Στὸν τοῖχο τῆς τάξεως, ποὺ εἶναι πίσω ἀπὸ τὴν ἕδρα, κρέμεται ὁ χάρτης τἢς Εὐρώπης. Ὁ δάσκαλος, δείχνοντας στὰ παιδιὰ τὴν Ἑλλάδα, ἀκούει τὸν Κωστάκη νὰ φωνάζῃ:

— Πόσο εἶναι μικρή, κύριε, ἐμπρὸς σὲ τόσες χῶρες καὶ τόσες θάλασσες!

— Εἶναι μικρή, ὅμως εἶναι ὄμορφη, ἀπαντᾷ ἡ Ἑλενίτσα.

— Ναί! εἶναι πολὺ ὄμορφῃ ἡ Ἑλλάδα. Μοῦ τὸ εἶπε καὶ ὁ θεῖός μου, ποὺ ἐταξίδευσε κι ἐγύρισε ὅλη σχεδὸν τὴν Ἑλλάδα καὶ πολλοὺς ξένους τόπους.

— Σωστά, λέγει ὁ δάσκαλος. Ἐμεῖς ἔχομε τὸ δῶρο ἀπὸ τὸ Θεό, νὰ ἔχωμε πατρίδα ἀπὸ τὶς πιὸ ὄμορφες. Καταπράσινοι λόφοι, ἥμερα βουνὰ μὲ δάση καὶ νερά, γόνιμες κοιλάδες καὶ πεδιάδες, τοπία γελαστὰ τὴν στολίζουν. Ἔπειτα μεγάλες πολιτεῖες, ὅπως ἡ Ἀθήνα μὲ τὴν Ἀκρόπολί της, ἡ Θεσσαλονίκη, ἡ Πάτρα κι ἄλλες πολλές. Καὶ ἐπάνω ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς ὀμορφιές, ἕνας φωτεινὸς καὶ γαλάζιος οὐρανός, ὁ ὡραιότερος τοῦ κόσμου.

Κι ἐξακολούθησε ὁ δάσκαλος:

— Γιὰ νὰ τὴν ἀγαπήσετε πιὸ πολὺ αὐτὴ τὴν ὄμορφη χώρα, πρέπει, παιδιά, νὰ μάθετε τὴν ἱστορία της. Πρέπει νὰ μάθετε τὶς θυσίες, τοὺς ἡρωϊσμούς, ποὺ ἔχουν κάνει οἱ πρόγονοί μας, γιὰ νὰ εἴμαστε σήμερα ἐμεῖς ἐλεύθεροι. Κι ἀκόμη πρέπει νὰ μάθετε τὸν πολιτισμό της, γιὰ νὰ γεμίσῃ ἡ καρδιά σας ὑπερηφάνεια, ποὺ εἶσθε Ἕλληνες.

Πῶς εἶναι δυνατόν, λέγει τώρα ὁ δάσκαλος, ὅσοι ἀναγκάζονται νὰ ξενιτευθοῦν, νὰ λησμονήσουν μιὰ τέτοια πατρίδα; Ὅσοι Ἕλληνες σκορπίζονται στὰ διάφορα μέρη τῆς γῆς ἠμπορεῖ νὰ κάμουν νέα ζωὴ ἐκεῖ. Ἠμπορεῖ ν’ ἀγαποῦν τὴν ξένη γῆ σὰν δεύτερη πατρίδα τους. Ἠμπορεῖ νὰ γίνωνται ἐκεῖ πλούσιοι καὶ εὐτυχισμένοι. Μὰ τίποτε δὲν ἠμπορεῖ νὰ σβήσῃ ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ ἀπὸ τὸν νοῦ τους τὴν Ἑλλάδα.

Εἴδατε καὶ τὸν θεῖο τῆς Ἑλενίτσας. Ἐξενιτεύθηκε στὴν Ἀμερική. Καὶ ὅμως ποτὲ δὲν ἐξέχασε τὸ χωριό του. Ξαναγύρισε νὰ ζήσῃ ἐδῶ, ποὺ ἔμαθε τὰ πρῶτα γράμματα καὶ ποὺ ποτὲ δὲν τὸ ἐλησμόνησε.

Πηγή  : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955

Ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ Χωριοῦ πηγαίνουν στὸ σχολεῖο καθαρά. Τὰ ροῦχά τους ἠμπορεῖ νὰ εἶναι σὲ μερικὰ παιδιὰ παλιά, στενὰ ἢ μπαλωμένα. Ὅμως ποτὲ δὲν εἶναι λερωμένα, σχισμένα ἢ ξηλωμένα.

Φοροῦν πάντα τὴν ποδιὰ τοῦ σχολείου. Κι ὅταν πηγαίνουν στὸ σπίτι, τὴ βγάζουν καὶ φοροῦν τὴν ποδιὰ τοῦ σπιτιοῦ.

Ὑπάρχει καρφωμένη στὴν τάξι τους μιὰ ταινία, ποὺ λέγει : «Ἡ καθαριότητα εἶναι μισὴ ἀρχοντιά». Τὴν ἔχει τοποθετήσει ἡ ὁμάδα τῶν παιδιῶν, ποὺ ἔχει ἀναλάβει τὴν ἐπίβλεψι τῆς καθαριότητος τοῦ σχολείου.

Καθαρὸ τὸ σῶμα, καθαρὰ τὰ ροῦχα, τὰ παπούτσια. Πολλὰ παιδιὰ ἠμποροῦν καὶ τὰ φροντίζουν μόνα τους ὅλα αὐτά.

Συχνὰ μπαίνουν στὴ σκάφη καὶ σαπουνίζονται. Καθαρίζουν τὰ δόντια τους, βουρτσίζουν τὰ ροῦχα τους, κόβουν τὰ νύχια τους. Μήπως εἶναι δύσκολα ὅλα αὐτά;

Βέβαια δὲν πλύνουν ροῦχα, γιατὶ αὐτὸ εἶναι λίγο δύσκολο γιὰ τὴν ἡλικία τους. Ἀλλὰ τὰ μανδηλάκια τους, τὶς κάλτσες καὶ τὶς ποδιὲς τὶς πλύνουν καὶ τὶς σιδερώνουν μόνα τους τὰ κορίτσια.

Πηγή  : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955

ktirio sxoleioy

Τὸ σχολεῖο τοῦ Χωριοῦ εἶναι πολὺ ὄμορφο. Ἔχει εὐρύχωρη αὐλή, ποὺ τὴν βλέπει σχεδὸν ὅλη τὴν ἡμέρα ὁ ἥλιος. Οἱ αἴθουσες, εἶναι μεγάλες, φωτισμένες καὶ ἡλιόλουστες, μὲ ἀρκετὰ καθαρὰ θρανία ἡ κάθε μιά. Ἐπίσης τὸ σχολεῖο ἔχει μιὰ μεγάλη καὶ ὡραία αἴθουσα γιὰ τὶς ἑορτὲς κι ἕνα γραφεῖο γιὰ τὸν Διευθυντὴ καὶ τοὺς δασκάλους.

Εἶναι καινούργιο τὸ σχολεῖο. Εἶναι πλουτισμένο μὲ πολλὲς εἰκόνες καὶ χάρτες, μὲ ὄργανα Φυσικῆς καὶ Χημείας καὶ μὲ παιγνίδια. Ἀπ᾽αὐτὰ ἄλλα ἔφτειασε καὶ ἄλλα ἀγόρασε ἡ Κοινότης τοῦ Χωριοῦ. Γιατὶ ἕνα τέτοιο κτίριο θὰ ἦταν μεγάλη ἐντροπὴ νὰ εἶναι γυμνό, ὅπως εἶπε καὶ Πρόεδρος τῆς Κοινότητος.

Στὸ πίσω μέρος τοῦ σχολείου εἶναι ὁ σχολικὸς κῆπος, μὲ διάφορα καρποφόρα δένδρα. Αὐτὰ τὰ ἔχουν φυτεύσει μαθηταὶ τῶν ἀνωτέρων τάξεων, ποὺ σήμερα ἄλλοι εἶναι στρατιῶται, ἄλλοι σπουδάζουν κι ἄλλοι δουλεύουν στὰ κτήματά τους στὸ Χωριό. Ἄρχισαν τώρα νὰ δίνουν καρπούς. Οἱ πορτοκαλλιὲς καὶ οἱ μανδαρινιὲς εἶναι γεμᾶτες πορτοκάλλια καὶ μανδαρίνια, πού, ὅταν ὡριμάσουν, θὰ τὰ πουλήσουν, γιὰ νὰ οἰκονομήσουν χρήματα γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ κήπου, καὶ θὰ φᾶνε καὶ τὰ παιδιά.

Αὐτὲς τὶς ἡμέρες ἄρχισαν τὰ μεγαλύτερα παιδιά, μὲ τὴν ἐπίβλεψι τῶν δασκάλων, νὰ σκάβουν καὶ νὰ λιπαίνουν τὰ δένδρα. Τὰ μικρότερα παιδιὰ περιποιοῦνται τὰ λουλούδια. Γιατὶ ἔχει καὶ πολλὰ λουλούδια ὁ κῆπος τοῦ σχολείου: Γαρύφαλλα, πανσέδες, βιολέττες, γεράνια, τριαντάφυλλα καὶ ἄλλα. Εἶναι ὄμορφα φυτευμένα ὅλα σὲ βραγιές. Μερικὰ τὰ ἔχουν φυτεύσει καὶ σὲ γλάστρες, ποὺ εἶναι ἀραδιασμένες στὴν αὐλή. Μὲ τὰ λουλούδια τοῦ κήπου στολίζουν τὶς τάξεις. Ὅταν χρειάζεται, δίνουν καὶ στὴν ἐκκλησία γιὰ στολισμό.

Τὸ καλοκαίρι δὲν τὸν κλείνουν τὸν κῆπο. Ἔρχονται τὰ παιδιά συντροφιὲς - συντροφιὲς καὶ τὸν περιποιοῦνται. Ἐφέτος τὸ καλοκαίρι εἶχαν ἀναλάβει τὴν περιποίησι καὶ τὴν ἐπίβλεψι τοῦ κήπου οἱ μαθηταὶ τῆς ἐφετινῆς Ἕκτης τάξεως.

 Πηγή  : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955

Ποῦ θὰ πᾶμε τὴν Πρωτομαγιά;

Ἀπὸ ἡμέρες ὅλο αὐτὸ ἐρωτοῦσαν τὰ παιδιά. Ἄλλα ἔλεγαν νὰ πᾶνε στὴν Λεύκα, ἄλλα στὴν ἀκρογιαλιὰ κι ἄλλα στὴν Πλαγιαστή, ὅπου ἦταν καὶ τὸ περιβόλι τοῦ Λεωνῆ.

Στὸ τέλος ἀπεφάσισαν νὰ πᾶνε στὴν Πλαγιαστή. Ἦταν ὡραῖο τὸ μέρος ἐκεῖνο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ δάσκαλος εἶχε τὴ γνώμη νὰ πᾶνε πρὸς τὰ ἐκεῖ. Ὁ ἥλιος ἀκόμα δὲν εἶχε βγῆ καὶ τὰ παιδιὰ εἶχαν μαζευθῆ στὸ σχολεῖο. Ἡ Σοφία, ἡ Νίνα, ὁ Κοσμᾶς, ὅλοι μὲ τὰ σακκουλάκια στὸ χέρι.

- Ὅποιος ἀργήσῃ, δὲν θὰ τὸν πάρωμε, εἶχαν συμφωνήσει.

Μὰ ποιός θ’ ἀργοῦσε; Τόσες ἡμέρες ἐμελετοῦσαν μιὰ τέτοια ἐκδρομὴ καὶ τώρα θὰ τὴν ἔχαναν; Ὁ Δῆμος, ἂν καὶ ἀγαποῦσε τὸν ὕπνο, ὅμως στὸ ξεκίνημα παρουσιάσθηκε ἀπὸ
τοὺς πρώτους. Ἡ μητέρα τὸν εἶχεν ἐφοδιάσει μὲ ἀρκετὸ ψωμί, μὲ κεφτέδες, μὲ βραστὰ αὐγά, μὲ κασέρι.

- Εἶναι πολλά, δὲν τὰ θέλω, ἔλεγεν ὁ Δῆμος. Μὰ ἡ μητέρα τὸν παρεκίνησε νὰ τὰ πάρῃ.

- Στὴν ἐξοχή, παιδί μου, ἡ ὄρεξις ἀνοίγει. Ἔπειτα θὰ βρεθῇ καὶ κανένας μαθητής, ποὺ θὰ τύχῃ νὰ μὴν ἔχῃ καὶ τοῦ δίνεις.

Ἐξεκίνησαν τραγουδῶντας. Στὴν πρωινὴ ἡσυχία, τὸ τραγούδι ἀκουόταν μακριά. Ἐξύπνησεν ὅλο τὸ χωριό.

Πιὸ κάτω ἄρχισαν νὰ τραγουδοῦν καὶ τὰ πουλάκια. Ὅσο ἐξεμάκρυναν τόσο καὶ ἡ ἐξοχὴ ἐγινόταν ὡραιότερη. Ἔφυσοῦσε δροσερὸ ἀεράκι γεμᾶτο ἀπὸ λογιῶν λογιῶν μυρωδιές. Ὅλος ὁ τόπος ἦταν κατάφυτος ἀπὸ μυρωμένα λουλούδια καὶ ἀνθο στόλιστα δένδρα. Ἀρνάκια ἐβέλαζαν καὶ κατσικάκια ἐβοσκοῦσαν στὶς πλαγιές. Τὰ παιδάκια δὲν ἤξεραν τί νὰ  πρωτοθαυμάσουν. Πιὸ κάτω ἐθυμήθηκαν τὸ τραγούδι γιὰ τὸν Μάη καὶ ἄρχισαν νὰ τὸ τραγουδοῦν.

Ὀ Μάιος.
Ὁ Μάιος μᾶς ἔφθασε,
ἐμπρός, βῆμα ταχύ,
νὰ τὸν προϋπαντήσωμε,
παιδιά, στὴν ἐξοχή.

Δῶρα στὰ χέρια του πολλὰ
και ὄμορφα κρατεῖ
καὶ τὰ μοιράζει γελαστὸς
σὲ ὅποιον τοῦ ζητεῖ.

Φέρνει τραγούδια καὶ χαρές,
λουλούδια καὶ δροσιὰ
καὶ μυρωδάτη φόρεσε
ὡραία φορεσιά.

Πᾶμε κι ἐμεῖς νὰ πάρωμε,
μὴ χάνωμε καιρό,
μᾶς φθάνει ἕνα τριαντάφυλλο
κι ἕνα κλαρὶ χλωρό.


Ἄγγελος Βλάχος

Στὸ περιβόλι τοῦ Λεονῆ.
Ἐπερπάτησαν ἀρκετὰ ὥσπου νὰ φθάσουν στὸ περιβόλι. Ἦταν τὸ καλύτερο μέσα σὲ ὅλο ἐκεῖνο τὸ μέρος. Τὰ δενδράκια σὰν στρατιωτάκια στὴ σειρά. Ὅλα καλοφυτευμένα, ἴσια στὸ ἀνάστημα, ἐγέμιζαν τὶς βραγιές. Σὲ ἄλλο μέρος ἦσαν τὰ ἀνοιξιάτικα λουλούδια. Ὅ,τι χρῶμα καὶ ὅ,τι λουλούδι ἤθελες, τὸ ἔβλεπες ἐκεῖ.

Ἀλλοῦ πάλι ἧταν τὰ καρποφόρα, γεμᾶτα ἀπὸ λουλούδια, στολισμένα σὰν νυφοῦλες. Τὰ παιδιὰ τὸ ἤξεραν τὸ περιβόλι καὶ μόλις ἔφθασαν καὶ τὸ εἶδαν ἄρχισαν νὰ φωνάζουν χαρούμενα:

- Νά τὸ περιβόλι τοῦ Λεωνῆ! ἐφθάσαμε! ἐφθάσαμε! Ἄς πᾶμε μέσα νὰ τὸ ἰδοῦμε!

Ὁ δάσκαλος τοὺς ἐσύστησε νὰ μποῦν μὲ προσοχή. Νὰ μὴν κάμουν καμμιὰ ζημιά. Νὰ μὴν πατοῦν στὸ καλλιεργημένο μέρος καὶ χαλοῦν μὲ τὰ πόδια τὶς βραγιές. Μπορεῖ νὰ σπάσουν κανένα δενδράκι. Ὁ Λεωνῆς τοὺς ἐγύρισε παντοῦ. Τοὺς ἔδειξε σπάνια λουλούδια καὶ τοὺς ἔδωκε τριαντάφυλλα καὶ γαρύφαλα.

Τὰ παιδιά, γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσουν, ἐτραγούδησαν τραγούδια ἀνοιξιάτικα.

Ἔπειτα ἐπῆγαν πιὸ ἔξω, κάτω ἀπὸ ἕνα πλατάνι, νὰ ξεκουρασθοῦν. Ὅταν ἐσηκώθηκαν, ἐμάζεψαν λουλούδια τοῦ ἀγροῦ, ἔφτειασαν στεφάνια, ἤπιαν δροσερὸ νεράκι καὶ ἐχόρευσαν.

Τὸ μεσημέρι ἐκάθισαν νὰ φάγουν. Ἡ ἄνοιξις γιὰ τραπεζομάνδηλο τοὺς εἶχε στρωμένο ἕνα πράσινο χαλί, κεντημένο μὲ ὄμορφα ἀγριολούλουδα. Ἐπάνω σ’ αὐτὸ ἄδειασαν τὰ σακκουλάκια, ποὺ ἦσαν γεμᾶτα μὲ  διάφορα φαγητά: Αὐγά, τυρί, κεφτέδες, σουβλάκια, ντολμαδάκια. Ὅ,τι ἤθελες ἔβλεπες στὸ τραπέζι, ποὺ ἔστρωσαν. Οἱ καλὲς μητεροῦλες εἶχαν φροντίσει νὰ τὰ ἐφοδιάσουν μὲ ὅ,τι καλύτερο ἠμποροῦσαν.

Ὅταν ἔφαγαν, ἄρχισαν πάλι νὰ τραγουδοῦν. Τὴν ὥρα ἐκείνη ἦλθε καὶ ὁ Λεωνῆς καὶ τοὺς ἔκαμε συντροφιά.
Τὰ παιδιὰ ἔμειναν στὴν ἐξοχὴ ὥσπου ἐκόντευεν ἑσπερινός. Ὕστερα ἐξεκίνησαν γιὰ τὸ χωριὸ  ἀνθοστολισμένα.

- Χαίρετε, κύριε Λεωνῆ, τοῦ εἶπαν τὴν ὥρα, ποὺ ἔφευγαν. Καὶ τοῦ χρόνου νὰ ἔλθωμε νὰ ἑορτάσωμε τὴν Πρωτομαγιὰ στὸ περιβόλι σου.

Πηγή  : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963

papagalos

Χάρισαν τῆς Λέλας ἕνα μικρὸν καταπράσινο παπαγάλο. Τί χαρές, ποὺ ἔκανε ἡ Λέλα!

Ἀμέσως ἡ Λέλα τὸν ἔβγαλε Κοκό. Τοῦ ἀγόρασε ἕνα χρυσὸ κλουβὶ καὶ τὸν ἔβαλε μέσα.

Ὅλη τὴν ἡμέρα δὲν κάνει τίποτ’ ἄλλο, παρὰ νὰ περιποιῆται τὸν παπαγάλο της. Πότε τὸν ταΐζει, πότε τὸν ποτίζει, πότε τὸν χαϊδεύει, πότε παίζει μαζί του.

Μὰ καὶ τὴ νύχτα ἀκόμη ἡ Λέλα δὲν κοιμᾶται, ἂν δὲν πάρη τὸ κλουβὶ μὲ τὸν παπαγάλο κοντὰ στὸ κρεβάτι της. Γιατὶ μόλις ξυπνήση τὸ πρωὶ καὶ πρὶν ἀκόμη ντυθῆ, ἐννοεῖ νὰ παίξη πρῶτα μὲ τὸν Κοκό της.

Μ’ αὐτὸν ὅμως τὸν κύριο ἡ Λέλα παραμέλησε τὰ μαθήματά της καὶ ὅλα. Ἡ δασκάλα, ποὺ πηγαίνει σπίτι καὶ τῆς κάνει μάθημα, ἔχει μεγάλα παράπονα. Πότε ἡ Λέλα δὲν καταλαβαίνει τὴν ἀριθμητικὴ καὶ πότε δὲν προσέχει, ὅταν ἡ δασκάλα τῆς ἐξηγῆ τὴ γραμματική.

- Μὰ ποῦ ἔχεις λοιπὸν τὸ νοῦ σου; τὴ ρωτᾶ ἡ δασκάλα της.

- Ποῦ ἀλλοῦ παρὰ στὸν Κοκό της! Ἀποκρίνεται ἡ μαμά.

Τὴ μαλώνουν, τῆς βάζουν τιμωρίες, μὰ γι’ αὐτὸ δὲν πολυσκοτίζεται ἡ Λέλα. ῞Ἕνα μὸνο πράμα συλλογίζεται τώρα τὸ μικρὸ της μυαλὸ: Θὰ μιλὴση ὁ παπαγάλος της ἢ δὲ θὰ μιλὴση;

Ἄλλοι τῆς λένε ναί, ἄλλοι ὄχι. Καὶ ἡ Λέλα πὸτε ἐλπίζει καὶ πότε ἀπελπίζεται.

Ὡστόσο ὁ Κοκὸς μένει βουβὸς. Ξεφωνίζει μόνο καὶ κάπου κάπου σφυρίζει. Καμιὰ ὅμως λέξη δὲν πρόφερε ἀκόμη, ἂν καὶ ἡ Λέλα ὅλη μέρα τοῦ τρώει τ’ αὐτιά, γιὰ νὰ τὸν μάθη νὰ λέη: «Καλημέρα, Λέλα!... Παπαγάλο, θέλεις καφέ;» Μιὰ μέρα ἔτυχε νὰ πάη στὸ σπίτι της ἕνας καθηγητὴς τῆς Ζωολογίας.

- Αὐτὸς θὰ ξέρη νὰ σοῦ πῆ, ἂν θὰ μιλήση ὁ Κοκός, τῆς ψιθυρίζει ἡ μητέρα της.

Ἀμέσως ἡ Λέλα τοῦ φέρνει τὸν παπαγάλο, γιὰ νὰ τὸν ἰδῆ.

- Τί λέτε, κύριε, θὰ μιλήση;

- Ναί, ναί, ἀπαντᾶ ὁ καθηγητής˙ αὐτῆς τῆς ράτσας οἱ παπαγάλοι μιλοῦν. Μὰ ὁ δικός σας εἶναι μικρὸς ἀκὸμη. Δὲν πιστεύω νὰ εἶναι παραπάνω ἀπὸ δυὸ χρονῶ. Ἅμα πάη ἑπτά, τότε θὰ μιλήση.

- Μπά! φώναξε καταλυπημένη ἡ Λέλα. Πρέπει νὰ γίνη ἑπτὰ χρονῶ, γιὰ νὰ μιλήση; τὰ παιδάκια ἀπὸ ἑνὸς χρόνου μιλοῦν.
- Μὰ ὁ παπαγάλος σας δὲν εἶναι παιδάκι.

Ἡ Λέλα νομίζει, πὼς πρέπει νὰ περάσουν ὀκτὼ χρόνια ἀκόμα, γιὰ ν’ ἀκούση μιὰ λέξη ἁπὸ τὸν Κοκό της· γιατὶ δὲν ξέρει νὰ κάμη τὸ λογαριασμὸ, ν’ ἀφαιρέση δηλαδὴ ἀπὸ τὰ ἑπτά, ποὺ χρειάζονται, τὰ δυὸ ποὺ ἔχει ζήσει ὁ παπαγάλος. Τὸ διάστημα
τῆς φαίνεται πολὺ μεγάλο. ᾽Ελπίζει ὅμως, πὼς καὶ ὁ σοφὸς καθηγητὴς μπορεῖ νὰ κάνη λάθος.

- Δὲ βαριέσαι! Λέει. Μπορεῖ καὶ τώρα νὰ μιλήση. ῎Ἔπειτα, ποιὸς ξέρει πόσο χρονῶ εἶναι; Μήπως τὸν εἴδαμε, ποὺ γεννήθηκε;

Ἔτσι τὸ ζήτημα τῆς ἡμέρας στὸ σπίτι τῆς Λέλας ἦταν, ἂν θὰ μιλήση ὁ παπαγάλος ἢ ὄχι.

Ἔξαφνα μιὰ μέρα ἀκούστηκε νὰ μιλῆ... ποιός; ὁ Κοκός;... Ὄχι, ἕνας ἄλλος παπαγάλος.

Τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἡ Λέλα ἔκανε μάθημα μὲ τὴ δασκάλα της. ῞Ἔτυχε νὰ εἶναι μπροστὰ καὶ ἡ μαμὰ κι ἔξω στὸ διάδρομο τὸ χρυσὸ κλουβὶ μὲ τὸν παπαγάλο.

- Ἔλα, πὲς τὴν ἀριθμητική σου, εἶπε, ἡ δασκάλα.

Κι ἡ Λέλα ἄρχισε σὰν παπαγάλος:

- Δύο οἱ δύο τέσσερεις, δύο οἱ τρεῖς ἕξι, δύο οἱ τέσσερεις ὄκτώ.

- Στάσου! Τὴ σταμάτησε ἡ δασκάλα της. Σιγὰ σιγά. Γιά πές μου: Ἄν πάρης δυὸ αὐγά, ἀπὸ δυὸ δραχμὲς τὸ ἕνα, πόσο θὰ πληρώσης;

Ἡ Λέλα μιλιά!

Μὰ τώρα δὲν τὸ εἶπες, παιδί μου; Δύο οἱ δύο τέσσερεις;

- Ἡ Λέλα ἐξακολουθεῖ νὰ σωπαίνη.

- Ὁρίστε λοιπὸν ποὺ μίλησε ὁ παπαγάλος, λέει ἡ μητέρα παιριπαιχτικά.

Ἡ Λέλα πετάχτηκε:

- Μίλησε; πὸτε; ἐγὼ δὲν τὸν ἄκουσα.

- Ἄ, Λέλα μου, εἶπε ἡ μητέρα. Ὁ καλύτερος παπαγάλος εἶσαι σύ! Ἅμα μαθαίνης ἔτσι παπαγαλίστικα τὴν ἀριθμητική σου, τί θέλομε νὰ μιλήση ὁ Κοκός; Ἔτσι κι αὐτὸς θὰ λέη λόγια, χωρὶς νὰ τὰ καταλαβαίνη. Τὰ λὲς ἐσύ, δὲν πειράζει. Γειά σου, Λέλα  μου, παπαγαλάκι μου.

Ἡ Λέλα ἔμεινε μὲ τὸ στὸμα ἀνοιχτὸ κι ὁ Κοκὸς ἀπὸ τὸ κλουβί του ἔβγαλε μιὰ στριγγιὰ φωνή, σὰ νὰ τὴν περίπαιζε.

Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἡ Λέλα προσέχει περισσὸτερο στὴ δασκάλα της καὶ δὲ λέει τὸ μάθημά της, παπαγαλίστικα.

Πηγή  : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1948