Σχολική Ζωή
Ὁ παπποὺς τοῦ Δημητράκη ἦταν ναυτικός. Τώρα ἦταν γέρος καὶ πιὰ δὲν ταξίδευε. Πολὺ συχνὰ ὅμως θυμόταν τὰ ταξίδια, ποὺ ἔκανε, ὅταν ἦταν νέος καὶ τὰ διηγὸταν στὸν ἐγγονό του.
Ὁ Δημητράκης ἄλλο ποὺ δὲν ἤθελε. Ὅταν ὁ παπποὺς διηγόταν τὶς παράξενες ἱστορίες τῶν ταξιδιῶν του, ὁ Δημητράκης στοχαζόταν, πὼς εἶναι πολὺ καλὸ νὰ εἶναι κανεὶς ναυτικός. Ταξιδεύεις πάντα καὶ βλέπεις τὸσους τόπους.
Μιὰ μέρα ὁ Δημητράκης κατάφερε τὸν παππού του, νὰ τοῦ φτιάξη ἕνα ὡραῖο ξύλινο καραβάκι.
- Καὶ λές, παππού, ν’ ἀρμενίζη καλὰ τὸ καράβι μου; ρωτοῦσε ὁ Δημητράκης.
- Θ’ ἀρμενίζη περίφημα, ἂν τοῦ βάζης καλὰ τὰ πανιά του. Κανένα καράβι δὲν ἀρμενίζει καλά, ἂν δὲν κάνη ὁ καπετάνιος καλὰ τὴ δουλειά του.
Ὁ Δημητράκης, ὅταν ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια, σοβαρεύτηκε καὶ σκέφτηκε μὲ καμάρι:
- ᾽Εγὼ θὰ εἶμαι καλὸς καπετάνιος! Καὶ βέβαια, μπορεῖ ἄλλος νὰ εἶναι καπετάνιος, ἀφοῦ τὸ καράβι εἶναι δικό μου;
Δὲν ἔβλεπε λοιπὸν τὴν ὥρα νὰ τελειώση τὸ καράβι του. Θὰ τοῦ ἔβαζε τὰ κατάρτια, τὰ πανιά του καὶ τὴ χρωματιστὴ σημαιούλα του. Θὰ τὸ χρωμάτιζε καὶ θὰ τὸ ἔριχνε στὰ μικρὰ λιμανάκια, ποὺ ἦταν στὴν παραλία κοντὰ στὸ σπίτι τους.
Ὁ Δημητράκης ὅμως ἦταν καὶ μαθητὴς κι ἔπρεπε νὰ πηγαίνη καὶ στὸ σχολεῖο. Πρὶν νὰ τοῦ κάμη ὁ παπποὺς τὸ καραβάκι, ὁ Δημητράκης ἦταν πολὺ τακτικὸς μαθητής. Ὁ δάσκαλος τὸν ἀγαποῦσε καὶ τοῦ ἔβαζε καλοὺς βαθμούς. Ὅταν τὸ καραβάκι ἔφυγε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ παπποῦ καὶ πῆγε στὰ χέρια τοῦ Δημητράκη, τὰ πράγματα ἄλλαξαν. Ὁ Δημητράκης πολὺ συχνὰ δὲν ἔφτανε στὸ σχολεῖο στὴν ὥρα του. Γιατί ὁ Δημητράκης τὸ πάθαινε αὐτό; Αὐτός, ποὺ ἄλλοτε ἦταν τόσο τακτικὸς καὶ ὅλο ἐπαίνους ἔπαιρνε ἀπὸ τὸ δάσκαλό του;
Θὰ σᾶς τὸ πῶ μὲ μεγάλη μου λύπη.
Ὁ Δημητράκης ἔφευγε νωρὶς ἀπὸ τὸ σπίτι, γιὰ νὰ πάη σχολεῖο.
Στὸ δρόμο ὅμως, καθὼς περνοῦσε ἀπὸ τὴν ἀκρογιαλιά, χασομεροῦσε, γιατὶ ἔβαζε τὸ καραβάκι του, νὰ ἀρμενίζη μέσα στὰ λιμανάκια. Ὅταν τελείωνε τὸ παιχνίδι του, ἔκρυβε τὸ καραβάκι του μέσα σὲ κάτι βράχους, ποὺ μόνο αὐτὸς ἤξερε τὸν κρυψώνα τους κι ἔτρεχε στὸ σχολεῖο νὰ προφτάση τὸ μάθημα.
Στὴν ἀρχὴ πρόφταινε. Ὅσο ὅμως περνοῦσαν οἱ μέρες, τόσο τοῦ ἄρεσε, νὰ κάθεται περισσότερο στὸ λιμανάκι, νὰ παίζη μὲ τὸ καραβάκι του.
- ῎Ε! πῶς τὰ πᾶς μὲ τὸ καράβι σου, καπετάνιο; τὸν ρωτοῦσε ὁ παππούς.
- Περίφημα! ῎Ελεγε ὁ ἐγγονός. Τὸ καράβι μου ἀρμενίζει τέλεια καὶ πιστεύω, πὼς θὰ γίνω πολὺ γρήγορα καπετάνιος μὲ μεγάλο καράβι.
Πέρασαν δυὸ ἑβδομάδες καὶ στὸ σχολεῖο ἔγινε κάτι πολὺ κακὸ γιὰ τὸ Δημητράκη. Ὁ δάσκαλος παράγγειλε, μ’ ἕνα παιδί, στὸν παπποὺ τοῦ Δημητράκη νὰ πάη σχολεῖο, ποὺ τὸν θέλει. ῎Ετρεξε ὁ παπποὺς καὶ πῆγε σχολεῖο ἀνήουχος.
Στοχαζὸταν, πὼς ὁ Δημητράκης κάποιο κακὸ θὰ ἔπαθε. Μπῆκε μέσα στὸ γραφεῖο καὶ περίμενε τὸ δάσκαλο. Σὲ λίγο ἦρθε μέσα ὁ δάσκαλος μὲ τὸ Δημητράκη.
Σᾶς κάλεσα, εἶπε ὁ δάσκαλος στὸν παππού, γιὰ νὰ σᾶς πῶ, πὼς δὲν εἶμαι καθόλου εὐχαριστημένος
ἀπὸ τὸν ἔγγονό σας. Μένει πίσω στὰ μαθήματα καὶ στὸ σχολεῖο ἔρχεται πάντα ἀργά. Κοκκίνησε ὁ Δημητράκης τότε. Τὰ μάτια του γέμισαν δάκρυα, ὅταν ἀντίκρυσε τὸ λυπημένο πρόσωπο τοῦ παπποῦ του. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Δημητράκης δὲν ἔλεγε ποτὲ ψέματα, ὁμολόγησε τί ἔκανε στὸ δρόμο κι ἔφτανε στὸ σχολεῖο ἀργότερα.
Βλέπεις, παιδάκι μου, τοῦ εἶπε ὁ παππούς, τί ἔκαμες; Ἄν θέλης νὰ γίνης καλὸς καπετάνιος, πρέπει νὰ μάθης νὰ κυβερνᾶς πρῶτα τὸν ἑαυτό σου.
Ὁ Δημητράκης κατάλαβε πολὺ καλὰ τὰ λόγια τοῦ παπποῦ. ῾Υποσχέθηκε, πὼς δὲν θὰ τὸ ξανακάμη καὶ πὼς δὲν θὰ ἀμελῆ τὰ μαθήματά του γιὰ τὸ παιγνίδι.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1948
Ἐπῆγαν στὸν ἀνατολικὸ τοῖχο.
Ἀλλἆ τί νὰ ἰδοῦν; Αὐτὸς σὲ ἀρκετὸ μέρος εἶναι μαυρισμένος.
- Ποιός τὸν ἐμαύρισε, κύριε; ρωτᾷ ὁ Πάνος.
- Εἶναι κτυπήματα ἀπὁ τόπι, εἶπεν ὁ δάσκαλος. Κάποιο παιδὶ θὰ ἔπαιζε καὶ τὸν ἐμαύρισε. Νά! φαίνονται τὰ κτυπήματα μὲ τὸ τόπι.
Ἀκόμα δὲν τὁν ἐκαθαρίσαμε, τὸν ἐμαυρίσαμε. Λέτε νὰ εἶναι μαθητὴς αὐτός, ποὺ τὸ ἔκαμε; Τί γνώμη ἔχετε;
- Ἴσως νὰ εἶναι, κύριε, κανένα ξένο παιδί, εἶπαν μερικά.
- Μακάρι, ἐσυμπλήρωσεν ὁ δάσκαλος. Πολὺ θὰ ἤθελα νὰ μὴν εἶναι κανένας ἀπὸ σᾶς, Ἀλλὰ καὶ πιὸ κάτω μᾶς ἔκαμαν ζημιά. Μᾶς ἔξυσαν τὸν τοῖχο, μᾶς τὸν ἔγδαραν. Κάποιος, φαίνεται, ἐβάλθηκε νὰ σκαρφαλώση στὸ παράθυρο καὶ τὸν ἔξυσε. Τί θὰ γίνη, ἂν πᾶμε ἔτσι;
Ὁ δάσκαλος τώρα σιωπᾷ. Κοιτάζει τὶς ζημιὲς καὶ κουνᾷ τὸ κεφάλι του. Μὰ καὶ τὰ παιδάκια εἶναι στενοχωρημένα. Λυποῦνται καὶ αὐτά.
- Νὰ εἶναι τάχα ἕνας, ποὺ ἔκαμε αὐτὰ ἢ πολλοί; λέγουν τὰ παιδιὰ μεταξύ τους.
Τὴν ἄλλη ἡμέρα ἔβαλεν ὁ δάσκαλος καὶ ἔφτειασαν πάλι τὸν τοῖχο. Τὰ παιδιὰ δίνουν τὸν λόγο τους, πὼς δὲν θὰ ξαναγίνουν ζημιές.
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963
Μιὰ ἡμέρα ὁ δάσκαλος μίλησε μὲ τὰ παιδιὰ γιὰ τὸ σχολεῖο.
- Ὅλα ἐδῶ, παιδιά μου, τοὺς εἶπε, λαμποκοποῦν. Ἡ αἴθουσά μας εἶναι κάτασπρη. Τὸ πάτωμα, τὸ προαύλιο κατακάθαρα. Ὅ,τι εἶχε καὶ δὲν εἶχε τὸ σχολεῖο, τὰ ἐφόρεσε, γιὰ νὰ μᾶς δεχθῇ. Τί καλὰ νὰ μπορούσαμε νὰ τὸ διατηρήσωμε πάντα ἔτσι καθαρό! Νὰ τὸ βλέπωμε πάντα ἔτσι νὰ λάμπῃ!
- Ἐγώ, κύριε, θὰ καθαρίζω καλὰ τὰ πόδια μου, ὅταν μπαίνω, εἶπεν ἡ Δαφνούλα. Δὲν θὰ λερώνω τὁ πάτωμα καὶ τὰ θρανία.
- Κι ἐγὼ δὲν θὰ μουτζουρώνω μὲ μελάνη τὸν τοῖχο, εἶπεν ἄλλο παιδί.
- Ἐγὼ δὲν θὰ πετῶ κάτω χαρτάκια, ἐπρόσθεσεν ἄλλο.
Κάθε παιδὶ ἔδωκε καὶ μιὰ ὑπόσχεσι.
- Εὖγε, παιδιά μου, τοὺς λέγει ὁ δάσκαλος. Ἄν κάνωμε ἔτσι ὅλοι, τότε τὸ σχολεῖό μας θὰ τὸ φυλάξωμε καθαρό.
Εἴμεθα ὅλοι σ’ αὐτὁ σύμφωνοι; Τί λέτε; - Εἴμεθα, κύριε, εἴμεθα, ἐφώναξαν τὰ παιδιά.
- Ἀφοῦ εἴμεθα, τότε ἐλᾶτε νὰ σᾶς δείξω κάτι.
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963
Τὸ σχολεῖο ὁλοένα γεμίζει ἀπὸ παιδιά. Χαρὲς καὶ γέλια τώρα στὸ προαύλιο. Νὰ καὶ ἡ Κατῖνα, ἡ Φανή, ὁ Νῖκος, ὁ Κωστάκης. ῞Ολα τὰ καλὰ παιδιά. ῾Η γειτονιὰ τὰ καμαρώνει. Τὰ ἔχει σὰν δικά της παιδιά. ‘Η Νίνα φορεῖ τὸ ὡραῖο φορεματάκι της. Ἡ Κούλα ἦλθε μὲ ἄσπρη κορδελλίτσα στὰ μαλλιά.
῾Ο Θανασάκης καμαρώνει τὴν καινούργια σάκκα του.
- Μοῦ τὴν ἀγόρασε ὁ πατέρας. Εἶναι ὅλη ἀπὸ δέρμα, Ἔχει καὶ κλειδί, ποὺ κλειδώνει καὶ ξεκλειδώνει, λέγει καὶ ξαναλέγει ὁ Θανασάκης.
Σὲ λίγο κτυπᾷ τὸ καμπανάκι. Τὰ παιδιὰ μαζεύονται στὴν αἴθουσα. Γίνεται ἡ προσευχή. Ὁ καλὸς Θεὸς τὰ εὐλογεῖ. Ὁ δάσκαλος χαίρεται, ποὺ τὰ βλέπει μαζεμμένα.
- Καλῶς ἤλθατε, τοὺς λέγει, ἀγαπητά μου παιδιά. Δυόμισυ μῆνες ἔχομε νὰ ἰδωθοῦμε. Τώρα πάλι ξαναγυρίζομε ἐδῶ. -
Ὅπως, κύριε, γυρίζουν στὴ φωλιά τους τὰ χελιδόνια, λέγει ἡ Μαρίτσα.
- Ναί, παιδί μου. Ἐγυρίσαμε κι ἐμεῖς στὴ φωλιά μας, ὅπως τὰ χελιδόνια.
Μαζὶ μὲ τὸν δάσκαλο, ποὺ ἐχάρηκε, γιατὶ ἦλθαν στὸ σχολεῖο τὰ παιδιά, ἐχάρηκε κι ἕνας ἄλλος. Ξέρετε ποιός; Ὁ μπάρμπα-Φλῶρος, ποὺ πωλεῖ ζεστὰ ξεροψημένα κουλούρια. Ἅμα εἶδε, πὼς ἄνοιξε τὸ σχολεῖο, εἶπε χαρούμενος στἡ γυναῖκά του:
- Ἧλθαν, Μυρτούλα, πάλι τὰ παιδιά μας. Ἀπὸ αὔριο θ’ ἀρχίσωμε δουλειά. Ἐσὺ θὰ ζυμώνῃς κι ἐγὼ θὰ πωλῶ. Ἄς εἶναι δοξασμένος ὁ ἅγιος Θεός, ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ πεινάσωμε.
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963
Τί μεγάλη χαρά, ποὺ ἔχουν τὰ παιδιὰ σήμερα! Ἀγόρασαν ὅλα καινούργιο βιβλίο. Τὸ κοιτάζουν καὶ δὲν τὸ χορταίνουν. Τί ὡραῖο ἐξώφυλλο! Τί ζωγραφιές! Τί καθαρὰ γράμματα!
- Ἀλήθεια, παιδιά! Ποιός τὸ φτειάνει τὸ βιβλίο; εἶπεν ὁ Ζαφείρης.
- Ὁ βιβλιοπώλης, λέγει ἡ Μαρίτσα. Ἀπ’ αὐτὸν δὲν τὸ ἀγοράζομε; Ἕ! αὐτὸς τὸ φτειάνει.
῎Αλλο πάλι παιδὶ ἔλεγε, πὼς τὸ φτειάνει ὁ βιβλιοδέτης.
Τὴν συζήτησι τὴν ἄκουσε καὶ ὁ δάσκαλος καὶ τοὺς εἶπε: - Οὔτε ὁ βιβλιοπώλης, παιδιά μου, τὸ φτειάνει τὸ βιβλίο οὔτε ὁ βιβλιοδέτης. Γιὰ νὰ γίνῃ ἐργάζονται πολλοί. Καὶ πρῶτα - πρῶτα αὐτός, ποὺ τὸ γράφει. Τὸ ὄνομά του τὸ βλέπετε στὸ ἐξώφυλλο. Γιὰ νὰ τὸ γράψῃ χρειάζεται καιρό. Ὑπάρχουν βιβλία, πού, γιὰ νὰ γραφοῦν, χρειάζονται χρόνια.
- Χρόνια! εἶπαν μερικὰ παιδιὰ μὲ ἀπορία. - Βέβαια, ἐτόνισεν ὁ δάσκαλος. Ὕστερα ἔρχεται ὁ ζωγράφος, ποὺ κάνει τὶς εἰκόνες. Καὶ αὐτὁς κοπιάζει πολύ. Ἔπειτα οἱ τυπογράφοι καὶ τόσοι ἄλλοι.
- Ὥστε τόσοι ἐργάζονται γιὰ τὸ βιβλίο; εἶπεν ἡ Φωτούλα.
- Μάλιστα. Καὶ σ’ ὅλους αὐτοὺς χρωστοῦμε χάρι. Γιατὶ ἐκοπίασαν. Καὶ χάρι σ’ αὐτοὺς ἔχομε τὸ βιβλίο, ποὺ μᾶς μαθαίνει τόσα χρήσιμα πράγματα. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ προσέχωμε. Νὰ μὴ τὸ μουντζουρώνωμε. Ὅταν τὸ πιάνωμε νὰ εἴμεθα καθαροί. Ἡ σάκκα μας, τὰ ροῦχα, τὰ χέρια μας νὰ εἶναι κατακάθαρα. Μὲ χέρια ἀκάθαρτα πῶς θὰ ἔχωμε καθαρὸ τὸ βιβλίο;
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963