Σχολική Ζωή
Τί εἶναι ἡ Πατρίδα μας; Μὴν εἶν’ οἱ κάμποι΄;
Μὴν εἶναι τ’ ἄσπαρτα ψηλὰ βουνά;
Μὴν εἶν’ ὁ ἥλιος της, ποὺ χρυσολάμπει;
Μὴν εἶναι τ’ ἄστρα της τὰ φωτεινά;
Μὴν εἶναι κάθε της ρηχὸ ἀκρογιάλι
καὶ κάθε χώρα της μὲ τὰ χωριά;
κάθε νησάκι της, ποὺ ἀχνὰ προβάλλει,
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;
Ὅλα Πατρίδα μας! Κι αὐτὰ κι ἐκεῖνα,
καὶ κάτι πού ᾽χομε μέσ’ στὴν καρδιά,
ποὺ λάμπει ἀθώρητο, σὰν ἥλιου ἀχτῖνα
καὶ κράζει μέσα μας: Ἐμπρός, παιδιά!
Ἰωάννης ΙΙολέμης
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963
Ἄκουσε, Γιαννάκη, ἄρχισε νὰ μοῦ λέη μιὰ μέρα ὁ πατέρας μιου: Στὴν ἡλικία σου ἤμουν κι ἐγὼ παιδὶ ἔξυπνο καὶ προκομμένο. Ὁ πατέρας μου ἤταν πολὺ εὐχαριστημένος μ’ ἐμένα κι ὅλος ὁ κόσμος μὲ εἶχε γιὰ καλὸ παιδί. Ἄκουσα τόσους ἐπαίνους, ποὺ στὰ τελευταῖα τὸ πῆρα κι ἐγὼ ἐπάνω μου καὶ κατήντησα ἕνας ἐγωιστής. Κανένα ἀπὸ τοὺς συμμαθητές μου δὲ λογάριαζα, ὅλους τοὺς περιφρονοῦσα. Γι’ αὐτὸ μοῦ ἄξιζε νὰ πάρω ἕνα καλὸ μάθημα καὶ τὸ πῆρα, ἀπὸ ποιόν, νομίζεις; Ἀπὸ τὸν τελευταῖο τῆς τάξης!
Ὁ μαθητὴς αὐτὸς ἦταν ἕνας τόσος δὰ ἀνθρωπάκος, ἀδύνατος, μὲ πρόσωπο χλομὸ καὶ μαραμένο. Ἡ ματιά του ἦταν πάντα φοβισμένη καὶ γεμάτη θλίψη. Τὸν ἔλεγαν Μιχάλη Λεμονά. Ἀπὸ τὰ φορέματά του φαινόταν πὼς ἦταν φτωχός.
῏Ηταν ὁ τελευταῖος στὴν τάξη. Ποτέ του δὲν εἶπε μάθημα κι οὔτε παρουσίαζε γραπτά. Ὅταν ὁ δάσκαλος τοῦ ἔλεγε μὲ τὴ βαριὰ φωνή του: «Λεμονά, τὸ τετράδιό σου», ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε σιγανὰ καὶ ντροπιασμένα: «Δὲ βρῆκα καιρό, κύριε». Κι ὁ δάσκαλος τὸν μάλωνε συχνά.
Κάποτε ἡ τύχη τὸν ἔφερε γείτονά μου.
Στὴ μητέρα της σιμὰ
ἡ Ἑλένη πλησιάζει:
― Καλησπέρα σου, μαμά!
ἀπὸ μακριὰ φωνάζει.
Ἐμαθα εἰς τὸ σχολεῖο,
σήμερα πρώτη φορά,
στὸ καινούργιο μου βιβλίο
νὰ διαβάζω καθαρά.
Ἔμαθα γραμματική,
πρώτη κλίσι καὶ δευτέρα.
ἔμαθα ἀριθμητικὴ
κι ὅλα αὐτὰ σὲ μιὰν ἡμέρα.
Ἔμαθα τόσα καλά,
δὲν μπορεῖς νὰ τὰ μετρήσῃς,
ἔμαθα κι ἄλλα πολλὰ
μ’ ἂν τ’ ἀκούσης, θ’ ἀπορήσῃς.
Κι ἡ μητέρα τῆς Ἑλένης:
― Εἶν’ οἱ γνώσεις σου πολλές.
Κάλλιο λίγα νὰ μαθαίνῃς,
καὶ λιγώτερα νὰ λές.
Ἰωάννης Πολέμης
Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955
Σήμερα ἀρχίζουν τακτικὰ τὰ μαθήματα τοῦσχολείου. Τὰ παιδιὰ ἐμαζεύθηκαν τὴν ὡρισμένη ὥρα στὴν αὐλὴ τοῦ σχολείου, ἐμπῆκαν στὴ γραμμή, μόλις ἐκτύπησε τὸ κουδουνάκι, κι ἐπέρασαν ὅλαστὶς καινούργιες τάξεις των.
Ὁ Κωστάκης καὶ ἡ Ἑλενίτσα ἐπέρασαν στὴντρίτη τάξι κι ἐκάθισαν στὰ θρανία των σὲ ὡρισμένηθέσι.
Χάρτες, θρανία ἕδρα, πίνακες εἶναι ὅλα ἕτοιμα.
Σ’ αὐτὴ τὴν αἴθουσα θὰ περάσουν τὰ παιδιὰ σχεδὸν ἕναν ὁλόκληρο χρόνο.
Σὲ λίγο μπαίνει ὁ δάσκαλος στὴν τάξι. Τὰ μάτια του ἀστράφτουν ἀπὸ εὐχαρίστησι. Τὰ παιδιὰ ἐσηκώθηκαν κι ἔκαμαν τὴν προσευχή τους. Ἡ Ἑλενίτσα εἶπε τὴν προσευχή:
«Θεέ μας, Σὺ ποὺ ἀγαπᾷς τὰ καλὰ παιδάκια,ποὺ πηγαίνουν στὸ σχολεῖο, στεῖλέ μας, Σὲπαρακαλοῦμε, τὸ Πνεῦμά Σου τὸ Ἅγιο, νὰ μᾶςφωτίζῃ νὰ μαθαίνωμε γράμματα καὶ νὰ γίνωμεκαλοὶ ἄνθρωποι».
Στὸ τέλος ὅλα μαζὶ τὰ παιδιὰ εἶπαν τὸ «Δι’εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν...» καὶ ἐκάθισανστὰ θρανία.
Ὁ δάσκαλος ζητεῖ νὰ μάθῃ ἀπὸ τὰ παιδιὰ πῶςἐπέρασαν τὸ καλοκαίρι. Ὅλα τὰ παιδιὰ μὲ τὴ σειρά τους διηγοῦνται πῶς διεσκέδασαν στὸ βουνό, πῶςἐπέρασαν στὶς ἀκροθαλασσιές, πῶς παραθέρισανστὰ χωριά τους καὶ ἄλλα πολλά.
Μιλοῦσαν γιὰ τὰ παιγνίδια τους, γιὰ τὴ θάλασσα,γιὰ τὸ βουνό, γιὰ τὶς ψαρόβαρκες, γιὰ τὰ κοπάδια, γιὰ τὶς δροσιές, γιὰ τὶς ἀμμουδιές, γιὰ τὶς δροσερὲς
βρύσες, γιὰ τὰ μπάνια τους.
Ἐτραγούδησαν μάλιστα καὶ μερικὰ τραγούδια,ποὺ εἶχαν μάθει τὸ καλοκαίρι στὰ πανηγύρια καὶ στοὺς γάμους τῶν χωριῶν.
Στὸ διάλειμμα ἡ αὐλὴ ἐγέμισε ἀπὸ τὶς χαρούμενεςφωνὲς τῶν παιδιῶν.
Ἄλλα παιδιὰ παίζουν κυνηγητό, ἄλλα τὴ μέλισσακαὶ ἄλλα παίζουν στὴ μέση τῆς αὐλῆς τὸ παιγνίδιτοῦ λύκου μὲ τὸ ἀρνί.
Ὅταν ἐτελείωσε τὸ διάλειμμα, ἐπέρασαν πάλι τὰπαιδιὰ στὶς καινούργιες τάξεις των καὶ ὁ Κωστάκης μὲ τὴν Ἑλενίτσα διηγήθηκαν στὴν τάξι. πῶςἐτρύγησαν τὸ ἀμπέλι τους.
Ἔτσι ἐτελείωσε τὸ πρῶτο μάθημα καὶ τὰ παιδιά ἐγύρισαν στὰ σπίτια των. Οἱ γονεῖς των ἄκουαν μὲ εὐχαρίστησι τὶς ἐντυπώσεις τῶν παιδιῶν ἀπὸ τὸπρῶτο μάθημα τοῦ σχολείου.
Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955
Ἕνα πρωινό, ἡ καμπάνα τῆς ἐκκλησίας τοῦ, Ἁγίου Γεωργίου ἐσήμανε διαφορετικὰ ἀπὸ τὶς ἄλλες φορὲς καὶ ἔκαμε φωτεινὰ καὶ χαρούμενα τὰ πρόσωπα ὅλων τῶν παιδιῶν τοῦ Χωριοῦ.
Ὕστερα ἀπὸ τόσων ἡμερῶν διακοπές, ἄνοιξε πάλι τὸ σχολεῖο. Ἀπὸ τὶς γειτονιὲς ἦλθαν ἀγόρια καὶ κορίτσια, ὅλα καλοκτενισμένα καὶ καθαρά, μὲ παπούτσια γυαλισμένα. Ἀνάμεσα στὰ παιδιὰ εἶναι καὶ τὰ δυὸ ἐξαδέλφια, ποὺ θὰ γίνουν οἱ φίλοι μας, ὁ Κωστάκης καὶ ἡ Ἑλενίτσα.
Ἀφοῦ ἔγινε ὁ ἁγιασμὸς καὶ ὁ παπᾶς, μ᾽ ἕνα ματσάκι βασιλικό, ἐρράντισε ὅλες τὶς τάξεις μὲ ἁγίασμα, ὁ Διευθυντὴς τοῦ σχολείου ἐμίλησε στὰ παιδιά. Τοὺς εἶπε πολλὰ γιὰ τὴν ἀρχὴ ποὺ θὰ κάνουν τῆς δουλειᾶς καὶ στὸ τέλος τοὺς ἐπρόσθεσε:
― Ὅλα τὰ παιδιά, σὰν ἀδέλφια ἀγαπημένα, θὰ ἐργασθῆτε μαζὶ μὲ τοὺς δασκάλους σας, ποὺ θὰ σᾶς φωτίσουν τὸ μυαλὸ καὶ θὰ κάμουν καλὴ τὴν καρδιά σας. Θὰ γίνετε ὅλοι χαρούμενοι σύντροφοι στὴ δουλειὰ καὶ στὸ παιγνίδι.
Πόσα καινούργια πράγματα ἔχετε νὰ μάθετε ἐφέτος! Ἱστορίες γιὰ ζῷα, γιὰ φυτά, γιὰ τὴ ζωή σας, τὴ ζωὴ τοῦ Χωριοῦ σας καὶ τὴ ζωὴ τῆς Πατρίδος σας.
Κάθε σας καλὴ κι εὐγενικὴ πρᾶξι θὰ σᾶς δίνῃ χαρὰ κι εὐχαρίστησι.
Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955