Σχολική Ζωή
Τί χαρὰ ποὺ δοκιμάζει, σήμερα ὁ Θανασάκης! Πηγαίνει στὸ βιβλιοπωλεῖο μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του.
Σωστὸ πανηγύρι ἔχουν ἐκεῖ τὰ παιδάκια. Ἄλλα ἀγοράζουν κασσετῖνες, ἄλλα τετράδια. Μερικὰ ἔχουν στὸ χέρι κονδυλοφὸρους.
Τί πλοῦτος ἀπὸ βιβλία! Τί σάκκες. Τί εἰκόνες! Τί μελανοδοχεῖα! Πόσα ἄλλα ὡραῖα πράγματα!
῾Ο Θανασάκης κοιτάζει τὶς σάκκες καὶ τὶς θαυμάζει. ῾Η περυσινή, ποὺ εἶχεν, ἐχάλασε.
- Διάλεξε ὅποια θέλεις, παιδί μου, τοῦ λέγει ὁ πατέρας.
Ναί. Ἀλλ’ αὐτὲς εἶναι τόσες πολλές. Τί εἴδους νὰ διαλέξῃ; Ἀπὸ δέρμα; Ἀπὸ ὕφασμα; Ἀπὸ μουσαμᾶ; Ἀπὸ τί; -
Νὰ ἀγοράσετε μιὰ ἀπὸ δὲρμα, τοὺς ἐσύστησεν ὁ βιβλιοπώλης. Μιὰ φορὰ θὰ δώσετε τὰ χρήματα, πρέπει νὰ πιάσουν τόπο. Νὰ σᾶς δώσω μάλιστα μιά,ποὺ νὰ κλειδώνη.
Καὶ, πραγματικὰ τοὺς ἔδωκε μιά, ποὺ ἐκλείδωνε. Ἄρεσε καὶ στὸν πατέρα καὶ στὸ παιδί. Ὕστερα ἀγόρασαν ἕνα καλοντυμένο βιβλίο. Ἀγόρασαν καὶ μολύβια καὶ τετράδια.
- Θέλω καὶ μιὰ κασσετῖνα καινούργια, πατέρα, ἐζήτησεν ὁ Θανασάκης.
- Κασσετῖνα ἔχεις, παιδί μου, τὴν περυσινή. Ἄς κάμωμε κάποια οἰκονομία. Δὲν ἔχομε καὶ πολλὰ χρήματα.
Τώρα ὁ Θανασάκης ἔγινε σωστὸς μαθητής. Τίποτε δὲν τοῦ λείπει. Σάκκα, βιβλίο, τετράδια, μολύβια. Ἀργότερα θ’ ἀγοράση πέννες, μελάνη, κονδυλοφόρο καὶ ὅ,τι ἄλλο χρειασθῇ. Ὤ! μὲ τί ὄρεξι γυρίζει στὸ σπίτι! Πετᾷ απὸ χαρά. Ἡ μητέρα καὶ ἡ θεία του τὸν καμαρώνουν. Τὸν δέχονται μὲ χίλιες δυὸ εὐχές. Ὁ Θανασάκης χαϊδεύει τὴ σάκκα του καὶ τὁ βιβλίο. Κοιτάζει ὅλες τὶς εἰκόνες καὶ χαμογελᾷ. Εἶναι πολὺ εὐχαριστημένος ἀπὸ τὰ πράγματα, ποὺ τοῦ ἀγόρασεν ὁ πατέρας.
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963
Τὴν ἄλλη ἡμέρα, τὴν ὥρα ποὺ τὰ παιδιὰ θὰ ἔμπαιναν στὴν αἴθουσα, ἕνα ἀπ’ αὐτά, ὁ Χαρίλαος, ἔκαμε κάτι, ποὺ δὲν ἦταν σωστό.
Εἶχε ξεχάσει, φαίνεται, πὼς ἔπρεπε νὰ μπαίνῃ μὲ τάξι καὶ ἡσυχία. Καἱ ἐστρύμωξε δυὸ μικρούς, τὸν Ἅνδρέα καὶ τὸν Νῖκο, στὸν τοῖχο. Τοὺς ἔκαμε νὰ πονέσουν.
Στὸ δάσκαλο ἔκαμε κακὴ ἐντύπωσι αὐτό, ποὺ ἔγινε. Ἐπεριποιήθηκε τοὺς μικροὺς κι ἔκαμε παρατηρήσεις σ’ αὐτόν, ποὺ ἔφταιξε.
- Δὲν τὸ ἐπερίμενα ποτὲ αὐτὸ ἀπὸ ἐσένα, Χαρίλαε. Μεγάλος μαθητὴς ἐσύ, νὰ εἶσαι τόσο ἀπρόσεκτος! Νὰ μὴ ξέρῃς πῶς βγαίνουν καὶ πῶς μπαίνουν στὴν αἴθουσα! Τί νὰ τὰ κάνωμε, παιδί μου, τὰ γράμματα, ὅταν λείπῃ ἡ καλὴ συμπεριφορά;
Τὶς παρατηρήσεις αὐτὲς τὶς ἐπρόσεξαν καὶ οἱ ἄλλοι μαθηταί. Καί, σὰν παιδιὰ φιλότιμα, ἐσκέφθηκαν νὰ μὴ ξανασυμβῇ αὐτὸ. Ἕνας μεγάλος μαθητής, ὁ Παναγιώτης, εἰπε: - Παιδιά! στὰ διαλείμματα ν’ ἀφήνωμε τοὺς μικροὺς νὰ περνοῦν πρῶτοι καὶ ν᾽ ἀκολουθοῦμε οἱ μεγάλοι. Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ τοὺς σπρώχνωμε καὶ νὰ τοὺς κάνωμε νὰ πονοῦν.
Τὴν ἄλλη ἡμέρα πάλι ἕνας κύριος ἔφερεν ἕνα μικρόν, τὸν Δημητράκη, κρατῶντάς τον ἀπὸ τὸ χέρι. Ὁ δάσκαλος μὲ τ’ ἄλλα παιδιὰ τὴν ὥρα ἐκείνη ἦταν στὴν αἴθουσα.
- Μὲ συγχωρεῖτε, ποὺ σᾶς διακόπτω, εἶπεν ὁ κύριος. Ἀλλ’ ἐνόμισα, πὼς ἔπρεπε νὰ ὁδηγήσω ἐδῶ αὐτὁν τὸν μαθητή σας. ῎Επαιζε μὲ τοὺς βώλους στὴ μέση τοῦ δρόμου. Καί, καθὼς ἐπήγαινε μὲ καλπασμὸ ἕνα ἄλογο, παρ’ ὀλίγο θὰ τὸν ἐπατοῦσε.
῾0 δάσκαλος εὐχαρίστησε τὸν κύριο, ποὺ εἶχε τὴν καλωσύνη νὰ περιμαζέψῃ τὸν μικρόν. 10 Ἕδωκε μερικὲς συμβουλὲς στὸ παιδάκι καὶ τὸ ἔβαλε νὰ καθίσῃ στὴ θέσι του.
Τὸ πρᾶγμα ὅμως ἔκαμε καὶ στὰ μεγάλα παιδιὰ καὶ στὸ δάσκαλο ἐντύπωσι.
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963
῞Οταν ἐκτύπησε διάλειμμα, ὁ δάσκαλος ἐκάλεσε τὰ παιδιὰ καὶ μαζὶ μὲ αὐτὰ καὶ τὸν Δημητράκη.
- Ἕλα ἐδῶ, παιδάκι μου! Ἕτσι κάνουν, ὅταν ξεκινοῦν γιὰ τὸ σχολεῖο; Παίζουν ποτὲ στὴ μέση τοῦ δρόμου μὲ τοὺς βώλους;
- Δὲν ἔκαμα καλά, εἶπεν ὁ Δημητράκης φοβισμένα.
- Βέβαια δὲν ἔκαμες καλά. Λίγο ἔλειψε νὰ σὲ πατήσῃ τὸ ἄλογο. Ἅν δὲν εὑρισκόταν ἐκεῖνος ὁ καλὸς κύριος, θὰ μποροῦσες νὰ πάθῃς κακό.
Ὁ καημένος ὁ Δημητράκης ἐκοίταζε μὲ τὰ μεγάλα γαλανὰ μάτια του τὸν δάσκαλο, ἐκοίταζε καὶ τὰ παιδιά. Τώρα φαίνεται, πὼς ἐσκεπτόταν τὸν κίνδυνο. Ἡ Μαίρη, ἕνα ἔξυπνο κοριτσάκι, εἶπε:
- Καὶ ἄλλα παιδιά, κύριε, κάθονται στὴ μέση τοῦ δρόμου καὶ παίζουν. Καὶ αὐτὰ μπορεῖ νὰ τὰ πατήσῃ κανένα ἄλογο. Ἐγώ, ὅταν ξεκινῶ γιὰ τὸ σχολεῖο, ἔρχομαι ἴσια. Δὲν στέκομαι πουθενά, οὔτε στὰ μαγαζιὰ οὔτε στὴν ἀγορά.
- Καλὰ κάνεις, Μαίρη, τῆς εἶπεν ὁ δάσκαλος. Στοὺς δρόμους, ποὺ περνᾷ κόσμος καὶ αὐτοκίνητα, χρειάζεται προσοχή. Γίνονται πολλὰ δυστυχήματα στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ δὲν προσέχουν.
῞Ενα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα παιδιὰ εἶπε:
- Δὲν εἶναι καλά, κύριε, ὅταν βλέπωμε μικρούς, νὰ τοὺς παίρνωμε στὸ σχολεῖο μαζί μας;
- Εἶναι πολὺ καλὸ αὐτὸ καὶ νὰ τὸ κάνετε. Τὰ μικρὰ παιδιὰ ξεχνιοῦνται στὸ δρόμο. ᾽Εσεῖς, ποὺ εἶσθε μεγαλύτεροι, νὰ τοὑς ἔχετε σὰν ἀδελφάκια. Εἴδατε πόση ἀγάπη ἔδειξεν ὁ ξένος κύριος, ποὺ μᾶς ἔφερεν ἐδῶ τὸν Δημητράκη, εἶπεν ὁ δάσκαλος.
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963
Εἶναι πρωΐ. Ὁ Θανασάκης κοιμᾶται ακόμα. ῾Η μητερούλα τὸν σκουντᾷ ἁπαλά.
- Ξύπνα, τοῦ λέγει, παιδάκι μου.Σήμερα τὸ σχολεῖο ἀνοίγει. Πρέπει νὰ ἑτοιμασθῇς, γιὰ νὰ πᾶμε.
Ὁ Θανασάκης ἐξυπνᾷ. Βλέπει τὴν μητερούλα του καὶ χαμογελᾷ. Ἔπειτα σηκώνεται καὶ ἑτοιμάζεται.
Σὲ λίγο εὑρίσκετᾳι ἐμπρὸς στὸεἰκόνισμα. Κάνει τὴν προσευχή του:
- Παναγία μου. Βοήθησέ με νὰ πηγαίνω στὸ σχολεῖο. Φώτισε τὸν νοῦ μου νὰ μάθω γράμματα. Χάρισέ μου ὑγεία. Φύλαξε γεροὺς τοὺς γονεῖς μου καὶ ὅλον τὸν κόσμο.
Προτοῦ ξεκινήσουν, ἡ μητέρα τὸν προσέχει καλά. Τὸν παρατηρεῖ ἀπ’ ἐπάνω ἕως κάτω.
Βλέπει τὰ μαλλάκια του τὰ κτενισμένα. Τὸ πρόσωπό του νὰ λάμπῃ κατακάθαρο. Τί ὄμορφος ποὺ εἶναι τώρα ὁ Θανασάκης της! Τώρα ποὺ θὰ πηγαίνῃ στὸ σχολεῖο!
Στὸ δρόμο ἀνταμώνουν καὶ ἄλλα παιδιά. Ὅλα εἶναι χαρούμενα. Ἡ μητέρα καμαρώνει, ποὺ ὁ γυιός της εἶναι στἡ δευτέρα τάξι.
- Πότε κιόλας ἐμεγάλωσε; Λέγει μόνη της!
Ὅταν ἔφθασαν στὸ σχολεῖο, ἐζήτησαν τὁν δάσκαλο. ᾽Εκεῖνος ἐβγῆκε καὶ ἐφώναξε:
- Ὅρίστε μέσα, κυρία ᾽Αμαλία. ᾽Εφέρατε τὸν Θανασάκη σας; Πέρυσι ἔμεινα πολὺ εὐχαριστημένος. Κι ἐφέτος ἐλπίζω νὰ εἶναι καλὸς μαθητής. Στὶς διακοπὲς τὸν ἔβλεπα. Δὲν ἔκανε ἀταξίες. ῏Ηταν φρόνιμος.
Ὅταν ὁ δάσκαλος τὸν ἔγραψε, ὁ Θανασάκης ἔσκυψε καὶ τοῦ ἐφίλησε τὸ χέρι. ῾Ο δάσκαλος ἐχάρηκε πολύ, ποὺ ξαναεῖδε πάλι τὸν καλὸ τὸ μαθητή, τὸν Θανασάκη.
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963
Μιὰ ἡμέρα ὁ δάσκαλος ἀνέβηκε μὲ τὰ παιδιὰ τοῦ σχολείου στὴν Παναγίτσα. Αὐτὴ ἧταν μιὰ τοποθεσία ψηλή. Ἀνέβηκαν γιὰ νὰ ἰδοῦν ἀπ’ ἐκεῖ τὸ χωριό τους.
Στὴν ἀρχὴ ἐχάρηκαν, σὰν τὸ εἶδαν ὁλόκληρο. Οἱ στέγες τῶν σπιτιῶν ἧσαν ἄλλες μαυρειδερὲς καὶ ἄλλες κοκκινωπές. Τὰ περιβόλια μὲ τὰ τουφωτὰ δένδρα τους ἐφάνταζαν πολὺ ὡραῖα.
Ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο μονάχα τὸ κτίριο τῆς ἐκκλησίας ἐφαινόταν. Οὔτε τὰ σπίτια ἐξεχώριζαν οὔτε οἱ δρόμοι οὔτε τὸ σχολεῖο.
Αὐτὸ ἧταν κρυμμένο ἀνάμεσα στὰ σπίτια.
- Τὸ χωριό μας θὰ ἦταν σωστὸς παράδεισος, ἂν ἧταν κτισμένο μὲ σχέδιο, εἶπεν ὁ δάσκαλος. Μὰ δυστυχῶς καθένας ἔκτισε τὸ σπίτι του ὅπου ἤθελε. Καὶ τὸ χειρότερο ἀπὸ ὅλα σὲ κεντρικὰ μέρη ἔκτισαν ἀχυρῶνες καὶ στάβλους. Μόνο ἡ ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ εἶναι κτισμένη σὲ πολὺ καλὴ καὶ κατάλληλη τοποθεσία.
- Τώρα, κύριε, δὲν ἠμπορεῖ νὰ γίνῃ μὲ σχέδιο; ἐρώτησε κάποιος μαθητής.
- Τὸ σχέδιο, παιδί μου, γίνεται πρῶτα καὶ ὕστερα οἱ οἰκοδομές. Τώρα οἱ οἰκοδομὲς ἐκτίσθηκαν. Τί σχέδιο νὰ γίνῃ; Γιὰ τὰ σπίτια,
ποὺ τώρα θὰ κτισθοῦν, κάτι μπορεῖ νὰ γίνῃ. Ἀλλὰ γιὰ τὰ παλιά... ἔτσι θὰ εὑρίσκωνται ὥσπου νὰ πέσουν. Καὶ τί κρῖμα!
Ὅλα σχεδὸν τὰ χωριὰ στὸν τόπο μας εἶναι χωρὶς σχέδιο φτειαγμένα. Ἀκόμα καὶ ἀρκετὲς πόλεις. Καὶ ἡ ἔλλειψις αὐτὴ πολὺ τὰ ἀσχημίζει.
Ἐκεῖ κοντὰ ἦταν κι ἕνα δάσος. Κι ὁ δάσκαλος μὲ τὰ παιδιὰ ἐπῆγαν νὰ τὸ ἰδοῦν.
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963