Κοινωνική Ζωή
1. Τὸ πλοῖο «Ἄφοβος» ταξίδευε κάποτε ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ γυρίζοντας πίσω στὴν ῾Ελλάδα.
Εἶχε προχωρήσει ἀρκετὸ δρόμο καὶ βρισκόταν τώρα μακριὰ ἀπὸ τὰ παράλια τῆς Ἀμερικῆς. ῎Εσκιζε περήφανα τὸν ᾽Ωκεανό.
῎Εξαφνα ὅμως φοβερὴ τρικυμία ξέσπασε, ποὺ κράτησε πέντε ὁλόκληρες μέρες. Τὸ πλοῖο βρέθηκε σὲ πολὺ δύσκολη θέση. Ὅλοι ὅσοι ἦταν μέσα, ἀπελπίστηκαν καὶ νόμιζαν, ὅτι ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα θὰ βουλιάξη σύψυχο.
Ὁ ἄνεμος φυσοῦσε μὲ λύσσα καὶ τὸ πλοῖο, σὰ νὰ ἦταν καρυδότσοφλο, τὸ ἔπαιρναν τὰ κύματα, τὸ τράνταζαν, τὸ ἀνεβοκατέβαζαν, ὅπως ἤθελαν καὶ πάσκιζαν νὰ τὸ κατακομματιάσουν.
Όλοι οι χαρταετοί της Καθαρής Δευτέρας κατέβηκαν, όλοι αφήσανε τα σύννεφα και το γαλάζιο φως, όλοι μπήκαν φρόνιμα στα ντουλάπια και τακτοποιήθηκαν καλά, μαζεμένες οι ουρές τους, τυλιγμένα τα κουβάρια τους, τέρμα οι τρέλες και οι ακροβασίες… Μονάχα ένας χαρταετός δεν κατέβηκε. Μονάχα ένας χαρταετός συνέχισε να πετάει όλο και πιο ψηλά, όλο και πιο μακριά. Γι’ αυτόν τον παράξενο χαρταετό θα σας μιλήσω τώρα.
Λοιπόν, πρωί πρωί την Καθαρή Δευτέρα, όλοι οι χαρταετοί ανέβηκαν στον ουρανό. Άλλοι κάναν τούμπες και βουτιές κι άλλοι αρμενίζαν ήσυχα και καμάρωναν. Ήταν όμορφοι χαρταετοί. Κόκκινοι με γαλάζιους κύκλους, κίτρινοι με μπλε μαργαρίτες, μεγάλοι με πολύχρωμες χάρτινες ουρές, μικροί με αστεία σκουλαρίκια…
Αλήθεια, ήταν πολύ φανταχτεροί και πολύ περήφανοι και θέλανε να φτάσουν ως τον ήλιο, αλλά τα παιδάκια τούς τραβούσαν μ’ ένα σπάγκο κατά τη γη.
- Είσαστε χαρούμενοι; Είσαστε ευτυχισμένοι; τους ρώτησε η Τρελούτσικη Ηλιαχτίδα που όλα θέλει να τα μαθαίνει.
- Με τόσα πλούτη που έχουμε, πώς να μην είμαστε ευτυχισμένοι; αποκρίθηκαν οι χαρταετοί με τις ουρές και τα σκουλαρίκια, με τις ζωγραφιές και τα χρώματα τα φανταχτερά!
Κάλαντα Κρήτης Πρωτοχρονιάς
Κάλαντα Ικαρίας Πρωτοχρονιάς
Κάλαντα Καπαδοκίας Πρωτοχρονιάς
Κάλαντα Ρόδου Πρωτοχρονιάς
Κάλαντα Χίου Πρωτοχρονιάς
Ὁ Μιχαλάκης ἐπῆγε μιὰ ἡμέρα στὸ μπακάλικο νὰ ἀγοράσῃ μὲ δυὸ αὐγὰ ἕνα τετράδιο.
- Καλημέρα, κύριε Θάνο, ἐχαιρέτισε τὸν μπακάλη ὁ μικρός. Σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ δώσῃς ἕνα τετράδιο.
- Τὰ τετράδια, παιδί μου, ἔχουν τρία αὐγά. Νὰ μοῦ φέρῃς ἀκόμα ἕνα.
- Ὁ ἄλλος μπακάλης τὰ πωλεῖ δυὸ αὐγά. Ἄν δὲν μοῦ δώσῃς ἐσύ, θ᾽ἀγοράσω ἀπὸ ἐκεῖνον, εἶπεν ὁ Μιχαλάκης.
Ὁ κύριος Θάνος, ἅμα εἶδε, πὼς ὁ μικρὸς θὰ τοῦ ἔφευγε, ἐπῆρε τ’ αὐγὰ καὶ ἄρχισε νὰ τὰ κοιτάζῃ προσεκτικά.
- Μήπως εἶναι κλούβια ἢ ραγισμένα καὶ μοῦ τὰ ἔφερες; εἶπε στὸ Μιχαλάκη.
- Ὄχι. Εἶναι γερὰ καὶ φρέσκα. Τὰ ἐγέννησαν οἱ κοττοῦλές μας, εἶπεν ὁ μικρός.
Ἀφοῦ ὁ μπακάλης ἐβεβαιώθηκε, πὼς εἶναι γερά, τὰ ἔβαλε στὸ ράφι κι ἔδωκε στὸ Μιχαλάκη τὸ τετράδιο. Ὁ μικρὸς τὸ ἐπῆρε καὶ ἄρχισε νὰ τὸ κοιτάζῃ.
- Τί τὸ κοιτᾷς; καινούργιο εἶναι, τοῦ εἶπεν ὁ μπακάλης.
- Καὶ τὰ αὐγά, ποὺ σοῦ ἔδωκα ἐγώ, ἦταν φρέσκα, μὰ ἐσὺ τὰ ἐκοίταζες. Τὸ ἲδιο τώρα θὰ κάμω κι ἐγὼ μὲ τὸ τετράδιο.
Καὶ ἀφοῦ τὸ παρετήρησε προσεκτικὰ καὶ εἶδε, πὼς εἶναι καλό, τὸ ἐπῆρε καὶ ἔφυγε.
Ὅταν ὁ Μιχαλάκης ἔφυγε, ὁ Ἀνέστης, ποὺ ἔτυχεν ἐκεῖ, εἶπε σὲ μερικοὺς πελάτες, ποὺ ἦταν καὶ αὐτοὶ στὸ μπακάλικο.
- Τέτοια παιδάκια ἔξυπνα, πῶς νὰ μὴν τὰ χαίρεσαι; Εἶναι ποτὲ δυνατὸν ὁ Μιχαλάκης νὰ μὴν προοδεύσῃ στὴ ζωή του;
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ B' Δημοτικού 1963