ὁ παπαγάλος εἶπε ξαφνικά:
- Εἶμαι σοφὸς, γνωρίζω ἑλληνικά,
τί κάθομαι δῶ πέρα!
Τὴν πράσινη ζακέτα του φορεῖ
καὶ στὸ συνέδριο τῶν πουλιῶν πηγαίνει
γιὰ νὰ τοὺς πῆ μιὰ γνώμη φωτισμένη.
Παίρνει μιὰ στάση λίγο σοβαρή,
ξεροβήχει, κοιτάζει λίγο πέρα
καὶ τοὺς λέει: «Καλησπέρα!»
Ὁ λόγος του θαυμάστηκε πολύ.
Τί διαβασμένος, λένε, παπαγάλος!
Θάναι σοφὸς αὐτὸς πολὺ μεγάλος,
ἀφοῦ μπορεῖ κι ἀνθρώπινα μιλεῖ!
- Κὺρ παπαγάλε, θάχωμε τὴν τύχη,
ν’ ἀκούσωμε τί λὲς καὶ παραπέρα;
- Ὁ παπαγάλος βήχει, ξεροβήχει,
μὰ τί νὰ πῆ; ξανάπε: «Καλησπέρα!»
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1948
Ἡ ῾Ελενίτσα ἔπαιζε στὸ περιβὸλι. ῾Η μαρτιάτικη βροχὴ τὸ εἶχε πλύνει τὸ βράδυ καὶ τὰ δέντρα ἦταν τώρα μιὰ χαρὰ νὰ τὰ βλέπης. Μικρὰ φυλλαράκια ἄρχιζαν κιόλας νὰ σκεπάζουν τὰ γυμνά τους κλαδιά. Μιὰ μυγδαλιὰ γεμάτη ἄσπρα λουλουδάκια καμάρωνε στολισμένη σὰ νυφούλα κι ἡ Ἑλενίτσα δὲ χόρταινε νὰ τὴν κοιτάζη.
Ἔξαφνα εἶδε νὰ περνᾶ ἐπάνω ἀπὸ τὸ περιβόλι ἕνα ὁλόκληρο κοπάδι ἀπὸ πουλιά.
- Τὰ χελιδόνια! ῎Ερχονται τὰ χελιδὸνια! Φώναξε καὶ χτυποῦσε τὰ χέρια της μὲ χαρά.
Ἕνα ἀπ’ αὐτὰ σταμάτησε τὸ δρόμο του κι ἄρχισε νὰ φτερουγίζη ἐκεῖ κοντά της.
- Χελιδὸνι, χελιδονάκι, καλῶς μᾶς ἦρθες, τοῦ εἶπε ἡ Ἑλενίτσα. Κόπιασε, ἀγαπητέ μου ξενιτεμένε. Ἕλα νὰ μοῦ πῆς πῶς τὰ πέρασες στὸ ταξίδι σου.
- Καλῶς σὲ βρῆκα, παιδάκι μου ἀγαπητό, ποὺ τόσην ἔννοια ἔχεις γιὰ μένα, τῆς ἀπαντᾶ τὸ χελιδόνι. Κι ἔφερε δυὸ γύρους πετώντας ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφαλάκι της χαρούμενο.
- Ἔλα νὰ μοῦ πῆς, χελιδονάκι γιὰ ἐκεῖνα τὰ μέρη, ποὺ ἔχεις ἰδεῖ. Γιὰ ἐκεῖνα τὰ μακρινὰ κι ὡραῖα μερη!
- Ἔρχομαι μαζὶ με τ’ ἄλλα χελιδόνια ἀπὸ μιὰ χώρα, ἀλὴθεια, πολὺ ὡραία. Ἀπὸ τὴ χώρα τῆς αἰώνιας ζέστης. Μήτε βρέχει,ἐκεῖ, μήτε χιονίζει.
- Ἄχ! τί εὐτυχισμένα ποὺ θάσαστε ἐκεῖ πέρα!

- Ὄχι, παιδάκι μου, δὲν εἴμαστε εὐτυχισμένα. Ἀναγκαστήκαμε νὰ πᾶμε, γιὰ νὰ ζεσταθοῦμε. Μὰ τίποτ’ ἄλλο δὲ μᾶς τραβᾶ κατὰ κεῖ.
- Τίποτε; Μὰ ἀφοῦ δὲ χειμωνιάζει σ’ ἐκείνη τὴ χώρα, ὁ οὐρανὸς θάναι φωτεινὸς κι ὁ κάμπος πάντα πράσινος.
- Ναί, εἶν’ ὄμορφα, μὰ γιὰ ἐκείνους, ποὺ ἔχουν γεννηθῆ ἐκεῖ. Ἐμεῖς γεννηθήκαμε ἐδῶ πέρα. Ἐδῶ εἶναι ἡ δικιά μας πατρίδα.
- Κι ἐγὼ γεννήθηκα ἐδῶ, χελιδονάκι μου, μὰ θάθελα πολὺ νὰ φύγω καὶ νὰ πάω στὶς μεγάλες πολιτεῖες, ποὺ ἔχουν παλάτια καὶ μαγευτικὰ περιβὸλια, ποὺ ἔχουν ποτάμια καὶ λίμνες κι ὅλου τοῦ κόσμου τ’ ἀγαθά.
- Ὅταν μεγαλώσης, θὰ πᾶς. Θὰ ἰδῆς τὰ παλάτια τους καὶ τὰ ποτάμια κι ὅλα τ’ ἀγαθὰ τους, μὰ ἀφοῦ τὰ ἰδῆς, θὰ ἐπιθυμήσης νὰ γυρίσης πάλι ἐδῶ, στὸ μικρό σου τὸ χωριό.
Ἡ Ἑλενίτσα ἔμεινε λίγο σκεπτική, σὰ νὰ μὴν καταλάβαινε καλὰ αὐτὰ ποὺ της ἔλεγε τὸ μικρὸ χελιδονάκι καὶ ξαναρώτησε:
- Γιατί θὰ τὸ ἐπιθυμήσω, ἀφοῦ ἐκεῖ θάναι τὸσο πιὸ ὡραῖα;
- Γιατὶ τότε μόνο θὰ καταλάβης πόσο τ’ ἀγαπᾶς τὸ χωριό σου. Πές μου, εἶναι τίποτε καλύτερο στὸν κόσμο ἀπὸ τὴ μάνα;
- Ὄχι, τίποτε δὲν εἶναι σὰν αὐτή! Πόσο τὴν ἀγαπῶ τὴ μανούλα μου!
- Λοιπόν, ὅταν βρεθῆς μακριὰ ἀπὸ τὸν τόπο σου, θὰ νιώσης ἐκεῖνο, ποὺ νιώθει κανείς, ὅταν φεύγη ἀπὸ τὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας του.
- Μὰ εἶναι λοιπὸν τόσο γλυκειὰ ἡ πατρίδα; εἶπε τὸ κοριτσάκι.
- ᾽Εδῶ γεννήθηκαν οἱ παπποῦδες σου, ἐδῶ οἱ γονεῖς σου, ἐδῶ κι ἐσύ. Μὰ εὶσαι πολὺ μικρὴ ἀκόμη, γιὰ νὰ καταλάβης τί ἀξίζει αὐτὴ ἡ μεγάλη μας Μάνα. Κοίταξε ὅμως ἐμένα! Εἶμαι τρελὸ ἀπὸ τὴ χαρά μου, ποὺ ξαναγύρισα στὸν κόρφο της.
Θὰ πάω νὰ κουβεντιάσω μὲ τὸ φίλο μου τὸ γέρο πλάτανο. Θὰ ξαναπιῶ δροσερὸ νεράκι ἀπ’ τὴν πηγή. Θὰ πετάξω ψηλά, στὸ παλιὸ καμπαναριό, γιὰ ν’ άγναντέψω ἀπὸ μακριὰ τὸ λιμανάκι μας μὲ τὶς βαρκοῦλες. Κι ὕστερα θὰ ψάξω νὰ βρῶ τὴν περσινή μου τὴ φωλιά. Θάναι χαλασμένη ἀπὸ τὸν ἄνεμο καὶ τὶς βροχές, μὰ μὲ πόση χαρὰ θὰ τὴν ξαναχτίσω! Χαῖρε γιὰ τὴν ὥρα, καλό μου κοριτσάκι. Ἔχω τὸσα νὰ ἰδῶ καὶ νὰ κάνω!
Αὐτὰ εἶπε τὸ χελιδόνι καὶ πέταξε μακριά. Ἡ Ἑλενίτσα τὸ παρακολουθοῦσε μὲ τὰ μάτια της, ὥσπου χάθηκε.
- Ἄχ! φώναξε τότε. Γιατί νὰ μὴν τοῦ πῶ νάρθη να χτίση τὴ φωλιά του ἔξω ἀπὸ το παράθυρό μου; Ἔτσι θα τόβλεπα και θα τάκουγα ὅσο θὰ βρίσκεται στὴ γλυκιά μας τὴν πατρίδα!
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1948

- Καὶ τὰ πουλιὰ πηγαίνουν στὸ σχολεῖο κάθε πρωί! ῎Ελεγε μιὰν ἡμέρα ὁ δάσκαλος στὴν τάξη τῆς Φρόσως. ᾽Εκεῖνο ὅμως τὸ σχολεῖο οὔτε τοίχους ἔχει, σὰν τὸ δικό μας, οὔτε στέγη. Στέγη του εἶναι ὁ οὐρανὸς καὶ πάτωμά του τὰ κλαδιὰ μιᾶς μεγάλης βελανιδιᾶς στὸ λιβάδι.
Δάσκαλος εἶναι ὁ κὺρ Κότσυφας, μὲ τὴν ὄμορφη μαύρη του φορεσιὰ καὶ μὲ τὴ μελωδική του φωνή. Μόλις σφυρίξη, ὅλοι οἱ φτερωτοὶ μαθητές του τὸν τριγυρίζουν καὶ τὸ μάθημα ἀρχίζει. Κάθε ἕνας μαθητὴς λέει τὸ μάθημά του:
- Τσίου, τσίου, τσίου, τσί.
- Τίρι, λίρι, τίρι, λίρι, τίρι, λί.
- Τιού, τιού, τιού, τιού.
- Σπίν, σπίν, σπίν.
Καὶ ὁ καθένας ἐξηγεῖ μὲ τὸ δικό του τρόπο, πῶς βρίσκει τοὺς σπόρους καὶ πῶς πιάνει τὰ ἔντομα καὶ τὰ σκουλήκια.
Ὁ πιὸ χαρούμενος μαθητὴς εἶναι ὁ Σπίνος μὲ τὸ πρασινοκίτρινο πανωφόρι του. Νομίζει, πὼς εἶναι πάντα ἄνοιξη. Πολὺ προσεχτικὴ μαθήτρια εἶναι ἡ χαριτωμένη Καρδερίνα, μὲ τὸ κόκκινο φεσάκι στὸ κεφάλι καὶ μὲ τὰ χρυσὰ γαλόνια. ῾Ο Κοκκινολαίμης ὅλο καμαρώνει τὸ ὄμορφο γελέκο του καὶ γι’ αὐτὸ γίνεται πολλὲς φορὲς ἀπρόσεκτος.
῾Η ἔξυπνη Κίσσα, πάλι, μὲ τὸ λοφίο στὸ κεφάλι, ὅλο γιὰ τὸ δάσος μιλεῖ.
Ὁ Κόρακας συχνὰ θυμᾶται τὸ μύθο τῆς πονηρῆς ἀλεποῦς καὶ τοῦ τυριοῦ. Τὸ χελιδόνι διηγεῖται τὰ ταξίδια του. Ὁ Κορυδαλλός, μὲ τὸ λοφίο κι αὐτὸς στὸ κεφάλι, ψάλλει τὴ χαρὰ ποὺ νιώθει, ὅταν ὁρμᾶ σὰν βέλος ψηλὰ στὸν οὐρανὸ ἢ ὅταν κατεβαίνη σὰν πέτρα κάτω στὸ χωράφι.
Ἄς μὴν ξεχάσωμε καὶ τὸν Κοῦκο, τὸν τεμπέλη, μὲ τὸ μονότονο τραγούδι του, καθὼς καὶ τὸν πονηρὸ Σπουργίτη. Μὰ οἱ μαθητὲς καὶ οἱ μαθήτριες αὐτοῦ τοῦ σχολείου εἶναι τόσοι, ποὺ χρειάζεται πολλὴ ὥρα, γιὰ νὰ τοὺς ἀραδιάσωμε ὅλους.
Ὅταν τὸ μάθημα τελειώση, τὸ ἀηδόνι, ντυμένο φτωχικα, κοιτάζει μὲ τὰ ἔξυπνα ματάκια του καὶ ἀρχίζει ἕνα μελωδικὸ τραγούδι, ποὺ κανένα πουλὶ δὲν τὸ φτάνει.
Τότε καὶ ὁ κὺρ Κότσυφας σφυρίζει ἄλλη μιὰ φορὰ καὶ ὅλα τὰ πουλιὰ σὰν ἀστραπὴ σκορποῦν στὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ οὐρανοῦ.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1948
Κανένα ἄλλο σκυλὶ μέσα στὸ χωριὸ δὲν ἦταν τόσο ἔξυπνο καὶ τόσο πιστὸ ὅσο ὁ Φουντοῦκος.Ἡ κυρὰ - Παυλῖνα πολὺ τὸ ἀγαποῦσε αὐτὸ τὸ σκυλί.
- Τὸ νοῦ σου, Φουντοῦκο, τὶς κοττοῦλές μου, τοῦ ἔλεγε κάθε βράδυ ἡ κυρὰ - Παυλῖνα, ὅταν οἱ κοττοῦλές της ἀνέβαιναν γιὰ νὰ κουρνιάσουν ἐπάνω στὴ γέρικη βαλανιδιά.
Τὸ δένδρο αὐτὸ ἧταν κοντὰ στὴν αὐλὴ καὶ οἱ κοττοῦλες φρούτ! ἀνέβαιναν καὶ ἐπερνοῦσαν ἐκεῖ τὰ βράδια. Στὸ ψηλότερο μέρος ἀνέβαινε ὁ κόκκορας μὲ τὰ φανταχτερὰ πτερὰ καὶ κάτω στὴν κουφάλα τῆς βαλανιδιᾶς ἐτρύπωνε ὁ Φουντοῦκος. Γιὰ νὰ μὴ κρυώνῃ ὁ Φουντοῦκός της, ἡ κυρὰ Παυλῖνα ἔφτειασε οτὴν κουφάλα τοῦ δένδρου καὶ μιὰ πορτούλα.
Πιὸ πέρα ὅμως ἀπὸ τὸ σπίτι, ἐτριγύριζε μιὰ ἀλεποῦ. Ἄκουσε ἕνα πρωινὸ τὸ λάλημα τοῦ πετεινοῦ καὶ ἡ παμπόνηρη ἔτρεξε στὴ ρίζα τῆς βαλανιδιᾶς.
- Ὤ! καλημέρα σου, φίλε μου κόκκορα! Πῶς εἶσαι στὴν ὑγεία σου; Τί κάνεις; Σοῦ φέρνω μιὰ πολὺ - πολὺ εὐχάριστη εἴδησι. Τὰ ζῷα ὅλα ἐμόνοιασαν. Δὲν θὰ μαλώνωμε πιὰ μεταξύ μας. Προχθὲς εἴχαμε καὶ διασκέδασι. Ἐκάναμε καὶ χορό. Ὁ λύκος ἐχόρευε ἀγαπημένα μὲ τὰ πρόβατα. Οἱ γάτες ἐγλεντοῦσαν μὲ τὰ σκυλιά. Τὰ ποντίκια ἐχοροπηδοῦσαν καὶ οἱ γάτες δὲν
τὰ ἐπείραζαν. Οἱ ἀλεποῦδες μὲ τοὺς κοκκόρους ξεκαρδισθήκαμε στὰ γέλια. Ἑσὺ φαίνεται πὼς δὲν ἐπῆρες εἴδησι καὶ ἔλειπες. Κατέβα τώρα νὰ γλεντήσωμε καὶ νὰ χαροῦμε.
Ὁ κόκκορας ἐκαμώθηκε, πὼς ἐχάρηκε γιὰ τὴν εἴδησι, μὰ δὲν τὸ ἐκουνοῦσε ἀπὸ τὸ δένδρο. Ἦταν κόκκορας μυαλωμένος καὶ γνωστικός. Δὲν ἦταν σὰν τὸν κόκκορα τῆς παροιμίας, ποὺ δὲν εἶχε γνῶσι.
- Ὤ! μὰ κατέβα λοιπόν! Κατέβα γιὰ ν᾽ ἀρχίσωμε τὸ γλέντι!
- Χμ! ἔκαμε ὁ κόκκορας. Γιὰ νὰ κατεβῶ, πρέπει νὰ ξυπνήσῃ ὁ θυρωρὸς νὰ ἀνοίξῃ. Δὲν βλέπεις, πὼς ἡ θύρα τοῦ σπιτιοῦ μας εἶναι κλειστή; Κτύπα, σὲ παρακαλῶ, μὲ τὸ μουσούδι σου γιὰ νὰ μοῦ ἀνοίξῃ.
Χωρὶς, καλὰ - καλά, νὰ προφθάσῃ ἡπαμπόνηρη νὰ κάμῃ ὅ,τι τῆς εἶπεν ὁ κόκκορας, νά σου καὶ ἐπετάχτηκε ὁ Φουντοῦκος.
Ἡ ἀλεποῦ ὅπου φύγῃ φύγῃ. Καταντροπιασμένη, ποὺ τὴν ἐκορόιδεψε ὁ κόκκορας, ἐπῆρε δρόμο καὶ ἀκόμη τρέχει
Κι ὁ κόκκορας ἐπάνω στὴ βαλανιδιὰ ἀκόμη γελάει.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963

Νιάου, νιάρ, νιάου, νιὰρ ἔκανε μιὰ ἡμέρα ἡ Ψιψῖνα κι ἔτρεχε ἐπάνω κάτω ἀνήσυχη.
- Γιατί τρέχει ἔτσι ἡ γάτα μας, μητέρα; μήπως θέλει νὰ πιάσῃ ποντίκι; ἐρώτησεν ὁ Λάμπης. - Κάτι ἄλλο θὰ θέλῃ, παιδί μου. Ἴσως θέλῃ νὰ διαλέξῃ μέρος νὰ γεννήσῃ. Δὲν εἶναι παράξενο ὣς αὔριο νὰ ἔχωμε γατάκια.
Τὴν ἄλλη ἡμέρα πρὸς τὸ μέρος τῆς ἀποθήκης ἀκούσθηκαν νιαουρίσματα. Ὁ Λάμπης ἔτρεξε περίεργος νὰ ἰδῃ. Ἐπάνω σὲ μερικὰ κουρελάκια, σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς ἀποθήκης, ἧταν τρία μικρούλικα γατάκια. Αὐτὰ ἐνιαούριζαν.
- Καλέ, αὐτὰ εἶναι σὰν ποντικάκια! Μήπως τὰ ἐγέννησε καμμιὰ ποντικῖνα; εἶπε μέσα του ὁ Λάμπης.
Καὶ ἔσκυψε καὶ τὰ εἶδε καλύτερα. Τὰ κακόμοιρα ἐφαίνονταν, πὼς ἐκρύωναν κι ἔτρεμαν. Εἶχαν στὸ σωματάκι τους κάτι τριχίτσες μικρὲς καὶ ἀραιές. Τὰ μάτια τους ἦταν κλεισμένα. Καὶ ὅλο ἐκουνοῦσαν τὸ κεφάλι τους. Ὁ Λάμπης ἔτρεξε καὶ εἶπε στὴ μητέρα του:
- Ἡ γάτα μας, μητέρα, ἐγέννησε τρία γατάκια. Μὰ τί κρῖμα! Καὶ τὰ τρία εἶναι τυφλά! Ἔπειτα εἶναι καὶ ἄσχημα. Καὶ οὔτε στὰ πόδια τους, μποροῦν νὰ σταθοῦν. Κι ἐγὼ ἐνόμιζα, πὼς θὰ ἔπαιζα μαζί τους ὡραῖα παιγνίδια. Δὲν εἶναι ὅπως τὰ ἐπερίμενα.
- Παιδί μου, εἶσαι πολὺ ἀνυπόμονο. Τὰ γατάκια, ὅταν γεννιοῦνται, ἔτσι εἶναι. Ὅταν ὅμως περάσῃ λίγος καιρός, ὀμορφαίνουν καὶ παίζουν ὡραῖα παιγνίδια. Τότε θ᾽ ἀλλάξῃς γνώμη, ὅταν τὰ ἰδῇς, εἶπεν ἡ μητέρα.
Καὶ ἀφοῦ εἶπεν αὐτά, ἐσηκώθηκε καὶ ἑτοίμασε λίγο γάλα μὲ τριμμένο ψωμὶ γιὰ τὴ γάτα τους.
- Πρέπει τώρα νὰ τὴν περιποιούμεθα καλύτερα, Λάμπη. Ἔχει νὰ θρέψῃ, παιδί μου, καὶ μικρά. Εἶναι τώρα μητέρα.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963